Δημοσιεύσατε πρόσφατα στο ΕΛΙΑΜΕΠ ένα Κείμενο Πολιτικής που συζητήθηκε αρκετά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, με θέμα την αντίδραση της Ευρώπης στον προστατευτισμό της Αμερικής και της Κίνας. Ποιο είναι ακριβώς το ζήτημα και γιατί είναι τόσο επείγον και σημαντικό;
«Πράγματι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια άμεση απειλή αποεπένδυσης και αποβιομηχάνισης, που δημιουργεί η πολύ προωθημένη πρόσφατη νομοθεσία του αμερικανικού Κογκρέσου. Πρόκειται για ένα βαρυσήμαντο πακέτο κινήτρων, επιδοτήσεων, επενδύσεων, διευκολύνσεων, συνολικού ύψους πάνω από 400 δις δολάρια, με το οποίο η κυβέρνηση Μπάιντεν βάζει τις ΗΠΑ στην πρωτοπορία του «πράσινου» μετασχηματισμού της παραγωγής. Τα μέτρα αφορούν πολλές κατηγορίες και συνδυασμούς «πράσινων» επενδύσεων, από μπαταρίες και φωτοβολταϊκά, σε ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας, παραγωγή και αξιοποίηση καθαρού υδρογόνου, πράσινη μεταποίηση, αγορά «καθαρών» αυτοκινήτων, κλπ. Αυτό το «πράσινο» νομοθετικό πακέτο, εξαιρετικά θετικό για την οικονομία των ΗΠΑ και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, έχει στόχο να επαναπατρίσει επιχειρήσεις και αλυσίδες αξίας από την Κίνα στην Αμερική και να αντιμετωπίσει τον κινεζικό προστατευτισμό.
Εδώ όμως προκύπτει το πρόβλημα για την Ευρώπη: οι επιδοτήσεις Μπάιντεν είναι τόσο γενναιόδωρες που πλήθος μεγάλων ευρωπαϊκών βιομηχανιών σκέφτονται ή ετοιμάζονται ήδη να εγκαταστήσουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ. Πρόκειται για πραγματική απειλή για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, που προστίθεται στο υψηλό ενεργειακό κόστος. Έχει χτυπήσει συναγερμός στις ευρωπαϊκές ηγεσίες, σε Βρυξέλλες, Βερολίνο, Παρίσι. Γράψαμε λοιπόν από κοινού με τον Αλέκο Κρητικό, ένα κείμενο πολιτικής του ΕΛΙΑΜΕΠ, όπου αναλύουμε το πρόβλημα και διατυπώνουμε προτάσεις για το πως πρέπει η ΕΕ να αντιμετωπίσει αυτή την κρίση και την πρόκληση των επιδοτήσεων από την άλλη όχθη του Ατλαντικού».
Τι έχει κάνει ως τώρα η ΕΕ και τι προτείνετε εσείς;
«Οι διαβουλεύσεις είναι πυρετώδεις. Οι προτάσεις της Επιτροπής αναμένεται να υποβληθούν εντός του Ιανουαρίου και να συζητηθούν στο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Φεβρουαρίου. Για την ώρα οι κυβερνήσεις στις μεγάλες οικονομίες απαντούν με κρατικές ενισχύσεις στις εθνικές τους επιχειρήσεις. Θυμίζω ότι από τον Covid-19 έχουμε στην ΕΕ μια χαλάρωση των κανόνων και ανοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις κρατικές ενισχύσεις, και η ανοχή αυτή συνεχίζεται μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Από τότε έχουν αδειοδοτηθεί στην ΕΕ κρατικές ενισχύσεις 672 δισ. ευρώ, 4/5 των οποίων αφορούν τη Γερμανία και τη Γαλλία. Είναι σαφές ότι η επέκταση των κρατικών ενισχύσεων ευνοεί κατεξοχήν τους ισχυρούς και διευρύνει το χάσμα από τις πιο αδύναμες οικονομίες της ΕΕ, που δεν έχουν παρόμοια δημοσιονομικά περιθώρια.
Γι’ αυτό το λόγο εμείς προτείνουμε, και υπάρχει και στις δηλώσεις των Επιτρόπων, τη δημιουργία ενός νέου χρηματοδοτικού εργαλείου, ενός Ταμείου αντίστοιχου μεγέθους που να αντισταθμίζει τη στρέβλωση προστατεύοντας την ενιαία αγορά και τις πιο αδύναμες οικονομίες. Η Προέδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει μιλήσει για ένα Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας.
Αυτό το Ταμείο πρέπει να χρηματοδοτείται με «φρέσκο χρήμα» κι όχι με ανακύκλωση κονδυλίων, κι όχι από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Πρέπει να ακολουθήσει το μοντέλο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και να ενισχύει κατηγορίες αλυσίδων αξίας που θα ενσωματώνουν το δυνατόν περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ. Κύριο κριτήριο των ενισχύσεων πρέπει να είναι η συμβολή τους στην καθετοποίηση της παραγωγής, περιλαμβάνοντας δηλαδή όσο το δυνατόν περισσότερα στάδια της αλυσίδας αξίας.
Μια “ made in Europe” απάντηση πρέπει να συμβάλλει στην επιστροφή συγκεκριμένων αλυσίδων αξίας ή μονάδων παραγωγής από τις τρίτες χώρες στην ΕΕ, συμπεριλαμβάνοντας στοχευμένα τις πιο αδύναμες οικονομίες της. Για παράδειγμα, εάν, προκειμένου να υπάρξει κρατική ενίσχυση για μεγάλες βιομηχανίες (πχ της Γαλλίας ή της Γερμανίας) υπήρχε η «υποχρέωση» συνεργασίας/ προμηθειών/ εξοπλισμού, κλπ με άλλες ευρωπαϊκές χώρες/ επιχειρήσεις, το αναπτυξιακό αποτέλεσμα θα ήταν πιο σημαντικό. Θα μπορούσε να συνδυαστεί η παροχή επενδυτικών κινήτρων με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πχ. μεγαλύτερες επιδοτήσεις αν η επένδυση έχει διασυνοριακό χαρακτήρα και προσαύξηση αν η επένδυση γίνει σε περιφέρεια της ΕΕ με χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, ώστε να μπαίνει και η λογική της συνοχής».
Αφορά το ζήτημα αυτό και την Ελλάδα;
«Ασφαλώς μας αφορά. Η Ελλάδα δεν έχει βέβαια τις πολλές μεγάλες βιομηχανίες της δυτικής Ευρώπης. Όμως μια επιβράδυνση της ΕΕ, ως συνέπεια αποεπένδυσης, θα επιβράδυνε και την ελληνική οικονομία, με κόστος σε εισοδήματα και απασχόληση. Επίσης η Ελλάδα μετέχει σε αλυσίδες αξίες, και μια νέα πράσινη βιομηχανική πολιτική της ΕΕ, όπως την περιγράψαμε, θα επέτρεπε καλύτερη ενσωμάτωση ελληνικών επιχειρήσεων σε πανευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας γύρω από την πράσινη και ψηφιακή οικονομία, όπου διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Θα μπορούσε ένα Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας να δώσει νέα αναπτυξιακή ώθηση, σε συνέχεια του Ταμείου Ανάκαμψης».