Ο σεισμός της Τουρκίας με το ασύλληπτο μέγεθος καταστροφών που προκάλεσε, μας υπενθύμισε ότι πέρα από την ευλογία να ζούμε σε μια από τις ομορφότερες χώρες του κόσμου, ζούμε και σε μια από τις πιο σεισμικά επικίνδυνες γειτονιές της Ευρώπης.
Του Άρη Χατζηδάκη
Ας προσπαθήσουμε ,αυτή την φορά , να μην ξεχαστούν γρήγορα αυτές οι εικόνες, όπως είναι στην ανθρώπινη φύση , τουλάχιστον όχι πριν βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα και υιοθετήσουμε τα μακρόχρονα και δυστυχώς επίπονα και κοστοβόρα μέτρα για την μείωση της σεισμικής διακινδύνευσης στην χώρα μας.
Ο σεισμός της Τουρκίας ήταν ένας πολύ μεγάλος καταστροφικός σεισμός. Ας μην ξεχνάμε ότι από του 6 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ στους 8 η ενέργεια που εκλύει ο σεισμός είναι χίλιες φορές μεγαλύτερη. Παρατηρήθηκαν στην περιοχή που έπληξε επιταχύνσεις στο έδαφος υπερδιπλάσιες από αυτές που προβλέπουν οι σύγχρονοι κανονισμοί τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας. Η σεισμική φόρτιση λοιπόν υπερέβη κατά πολύ την στατιστικώς αναμενόμενη σχεδιασμού των κτηρίων.
Δεν έχει νόημα να αρχίσουμε από μακριά μια προσπάθεια αποτίμησης αν αυτό που είδαμε ήταν αναμενόμενο και τι φταίει. Οι βλάβες ήταν δεδομένες, η έκταση τους όμως θέλει σοβαρότερη έρευνα. Η ποιότητα των κατασκευών δεν εξαρτάται ασφαλώς μόνο από τους καλούς μηχανικούς και τους καλούς Κανονισμούς. Σε αυτό δεν πάσχουν οι γείτονες μας. Η ποιότητα των κατασκευών είναι αποτέλεσμα ενός ολόκληρου κατασκευαστικού συστήματος που περιλαμβάνει την τεχνική κουλτούρα, την ποιότητα των υλικών, τις οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους και την ποιότητα του εργατικού δυναμικού, κλπ. Εδώ πιστεύω ότι η χώρα μας είναι σε πολύ καλύτερο επίπεδο «κατασκευαστικού πολιτισμού». Ελπίζουμε όταν η φάση των άμεσων επουλώσεων τελειώσει ένα κλιμάκιο του ΟΑΣΠ να κάνει μια συστηματικότερη προσπάθεια να διδαχθούμε από την τραγωδία.
Η σεισμική διακινδύνευση , δηλαδή οι αναμενόμενες καταστροφές σε μια περιοχή είναι ανάλογη του μεγέθους του σεισμού, της τρωτότητας των κτηρίων (ποιότητας) και της έκθεσης που εξαρτάται από την πυκνότητα της ανθρώπινης παρουσίας. Στην Τουρκία και οι τρεις παράγοντες ήταν δυσμενείς.
Πώς μπορούμε λοιπόν να προφυλαχθούμε.
Για την ένταση του σεισμού, δεν μπορούμε να επηρεάσουμε το φυσικό φαινόμενο, πέρα από να προσεγγίσουμε καλύτερα την πιθανότητα εμφάνισης η υπέρβασης κάποιου μεγέθους του. Ήδη στον ΟΑΣΠ επεξεργαζόμαστε την επικαιροποίηση του χάρτη σεισμικών ζωνών της χώρας προετοιμαζόμενοι για την υιοθέτηση της επόμενης γενιάς Ευρωπαϊκών Κανονισμών. Η υιοθέτηση υψηλότερων στατιστικά αναμενόμενων τιμών σχεδιασμού των κτηρίων θα οδηγήσει ασφαλώς σε υψηλότερο αρχικό κόστος κατασκευής, αν όμως σχεδιάζουμε, όπως οφείλουμε πλέον, με κριτήριο την οικονομικότητα και τις περιβαλλοντικές παραμέτρους στην διάρκεια ζωής του κτηρίου, τότε η αρχική επιπλέον δαπάνη με τον περιορισμό των βλαβών αποσβένεται γρήγορα.
Ο δεύτερος παράγοντας δηλαδή η τρωτότητα των κτηρίων είναι ίσως η πιο δύσκολη πλευρά της εξίσωσης. Για τα νέα κτήρια τα πράγματα είναι απλά , σχεδιάζονται με υψηλά στάνταρ. Το μεγάλο πρόβλημα είναι το υπάρχον κτηριακό απόθεμα που ούτε είναι δυνατόν ούτε πρέπει να αντικατασταθεί. Στην χώρα μας χοντρικά άνω του 70% των κτηρίων είναι σαφώς πιο τρωτό από τα σύγχρονα κτήρια. Ας θυμηθούμε ότι το 1986. Βελτιώσαμε τις διατάξεις του Κανονισμού του 1959 αλλά το 1995 κάναμε μια τομή και αναθεωρήσαμε τους σεισμικούς συντελεστές με διπλασιασμό τους περίπου. Άρα ακόμα και χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν μας την γήρανση και την έλλειψη συντήρησης υπάρχει μια δυνητική ανεπάρκεια τουλάχιστον 1: 3 στις παλαιότερες κατασκευές. Σε κάθε περίπτωση η τακτική συντήρηση των κατασκευών και η χρήση τους σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο μελετήθηκαν είναι προϋπόθεση καλής συμπεριφοράς τους σε ένα σεισμό.
Το πρόβλημα της αναβάθμισης των υπαρχόντων κτηρίων είναι νομίζω το μεγάλο ουσιαστικό μας καθήκον αν πέρα από ευχές και αναλύσεις θέλουμε να κάνουμε κάτι για να περιορίσουμε την σεισμική διακινδύνευση στην χώρα μας. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό αφορά όλη την Ευρώπη, σε διαφορετικό βαθμό κάθε χώρα βέβαια, αλλά 19 Ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζουν τον σεισμό ως βασικό κίνδυνο. Τον Οκτώβριο του 2020 Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε μια σημαντική πρωτοβουλία το «Κύμα ανακαινίσεων για την Ευρώπη – οικολογικά κτίρια, θέσεις εργασίας, καλύτερη ζωή» που καλείται να αντιμετωπίσει την διπλή πρόκληση της ενεργειακής απόδοσης και της προσιτής τιμής. Παρόλο που συμφωνούμε με την έννοια μιας ευρύτερης και ολοκληρωμένης προσέγγισης για την ανακαίνιση των κτιρίων, πρέπει να σημειώσουμε ότι η προσέγγιση που παρουσιάζεται στην ανακοίνωση της ΕΕ απέχει πολύ από μια ολιστική αντίληψη του προβλήματος της διατήρησης και αναβάθμισης των επιδόσεων των υπαρχόντων κτιρίων και υποδομών. Θεωρούμε ότι το να επενδύει κανείς στην ενεργειακή αναβάθμιση ενός κτιρίου παραβλέποντας την δομική του ασφάλεια είναι παράλογο, ιδιαιτέρως σε περιοχές με αυξημένο σεισμικό κίνδυνο, όπου, το πρώτο σοβαρό σεισμικό επεισόδιο θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο για το ενεργειακά αναβαθμισμένο αλλά μη ασφαλές κτίριο.
Σε χώρες με υψηλή σεισμικότητα όπως η Ιταλία έχει γίνει ήδη σοβαρή προσπάθεια να συνδυαστεί η ανάγκη της ενεργειακής με την σεισμική αναβάθμιση των κτηρίων. Έχει καταγραφεί η σεισμική διακινδύνευση σε κάθε περιοχή και υπάρχει μεθοδολογία αποτίμησης και βαθμονόμησης της σεισμικής διακινδύνευσης κάθε κτηρίου , ανάλογη με την ενεργειακή του βαθμονόμηση. Η βαθμονόμηση και η γνώση της τρωτότητας των κτηρίων, είναι το βασικό εργαλείο χάραξης μιας εθνικής πολιτικής σεισμικής αναβάθμισης. Ήδη ο ΟΑΣΠ με την 3η Αναθεώρηση του ΚΑΝ.ΕΠΕ μετά από πρόταση κοινής επιστημονικής επιτροπής ΤΕΕ- ΟΑΣΠ, θεσμοθέτησε κλίμακα σεισμικών κλάσεων για τα κτήρια της χώρας μας ανάλογη με την Ιταλική. Αυτή μπορεί να χρησιμεύσει για την αντικειμενική θέσπιση κινήτρων βελτίωσης της σεισμικής κλάσης των κτηρίων της χώρας.
Τα προβλήματα για την βελτίωση της σεισμικής κλάσης των κτηρίων της χώρας δεν είναι μόνο οικονομικά. Στην κυρίαρχη μορφή κτηρίων στα αστικά κέντρα δηλαδή τις πολυώροφες οικοδομές με συνιδιοκτησία τα νομικά θέματα δεν είναι μικρότερα. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη να θεσπιστούν κίνητρα και πόροι για το σκοπό αυτό τόσο σε Εθνικό όσο και Ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην κατεύθυνση αυτή της ολιστικής αντιμετώπισης είναι το Δημόσιο που πρέπει να δώσει το παράδειγμα του υποδειγματικού ιδιοκτήτη. Δεν θα πρέπει να προχωρά σε ανακαινίσεις , τουλάχιστον ριζικές, σε κρίσιμα δημόσια κτήρια (Νοσοκομεία, σχολεία, αστυνομικά τμήματα, διοικητικά κέντρα κλπ. ) χωρίς προηγούμενο στατικό έλεγχο και τις απαραίτητες ενισχύσεις. Δυστυχώς στις προκηρύξεις για τα προγράμματα εξοικονομώ που αφορούν Δημόσια κτήρια δεν τίθενται τέτοιες προϋποθέσεις.
Ο τρίτος παράγοντας της διακινδύνευσης είναι η «έκθεση» στον κίνδυνο που έχει να κάνει με την πυκνότητα της δόμησης και την ένταση της χρήσης, την συγκέντρωση αξιών, την πυκνότητα πληθυσμού κλπ. Προφανώς η έκθεση στις μεγαλουπόλεις αλλά και τα τουριστικά ιστορικά κέντρα είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ ότι στο ύπαιθρο. Εδώ μέτρα πολεοδομικού χαρακτήρα μπορούν να βελτιώσουν κάπως την κατάσταση απαιτούν όμως ειδική μελέτη και ίσως παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας.
Ο ΟΑΣΠ σε συνεργασία με το Υπουργείο πολιτικής Προστασίας θα επιδιώξει σε συνεργασία με το ΤΕΕ την σύνταξη μιας επικαιροποιημένης ψηφιακής βάσης σεισμικής διακινδύνευσης της χώρας αξιοποιώντας τα αποτελέσματα της πρόσφατης απογραφής και την εμπειρία του ΤΕΕ από ανάλογο πρόγραμμα το ΕΠΑΝΤΥΚ του 2000, που είχε βασιστεί στην απογραφή του 2000.
Σε πρώτη φάση θα μπορούσαν να τεθούν σαν πρώτες σκέψεις τα παρακάτω.
Καλλιέργεια της ανάγκης για σεισμική αναβάθμιση των υπαρχόντων κτηρίων ανάλογα με τον βαθμό τρωτότητας τους. Η αναβάθμιση αυτή λογικά προηγείται της ενεργειακής αναβάθμισης και θα έπρεπε να υπάρχουν κίνητρα γι’ αυτό. Για τον στατικό έλεγχο των αυθαιρέτων έχει δοθεί κίνητρο μείωσης του προστίμου.
Παράλληλα επισήμανση του ρόλου της τακτικής συντήρησης των κτηρίων και της τακτικής επιθεώρησης από μηχανικό.
Να γίνει υποχρεωτική η σεισμική αναβάθμιση σε πρώτη φάση για τα στρατηγικού χαρακτήρα δημόσια κτήρια και να προηγείται στις περιπτώσεις που προγραμματίζονται σε αυτά επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας. ( ριζικές ανακαινίσεις ,αλλαγές διαμερισμάτωσης κλπ).
Να καθιερωθεί ένα είδος πιστοποιητικού δομικής τρωτότητας για τα κτήρια, κατά το πρότυπο του ΔΕΔΟΤΑ ,ανεξάρτητο από την διαδικασία νομιμοποίησης των αυθαιρέτων, ώστε να αφορά όλα τα κτήρια. Αυτό θα μπορούσε να συσχετιστεί με την ηλεκτρονική ταυτότητα του κτηρίου όπως καθιερώθηκε στον νόμο για τον Έλεγχο και Προστασία του Δομημένου Περιβάλλοντος. Να γίνει υποχρεωτικό κατ’ αρχήν στις μεταβιβάσεις και τις ενοικιάσεις ακινήτων . Είναι απαράδεκτο να απαιτείται Ενεργειακό Πιστοποιητικό και όχι δομικής κατάστασης. Νομικά επιβάλλεται τόσο για λόγους δημοσίου συμφέροντος ( ασφάλεια ) όσο και προστασίας του καταναλωτή. ( ασύμμετρη πληροφόρηση)
Σε κάθε περίπτωση εφ’ όσον ο κύριος ενός κτηρίου προκρίνει την σεισμική παράλληλα με την ενεργειακή αναβάθμιση του ακινήτου του να είναι και οι εργασίες ενίσχυσης επιλέξιμες επίσης για την όποια κρατική-κοινοτική συμβολή.
Άρης Χατζηδάκης, Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ, Αναπληρωτής Πρόεδρος ΟΑΣΠ, τέως Πρόεδρος Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πολιτικών Μηχανικών