Ήμασταν δύο. Μετά ενωθήκαμε σε σάρκα μία. Μετά ξαναγίναμε δύο. Πήρε ο καθένας τη σάρκα του και τράβηξε η καθεμία το δρόμο της.
Του Κώστα Κωστάκου
Δυο σάρκες ξανά, δυο δρόμοι ξανά. Αλλά με κοινή κατάληξη. Στο τέλος δεν περιμένει τις σάρκες μας έκπληξη καμιά. Μόνο η αποσύνθεση. Ή έστω η καύση. Οπότε, ρωτάς, γιατί μεσολάβησε η μεταξύ τους αποκόλληση; Ποιο το νόημά της; Η έλλειψη κοινής καύσης; Αυτό που πάγωσε την μία μας σάρκα; Θα σου απαντήσω από μνήμης. Την αγαπώ την μνήμη. Γιατί θυμάται όσα θέλω να θυμηθεί και ξεχνάει όσα θέλω να ξεχάσει. Θυμάμαι λοιπόν μια φορά που είχε περάσει μια ολόκληρη σχεδόν μέρα και είχα ξεχάσει να φορέσω τη σάρκα μου. Είχα βγει έξω, είχα πάει στη δουλειά, είχα συναναστραφεί ανθρώπους, και τη σάρκα μου την είχα αφήσει σπίτι. Πώς και δεν μου είπε κανείς τίποτα, πώς και δεν μου το επισήμανε κανείς, πώς και δεν σκανδαλίστηκε ή δεν γέλασε κανείς; Επειδή φορούσα ακόμη τη δική σου. Και δεν κατάλαβα τίποτα, επειδή αυτή η μια μας η σάρκα, η κοινή, είχε γίνει από καιρό ολόδική σου. Άρα -τώρα που η μνήμη μου τα ξεδιαλύνει ακόμη περισσότερο κι ακόμη περισσότερο με βοηθά- στην πραγματικότητα δεν είχα ξεχάσει να φορέσω κάτι. Απλά στην κοινή μας σάρκα δεν είχε απομείνει τίποτα απ’ τη δική μου.
Για αυτό και είχα αρχίσει πια από καιρό να ζω εκτός σαρκός. Μόνο στο μυαλό μου κι όλο και πιο βαθιά στο μυαλό μου. Αυτό μπορούσε να γίνει. Και δεν γινόταν κι αλλιώς. Γιατί κι οι Θεοί ξέρουν τα όριά τους. Και κανείς τους δεν αποπειράθηκε ποτέ να ενώσει δυο ανθρώπους σε πνεύμα ένα. Στο μυαλό μας κουμάντο μόνο εμείς. Το αγαπώ το μυαλό μου. Γιατί σκέφτεται όσα θέλω να σκεφτεί και σταματά να σκέφτεται εκεί που με πονάει. Ή με κουράζει. Δεν θέλω να κουράζομαι. Ούτε να πονάω. Θέλω να το πάω όσο πιο άκοπα κι όσο πιο άπονα γίνεται. Μέχρι να τελειώσει ο δρόμος. Και μαζί του ο κόπος και ο πόνος. Και μέχρι τότε όσο πιο περισσότερες χαρές. Και πνεύματα. Και σάρκες. Και λέξεις. Και σιωπές. Και μνήμες. Και λήθες. Και αλήθειες. Και ψέματα. Και η υπέρβασή τους.
Η υπέρβαση πνεύματος και σάρκας. Λέξεων και σιωπών. Αναμνήσεων και λησμονιών. Αληθινών ψεμάτων και ψεύτικων αληθειών. Το σημείο εκείνο που φεύγεις οριστικά από όσα είχαν μια σημασία δοσμένη απ’ έξω και αρχίζεις να κατοικείς στη σημασία που τους δίνεις εσύ.
Εσύ.
Αυτό που είχε πάντα την μεγαλύτερη σημασία.
Εσύ.
Αυτός δηλαδή που το πνεύμα σου λέει ό,τι είσαι.
Και ταυτόχρονα.
Αυτή η σάρκα που γερνά.
Αυτή η σάρκα που θα σαπίσει.
Αυτή η σάρκα όμως που τώρα και ακόμα ζει.
—
(Γραμμένο για το περιοδικό «Ανωνύμως» της Στέγη Bibliotheque)