Ποιος νίκησε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της Κύπρου; Το ερώτημα μοιάζει ευαπάντητο και εύκολο αν μείνει κανείς στα προφανή της επικράτησης του Νίκου Χριστοδουλίδη και της επιτυχίας του μέχρι πρότινος αουτσάιντερ Ανδρέα Μαυρογιάννη. Ωστόσο, μια βαθύτερη ματιά στις ιδιαιτερότητες της εξαιρετικά νωπής αναμέτρησης είναι ικανές να πείσουν για το σύνθετο του εγχειρήματος.
Βαγγέλης Δ. Μαρινάκης
Μια πρώτη ειδοποιός διαφορά έχει να κάνει με την πλήρη διάψευση των δημοσκοπήσεων. Ενδεικτικό είναι πως όλες οι έρευνες κοινής γνώμης που διεξήχθησαν το τελευταίο διάστημα απέτυχαν να προβλέψουν είτε το δίδυμο του επαναληπτικού γύρου των εκλογών είτε τη μικρή διαφορά των δύο πρώτων (με ορισμένες να αποτυγχάνουν και στα δύο). Κοινή συνισταμένη επίσης η ανεπάρκεια των δημοσκόπων να υπολογίσουν το ακριβές μέγεθος του εύρους της διαφοράς μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου, η οποία αποδείχτηκε πραγματικά ισχνή, αν και αποτελούσε κοινή συνισταμένη η σταδιακή υποχώρηση των αρχικών δημοσκοπικών ποσοστών του προηγούμενου στην «κούρσα» κ. Χριστοδουλίδη και η αντίστοιχη αύξηση των άλλων δύο βασικών υποψηφίων. Μοιάζει έτσι η Κύπρος να προστίθεται στη σειρά εκείνη των χωρών που θέτουν υπό αμφισβήτηση τα παραδοσιακά εργαλεία των μετρήσεων κοινής γνώμης, δημιουργώντας μια εξίσωση που φαντάζει όλο και δύσκολη για όσους μπορούσαν να ισχυριστούν ότι γνωρίζουν «τι θέλει ο κόσμος».
Μια δεύτερη διαπίστωση, παράγωγη της πρώτης, αφορά την αποδυνάμωση του κυπριακού πολιτικού συστήματος και της ιδιαίτερης σημασίας που έδειχναν κάποτε να καταλαμβάνουν εντός αυτού τα πολιτικά κόμματα. Είναι αυτή η συρρίκνωση του άλλοτε ισχυρού ιδεώδους του πολιτικού πατριωτισμού και η απομείωση της ισχύος των άλλοτε ισχυρών κομματικών σχηματισμών. Τόσο η επιτυχία του φαινομένου Χριστοδουλίδη –τον οποίο στήριξαν κομματικοί σχηματισμοί ξένοι προς την πολιτική του μήτρα- όσο και η αντίστοιχη αποτυχία της υποψηφιότητας Αβέρωφ καταδεικνύουν την αποευθυγράμμιση των ψηφοφόρων από την κομματική και πολιτική τους επιλογή και προέλευση. Παρόμοια συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν και από την περίπτωση Μαυρογιάννη, με τον προεδρικό υποψήφιο να υπερβαίνει την κομματική εμβέλεια του ΑΚΕΛ, επιβεβαιώνοντας πως παράγοντας επιτυχίας αποτελεί και η δυνατότητα άντλησης σημαντικών ποσοστών από πολλές κομματικές πηγές.
Υπό αυτή την έννοια το κυπριακό πολιτικό σκηνικό δείχνει να «εξευρωπαΐζεται». Θυμίζοντας την γαλλική περίπτωση, οι κυπριακές προεδρικές εκλογές εξελίσσονται σε μια μάχη με έντονα τα προσωπικά χαρακτηριστικά κάθε υποψήφιου, σε βάρος κομματικών αποφάσεων και κατευθύνσεων. Είναι εντός αυτού του κενού εκπροσώπησης που ανοίγονται προοπτικές για τις υποψηφιότητες σαν των δύο διεκδικητών τη στιγμή που τα παραδοσιακά κόμματα δείχνουν να αδυνατούν να συντονιστούν με μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος.
H σημαντικότερη ωστόσο εξέλιξη αφορά τα βασικά διακυβεύματα των εκλογών. Η συγχρονία μιας σειράς κρίσεων εξωγενών (κορονοϊός, μεταναστευτικό, ενεργειακή κρίση) και ενδογενών (διαφθορά) που έχουν επηρεάσει την Κύπρο έχει αμφισβητήσει την αδιαμφισβήτητη άλλοτε πρωτοκαθεδρία της επίλυσης του κυπριακού ζητήματος. Παρότι παραμένει σημαντικό ζήτημα το κυπριακό στις τελευταίες εκλογές προσμετρήθηκε από τους ψηφοφόρους σε ίσο βαθμό με μια σειρά οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων (εργασιακά, διαφάνεια, στέγαση, κόστος ζωής), γεγονός που αποτυπώθηκε ανάγλυφα στα πεδία στα οποία επέλεξαν να συγκρουστούν.
Υπάρχει ωστόσο κι ένα δυσάρεστο για τις ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις συμπέρασμα που μένει να εξαχθεί. Το αρνητικό για μεγάλο μέρος της κυπριακής κοινωνίας αποτύπωμα της προεδρίας Χριστόφια έχει αναγκάσει το ΑΚΕΛ σε τέτοια υπαναχώρηση που με τη σειρά της οδηγεί στη αποδοχή ενός κοινού παρονομαστή μεταξύ των βασικών υποψηφίων. Έτσι, σε μια κυπριακή παραλλαγή του TINA (ThereIsNoAlternative) το παρασιτικό μοντέλο που συνδέθηκε με την εκτόξευση της Κύπρου με όρους βιοτικού επιπέδου εξακολουθεί να αποτελεί τη σταθερά επί της οποίας διαπραγματεύονται οι αναπτυξιακοί όροι της οικονομίας της Mεγαλόνησου, με τον προεδρικό υποψήφιο του βασικού πυλώνα της Αριστεράς στο νησί να μην προκρίνει παρά μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή του. Ως αποτέλεσμα, από τη σκοπιά της συγκρότησης ενός προοδευτικού πόλου η πρόκριση μιας εντιμότερης λύσης που δεν «τρομάζει» δημιουργώντας τις συνδηλώσεις του 200-8-13 υπονομεύει την ίδια στιγμή την όποια δημιουργία μιας ριζικά πειστικής αντιπρότασης. Η επιτυχία της επιλογής Μαυρογιάννη συνιστά έτσι μια ιδιόρρυθμη αντίφαση, καθώς μέσα στην επιτυχία της δεν αποτελεί ταυτόχρονα και ομολογία αποτυχίας για την συγκρότηση μιας υποψηφιότητας με διαυγέστερο αριστερό πρόσημο.
Έτι μάλιστα πιο ανησυχητικό, πως πέραν των τριών πάγιων εκφραστών του άξονα Αριστεράς-Δεξιάς το νεοφασιστικό ΕΛΑΜ –αδελφό κόμμα της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής- δείχνει να παγιώνεται σταθερά ως ο τέταρτος πόλος, συγκροτώντας έναν σταθερό κορμό ψηφοφόρων, δημιουργώντας έναν ακόμη μοχλό πίεσης προς τη συντηρητικοποίηση της κυπριακής κοινωνίας.
(Ο Βαγγέλης Δ. Μαρινάκης, Πολιτικός Επιστήμονας, ΜSc Δημόσιες Πολιτικές- Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 11ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ)