Ανάλυση του Βασίλη Ζαχαρόπουλου, νομικού, απόφοιτου ΕΣΔΔΑ, επιστημονικού συνεργάτη και εκ των συντονιστών της Ομάδας Υγείας του ΕΝΑ, με αφορμή την πρόσφατη δημοσίευση των ευρημάτων της μεγάλης πανελλαδικής κοινωνικής έρευνας του ΕΝΑ για τους όρους και την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα σήμερα →
Η μεγάλη κοινωνική έρευνα που διεξήγαγε το Ινστιτούτο ΕΝΑ περιείχε ερωτήματα και για το σύστημα υγείας. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε στα ευρήματά της και να επιχιερήσουμε μια πρώτη ανάλυσή τους.
Το πρώτο που παρατηρούμε στα ευρήματα της έρευνας είναι ότι το 81% των ερωτηθέντων και ερωτηθεισών θεωρεί τις δημόσιες πολιτικές που θεσπίζονται και εφαρμόζονται στον τομέα της υγείας καθόλου ή λίγο αποτελεσματικές, ενώ μόνο το 19% τις θεωρεί πολύ ή αρκετά αποτελεσματικές. Αποτυπώνεται επομένως μια απόρριψη της μεγάλης πλειοψηφίας ως προς τις υλοποιούμενες στον χώρο της υγείας παρεμβάσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες. Δεδομένου ότι ιδεολογικός γνώμονας όλων των πολιτικών που εφαρμόζονται από το 2019 ως σήμερα είναι η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα και η εκχώρηση αρμοδιοτήτων του ΕΣΥ σε αυτόν, κάτι που εντάσσεται στη φαρέτρα των λύσεων της νέο-συντηρητικής αντίληψης, φαίνεται ότι η πλειοψηφία δεν συμφωνεί με την πρόκριση τέτοιων λύσεων καθώς τις θεωρεί αρκετά έως πολύ αναποτελεσματικές, ανίκανες δηλαδή να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα το οποίο καλούνται να θεραπεύσουν. Και αυτό είναι παράδοξο διότι η αντίληψη αυτή περιλαμβανόταν στον προεκλογικό πρόγραμμα του κυβερνώντος κόμματος το οποίο υπερψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2019 σε σχέση με αυτές, και είναι συνεπές με τις διακηρύξεις του. Ταυτόχρονα φαίνεται ότι η πανδημία ως λόγος συσπείρωσης της κοινωνίας γύρω από την εκάστοτε κυβέρνηση έχει παύσει να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο ως την πρόσληψη των πολιτικών της από την κοινωνία. Εξάλλου στις δημόσιες πολιτικές για την υγεία που εκτιμώνται ως πολύ ή αρκετά αναποτελεσματικές συμπεριλαμβάνεται και η διαχείριση της τρέχουσας πανδημίας.
Το σπουδαιότερο εύρημα της έρευνας ωστόσο αποτελεί η ιδιωτική δαπάνη υγείας και πως αυτή έχει κινηθεί από το 2019 ως σήμερα. Το 60% των ερωτηθέντων και ερωτηθεισών απάντησε ότι η ιδιωτική δαπάνη τους σχετικά με ζητήματα υγείας, δηλαδή ιατρικές επισκέψεις, φάρμακα και διαγνωστικές εξετάσεις έχει αυξηθεί λίγο ως πολύ. Συνυπολογιζόμενης της μεγάλης συμπίεσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού και της ακρίβειας που μαστίζουν την ελληνική οικονομία, το εύρημα αυτό καθίσταται πολύ ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί στην Ελλάδα. Αυτό το φαινόμενο έχει δύο όψεις. Από τη μία πλευρά βρίσκεται η δημόσια δαπάνη για την υγεία, με άλλα λόγια πόσα χρήματα διαθέτει το κράτος για την παροχή στους πολίτες ποιοτικών υπηρεσιών υγείας (προληπτικών, διαγνωστικών, θεραπευτικών και υπηρεσιών αποκατάστασης). Η Ελλάδα, λοιπόν, δαπανά σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή[1] μόλις το 7,8% του ΑΕΠ της για την υγεία όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 9,9%. Μάλιστα, οι δαπάνες αυτές τελούν υπό ρυθμό αργής αλλά σταθερής μείωσης. Η κατά κεφαλήν δαπάνη για την υγεία στην Ελλάδα αγγίζει μόλις τα 1.603 ευρώ, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται στα 3.523 ευρώ, με άλλα λόγια η Ελλάδα δαπανά λιγότερο από το μισό του μέσου όρου της ΕΕ! Την ίδια στιγμή η δημόσια χρηματοδότηση καλύπτει μόλις το 60% των συνολικών δαπανών για την υγεία, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος φτάνει το 80%. Το 5% του εναπομένοντος ποσοστού καλύπτεται από ιδιωτικές ασφαλίσεις, επομένως το υπόλοιπο 35% αφορά σε αμιγώς ιδιωτικές πληρωμές των νοικοκυριών. Το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου ο οποίος είναι 15,2%.
Σύμφωνα δε με τον ΟΟΣΑ[2] στην Ελλάδα το 2020 οι άμεσες ιδιωτικές πληρωμές των νοικοκυριών (out of pocket payments) αντιστοιχούσαν στο ένα τρίτο τουλάχιστον της συνολικής δαπάνης υγείας της χώρας. Oι δε άτυπες πληρωμές αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών (WHO Regional Office for Europe, 2018). Παρατηρούμε, λοιπόν, ένα πολύ μεγάλο μερίδιο κόστους για υπηρεσίες υγείας να βαρύνει τα νοικοκυριά, τα οποία όπως προκύπτει από την έρευνα δηλώνουν ότι το κόστος αυτών των υπηρεσιών έχει αυξηθεί λίγο ή πολύ από το 2019 ως σήμερα. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να έχει επιπτώσεις στην πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας και την κάλυψη των υγειονομικών αναγκών. Έτσι, το αυξανόμενο κόστος των υπηρεσιών υγείας σε συνδυασμό με την γενικευμένη ακρίβεια θα δημιουργήσει νέα εμπόδια στην πρόσβαση και θα αυξήσει το ποσοστό των ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών που οφείλονται σε οικονομικούς λόγους. Ακάλυπτες ανάγκες υγείας σημαίνει αναποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας να ανταποκριθεί στον ρόλο του. Σημαίνει επιβάρυνση του ΕΣΥ, κυρίως σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, με κόστη υπηρεσιών που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να έχουν αποφευχθεί. Το σημαντικότερο, σημαίνει διακινδύνευση του αγαθού της υγείας και πτώση του επιπέδου ευημερίας των πολιτών καθώς και μείωση της παραγωγικότητάς τους.
Αναλύοντας τις άμεσες ιδιωτικές δαπάνες, αυτές αφορούν σε δαπάνες για φάρμακα σε ποσοστό 13% (4% ο μέσος όρος της ΕΕ), για νοσοκομειακή περίθαλψη σε ποσοστό 11% (1% ο μέσος όρος της ΕΕ), για εξωνοσοκομειακή περίθαλψη (πρωτοβάθμια φροντίδα) το 6,5% και για οδοντιατρική φροντίδα το 4,5%. Εκτιμάται ότι το 25% των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών αφορά σε «φακελάκια», δηλαδή σε άτυπες και παράνομες πληρωμές. Τέλος, οι καταστροφικές δαπάνες για την υγεία έχουν σκαρφαλώσει στο δυσθεώρητο 8% του πληθυσμού, κάτι που οφείλεται στις πολύ υψηλές άμεσες ιδιωτικές δαπάνες. Ως καταστροφικές θεωρούνται οι δαπάνες που αφορούν σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές του νοικοκυριού οι οποίες ξεπερνούν το 40% των συνολικών δαπανών του, αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες κάλυψης βασικών αναγκών (δηλ. για διατροφή, στέγαση και λογαριασμούς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας).
Τα περισσότερα στοιχεία και δεδομένα που προαναφέρθηκαν αφορούν στο έτος 2019, δηλαδή πριν ενσκήψει η πανδημία, η αναποτελεσματική πολιτειακή διαχείρισή της αλλά και οι νομοθετικές εκείνες πρωτοβουλίες που διαμόρφωσαν το κανονιστικό και ρυθμιστικό πλαίσιο με το οποίο αποστεώνεται το ΕΣΥ και εκχωρούνται άμεσα ή έμμεσα, ενεργητικά ή παθητικά αρμοδιότητες στον ιδιωτικό τομέα της υγείας. Αυτό έγινε με δύο βασικούς νόμους: πρώτον, με τον νόμο 4931/2022 όπου στο άρθρο 33 δίδεται τη δυνατότητα σε ιδιώτες ιατρούς να παρέχουν υπηρεσίες ΠΦΥ και στις δημόσιες δομές ΠΦΥ να συνεργάζονται με φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, ιδιώτες παρόχους ΠΦΥ, πολυϊατρεία και ιδιώτες ιατρούς, και δεύτερον με τον νόμο 4999/2022 όπου στα άρθρα 7 και 10 νομοθετείται κάτι αντίστοιχο με την ΠΦΥ αλλά αυτή τη φορά στα δημόσια νοσοκομεία (σ.σ: είναι πλέον ανάγκη να μιλάμε και να γράφουμε για «δημόσια νοσοκομεία αφού ο ν.4999/2022 στο άρθρο 42 δίνει τη δυνατότητα χρήσης του τίτλου «ιδιωτικό νοσοκομείο» και σε ιδιωτικές κλινικές). Το νέο αυτό νομοθετικό πλαίσιο αναμένεται να κατευθύνει ολοένα και περισσότερους και περισσότερες στον ιδιωτικό τομέα υγείας, αυξάνοντας έτσι τις άμεσες ιδιωτικές πληρωμές σε εποχές ύφεσης και μεγάλης ακρίβειας που πλήττει και τον τομέα της υγείας. Ταυτόχρονα αναμένεται να αυξηθούν τα προσκόμματα πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, οπωσδήποτε αυτά που οφείλονται σε οικονομικούς παράγοντες, που ως γνωστό πλήττουν με ιδιαίτερη ένταση τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, διευρύνοντας έτσι και εμβαθύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες.
Κλείνοντας, ενδιαφέρον παρουσιάζει το πολύ μικρό ποσοστό ιδιωτικής ασφάλισης υγείας (5%). Αποδεικνύει την ως τώρα προτίμηση των Ελλήνων και Ελληνίδων στη δημόσια ασφάλιση και το ΕΣΥ παρά τα προβλήματα και τις παθογένειές του. Αυτό που θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής στόχευσης και περαιτέρω παρακολούθησης είναι πως οι προειρημένοι νόμοι θα επηρεάσουν το ποσοστό ιδιωτικής ασφάλισης υγείας και για ποιους λόγους. Η προϊούσα εύνοια και προτεραιοποίηση του ιδιωτικού τομέα υγείας ως λύση για όλα τα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ΕΣΥ αναμένεται να κατευθύνει πελάτες στις ασφαλιστικές εταιρίες οι οποίες διαχρονικά διαμαρτύρονται για την μεροληψία του κράτους απέναντι στο ΕΣΥ. Τώρα που αυτό αποδυναμώνεται ανοίγει πεδίο άγρας πελατών και αύξησης του κύκλου εργασιών τους, ωστόσο δεν διασφαλίζεται η ορθή και αποτελεσματική κάλυψη των αναγκών υγείας του πληθυσμού, κάτι που πρέπει να είναι αρμοδιότητα του κράτους και όχι της αγοράς.
[1] OECD, Health at a Glance: Europe 2022, State of Health in the EU Cycle
[2] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, State of Health in the EU · Ελλάδα · Προφίλ Υγείας 2021