Ανάλυση του Ματθαίου Τσιμιτάκη, Δημοσιογράφου, Nema Media – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #8», που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
Η εποχή κατά την οποία μπορούσαμε, δημοσιογράφοι και Μέσα Ενημέρωσης – η λεγόμενη τέταρτη εξουσία- να υπερασπιζόμαστε τις αξίες της αστικής δημοκρατίας και του κράτους δικαίου έχει πληγεί καθοριστικά σε όλον τον κόσμο από την ψηφιακή τεχνολογία και τη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση που έχει αλλάξει τη δημόσια και ιδιωτική ζωή σε πρωτοφανές βάθος. Το διαδίκτυο έχει απορρυθμίσει την αγορά των εθνικών ΜΜΕ, εξάγοντας την υπεραξια της παραγωγής στα δίκτυα κατευθείαν, αντί να την κεφαλαιοποιούν τα ίδια τα Μέσα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να πλήττεται ο ελεγκτικός τους ρόλος, όταν μιλάμε για τέταρτη εξουσία. Αν οι πηγές έχουν δική τους έξοδο στη δημοσιότητα και η παραγωγή μας είναι φτωχή, δεν μπορεί να ασκηθεί έλεγχος και τα Μέσα μετατρέπονται σε μηχανισμό παραγωγής δημοσίων σχέσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, πίσω από τα ρεπορτάζ αποκάλυψης του δικτύου των παρακολουθήσεων που βρίσκεται στον πυρήνα της διακυβέρνησης στη χώρα μας, αναδύεται εκ νέου μια κοινή διαπίστωση: η ψηφιακή τεχνολογία αλλοιώνει ουσιαστικά το δημοκρατικό πολίτευμα και τους θεσμούς του. Η ερευνητική δημοσιογραφία, που αναπτύσσεται σήμερα ξανά μέσα από μικρές ανεξάρτητες προσπάθειες όπως οι ομάδες των Reporters United και inside story, είχε πάντα το ίδιο χρέος: έφερνε στο φως όσα σκοτεινά κέντρα απεργάζονταν κατά του δημοσίου συμφέροντος, με όσους κινδύνους ενείχε αυτό για τους δημοσιογράφους.
Όμως, το σκοτάδι αυτό (χαρακτηρισμός που αφορά και ειδικά την παρούσα κυβέρνηση εξαιτίας της απαξίωσης που δείχνει προς τους θεσμούς) είναι δομικό χαρακτηριστικό του ψηφιακού περιβάλλοντος επικοινωνίας. Οι αλγόριθμοι αποπροσωποποιούν την ευθύνη. Η ερευνητική δημοσιογραφία την επαναφέρει στο προσκήνιο, ακόμη κι αν αυτό δε φαίνεται πλέον να επαρκεί. Δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι στο σημερινό περιβάλλον δημόσιας επικοινωνίας φτάσαμε έχοντας περάσει από τους σταθμούς της Cambridge Analytica και του Brexit, αποτέλεσμα συμπεριφορικών εκλογικών εκστρατειών και έπειτα από την εκλογή Τραμπ, ο οποίος δεν δίσταζε να παραχαράζει καθημερινά τη δημόσια συζήτηση.
Την ίδια περίοδο πολιτικά, είδαμε την αμφισβήτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, τη σοβαρή υποχώρησή τους σε άλλες όπως η Ελλάδα και την ανάδυση της ακροδεξιάς ως υπολογίσιμης πολιτικής δύναμης στην ΕΕ. Υπό αυτό το πρίσμα, η υποχώρηση της επιρροής του Τύπου, η επιδεινούμενη οικονομική του καχεξία και η αυξανόμενη ανησυχία για τον ανθηρό κλάδο του λογισμικού και τα προγράμματα παρακολούθησης όπως το Pegasus και το Predator δεν αποτελούν έκπληξη, αλλά το λογικό αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης των τελευταίων είκοσι ετών.
Σε αυτό το κλίμα, στα καθημάς, οι εδώ και μήνες συντριπτικές δημοσιογραφικές αποκαλύψεις για χειραγώγηση της πολιτικής και οικονομικής ζωής με τη χρήση αυτών των λογισμικών δεν ενεργοποιούν αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης του πολιτεύματος. Στη χώρα μας, ήταν ήδη κοινός τόπος ότι ΜΜΕ και δημοσιογράφοι δεν διεκδικούσαν τον ρόλο τους ως τέταρτη εξουσία, ούτε καν δια της αντικειμενικότητας και του ελεύθερου διαλόγου -την είχαν ήδη εκχωρήσει στην πρώτη αμαχητί, από τις απαρχές της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η διεύρυνση του πεδίου της δημοσιότητας δια της ψηφιακότητας έφερε την ανάγκη της διαφάνειας στις συνθήκες άσκησης εξουσίας σαν όρο εκδημοκρατισμού της. Η προσπάθεια διεύρυνσης της διαφάνειας της διοίκησης μέσω της Διαύγειας υπονομεύτηκε επανειλημμένα από διοικητικές εξαιρέσεις, θεσμικές παραλείψεις και, τελευταία, αποφυγή του αποχαρακτηρισμού κρατικών αρχείων και πληροφοριών ως «μυστικών» ή διεύρυνση των σχετικών πράξεων και κονδυλίων. Οι βιομηχανοποιημένες παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας που έρχονται σήμερα στην επιφάνεια είναι ενδεικτικές αυτού του κλίματος και πάνε χέρι-χέρι με την επιδεικτική αγνόησή των θεσμών (απευθείας αναθέσεις, παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη κ.ο.κ.).
Η πανδημία, αποτέλεσε το ιδανικό εφαλτήριο για αυτή τη στροφή: Ο Πρωθυπουργός στην Ελλάδα δεν εξήγγειλε απλώς μια κατάσταση εξαίρεσης, αλλά μια «νέα σχέση με την εξουσία», όπως είπε κατά την έναρξη της πανδημίας, συνέχοντας ξανά το εθνικό ακροατήριο, το οποίο στράφηκε στην τηλεόραση και την κυβερνητική εκφώνηση. Αν η ψηφιακή τεχνολογία οδηγούσε στον κατακερματισμό του εθνικού ακροατηρίου από τα μονοπώλια του διαδικτύου, η πανδημία μας επανέφερε ξανά στο εθνικό ακροατήριο για την αντιμετώπιση της «εθνικής απειλής», μπροστά σε ένα «πόλεμο». Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός το διατύπωσε καθαρά άλλωστε όταν μίλησε στην ελληνική βουλή και αργότερα στο Κογκρέσο: τα social media πρέπει να ελεγχθούν ή, με άλλα λόγια, τα αμερικανικά μονοπώλια έχουν την ευκαιρία να ρυθμίσουν εκ νέου τις σχέσεις με τους κατά τόπους καπιταλιστές σε ένα απορυθμισμένο περιβάλλον «δημοκρατικά» νομιμοποιημένων αυταρχισμών.
Η τηλεοπτική ατζέντα του «εξωτερικού εχθρού» στη χώρα μας συναντά τώρα και συντονίζεται υφολογικά και αισθητικά με την ουκρανική και αμερικανική προπαγάνδα των Σουχόϊ που καταρρίπτονται ζωντανά στα social media και τα πολεμικά ανακοινωθέντα. Ακόμα και αν πολιτικά έχει αντιρρήσεις κανείς για το πόσο αυταρχική ή αντιδημοκρατική και πολεμοκάπηλη είναι αυτή η κυβέρνηση, δεν μπορεί να μη δει αυτήν τη συμβολική μετατόπιση και τη μεταβολή της χρήσης Μέσων. Στη μεγάλη εικόνα: Υπάρχει μια συνάφεια ανάμεσα στις εικόνες που περνούν σε stories όπου πόλεμος, φλερτ και γατάκια αναμειγνύονται γλυκά και το τηλεοπτικό πρόγραμμα στο οποίο πρωινάδικα, ειδήσεις και σειρές χτίζουν τη συνείδηση του εθνικού ακροατηρίου. Όσο τα μονοπώλια διασπούσαν τα ακροατήρια δημιουργούνταν filter bubbles κοινοτήτων με όρους διαφοροποίησης.
Τώρα όμως απειλείται το έθνος και όλα τα προγράμματα πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτή τη συνθήκη. Στη μικρή εικόνα της τηλεόρασης μας: μετά την πανδημία, παρακολουθήσαμε κάτι πρωτοφανές – τη συστηματική επιστροφή στα γεννοφάσκια της, όταν δηλαδή άρχισε να λειτουργεί και να διαμορφώνεται ως μέσο μαζικής επικοινωνίας επί χούντας. Η κυβερνητική εκφώνηση έγινε ξανά μονοφωνική και στεγανοποιημένη από τον δημοσιογραφικό έλεγχο στο όνομα της υγειονομικής ασφάλειας. Αργότερα, στην υπόθεση των υποκλοπών, άρχισε να αποκρυσταλλώνεται η πολιτική της επιστροφής στην “ουσία” του έθνους κράτους, καθώς η κυβέρνηση εξηγούσε ότι δεν μπορούμε να μάθουμε την αλήθεια γιατί αυτή θίγει εθνικά συμφέροντα. Σήμερα, δεν μπορούμε να μάθουμε γιατί παρακολουθείτο ο αρχηγός του τρίτου κόμματος, οι δημοσιογράφοι Τέλλογλου και Κουκάκης, για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Η ελληνική απόπειρα χειραγώγησης δεν στηρίζεται σε συμπεριφορικές τεχνικές επιρροής, όπως έγινε στο Brexit, αλλά, όπως εξήγησε ο Τάσος Τέλλογλου πρόσφατα, σε ωμή επιβολή.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στροφής αποτελεί η απάνθρωπη στάση της κυβέρνησης (με την κάλυψη των ευρωπαϊκών αρχών) στο προσφυγικό, που ζωές πετιούνται με παγερή αδιαφορία στον καιάδα του Αιγαίου ή του Έβρου, απλώς και μόνο επειδή δεν έχουν τη “σωστή” καταγωγή. Ο χαρακτηρισμός των θεμάτων αυτών ως «εθνικά επικίνδυνων» συνοδευόταν από την αντίστοιχη αναπαράστασή τους στα Μέσα. Πλήρης ή μερική απουσία, ή διαστρέβλωση. Χωρίς υπερβολή, αυτός είναι ένας κόσμος ανάποδα. Μπορούμε να υπερασπιστούμε τον πλουραλισμό σε ένα περιβάλλον που καταστρέφει τα ίδια του τα εχέγγυα;
Η εξαγορά του Twitter από τον Έλον Μασκ ο οποίος πουλά τώρα σήματα πιστοποίησης προς οκτώ ευρώ τον μήνα δείχνει πεντακάθαρα ότι τα fake news είναι συνυφασμένα με την οικονομική και πολιτική εξουσία στα δίκτυα. Τραμπ, Μπολσονάρο, αλλά και Κυριάκος Μητσοτάκης αποδεικνύουν ότι η αλήθεια δεν έχει πια ιδιαίτερη αξία στη δημόσια επικοινωνία. Η δημοσιογραφική επιστημολογία της αντικειμενικότητας και η μεθοδολογία της επαλήθευσης εσωτερικεύεται στο δικτυακό περιβάλλον και προβάλλει ενεργητικά σαν αίτημα ηθικής ακεραιότητας, κάτι που έχει διατυπωθεί πολιτικά ήδη. Βεβαίως, η ηθική ασκείται σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση διαφορετικά, διεκδικώντας το κοινά ηθικά αποδεκτό.
Για την Αριστερά, με την ευρεία έννοια, ηθικά ακέραιο είναι να πεις την ιστορία του προσφυγικού σήμερα προστατεύοντας τα παιδιά που ζουν στο δρόμο, απέναντι στο εθνικό συμφέρον και τον υβριδικό πόλεμο. Είναι να καταγγέλλεις τους μηχανισμούς παρακολούθησης έναντι κάποιας δημοκρατικής λειτουργίας, έστω περιορισμένης. Ηθικό είναι να πεις την ιστορία από την πλευρά των γυναικών που πέφτουν θύματα ενός ανδροκρατούμενου κόσμου, χωρίς να καταφύγεις σε διαπραγμάτευση ταυτοτήτων, αλλά διεκδικώντας την άμβλυνση των ανισοτήτων.
Τα ανοιχτά οικοσυστήματα αντικαθιστούν Μέσα με εσωτερικές κοσμολογίες. Η υπεραξία δεν βρίσκεται πια ούτε στην είδηση, ούτε καν στον τίτλο του Μέσου, αλλά διαφεύγει στην κατασκευή του νοήματος όπως αυτό συντάσσεται σε διαλογικά wordclouds υπό την επιρροή των ίδιων των πλατφορμών. Οι πλατφόρμες είναι τα νέα κανάλια του Μέσου και όλοι είμαστε παραγωγοί περιεχομένου για αυτές. Η δημοσιογραφία δεν είναι μηχανισμός ελέγχου των εξαιρέσεων από τις συνταγματικές εγγυήσεις, τα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, αλλά ενεργός μηχανισμός προώθησης ανταγωνιστικών αξιών και αφηγημάτων. Οι συμπεριφορικές τεχνολογίες θριαμβεύουν, αντανακλώντας την εργαλειακή αντίληψη της κοινωνίας, ήδη ριζωμένη στο διαδίκτυο και τα ψηφιακά Μέσα.
23.01.2023 – ena-institute