Αν το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη μπορεί να ενισχύσει ένα αντισυστημικό ρεύμα, ανάλογο με εκείνο των αρχών της περασμένης 10ετίας που οδήγησε στον εκλογικό σεισμό του 2012, είναι δύσκολο να απαντηθεί αυτή την ώρα. Οι αναλύσεις –και τα ερευνητικά δεδομένα στα οποία βασίζονται– διατυπώνονται σε ένα εξαιρετικά φορτισμένο περιβάλλον. Με τον θυμό και την απογοήτευση να κυριαρχούν, αλλά το αν και πώς αυτό θα εκδηλωθεί, πολιτικά και εκλογικά, να μην έχει ακόμη διαφανεί.
Του Ευτύχη Βαρδουλάκη
Παρά το ότι τα τελευταία χρόνια, με διάφορες αφορμές, εκδηλώθηκαν κάποιες κινήσεις με αντισυστημικό υπόβαθρο (π.χ. αντιεμβολιαστικό κίνημα), κανένα από τα γεγονότα-ορόσημα της περιόδου αυτής δεν είχε αντίκτυπο ανάλογο αυτού της σιδηροδρομικής τραγωδίας. Εξ ου και οι πιθανότητες αναβίωσης ενός αντισυστημικού κλίματος είναι σήμερα μεγαλύτερες.
Το γεγονός ότι η πλειοψηφία θεωρεί το δυστύχημα απόρροια της διαχρονικής αδυναμίας του κράτους να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία του, επηρεάζει σημαντικά τον δείκτη πολιτικής εμπιστοσύνης, δημιουργώντας έτσι τη βασικότερη προϋπόθεση για την ενίσχυση ενός αντισυστημικού ρεύματος.
Συνακόλουθα, οι όποιες θετικές ειδήσεις, ακόµη και για σημαντικά οικονομικά ή κοινωνικά ζητήματα, δεν θα ακούγονται εύκολα. Η τοξικότητα στον δημόσιο λόγο θα αυξηθεί. Ο καταγγελτικός λόγος, από κόμματα και ΜΜΕ, θα γίνει εντονότερος.
Η αντισυστημική δυναμική μοιάζει να αναπτύσσεται περισσότερο στις νεότερες ηλικίες. Αναμενόμενο εν πολλοίς, δεδομένου ότι παγκοσμίως η ηλικιακή τομή στην πολιτική και εκλογική συμπεριφορά είναι η πλέον ορατή. Τόσο οι millennials όσο και η Generation Z είναι γενιές που μεγαλώνουν εν μέσω συνεχών κρίσεων. Αυτό εντείνει την ανασφάλειά τους και τροφοδοτεί τον ριζοσπαστισμό τους, οδηγώντας τους άλλοτε να επιζητούν την ενίσχυση του κοινωνικού-προστατευτικού κράτους, άρα και σε πιο «αριστερές» εκφάνσεις, και άλλοτε σε λογικές (κοινωνικής – εθνικής) περιχαράκωσης, ενδυναμώνοντας κυρίως κόμματα της αντισυστημικής Δεξιάς.
Ειδικότερα στη χώρα µας οι συνθήκες πολιτικοποίησης των νέων ψηφοφόρων δεν μπορούν να αγνοούνται. Η πλειονότητα είχε την πρώτη της επαφή με την πολιτική τα χρόνια της κρίσης. Το «φορτίο πολιτικής μνήμης» επηρεάζει την πολιτική συμπεριφορά και παγιώνει τις προσεγγίσεις μέσα από το αναλυτικό πρίσμα εκείνης της ριζοσπαστικοποιημένης περιόδου: «Παλιό – νέο», «ελίτ – λαός», «συστημικοί – αντισυστημικοί» και όλο αυτό με περίσσια συναισθηματική φόρτιση. Για αρκετό κόσμο –όχι μόνο νέους, αλλά όλους όσοι πολιτικοποιήθηκαν βιαίως την περίοδο εκείνη– είναι δύσκολο να κινηθούν έξω από αυτό το αναλυτικό σχήμα.
Μια ψύχραιμη και ρεαλιστική αποτίμηση του οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος δεν δείχνει χώρα στα όρια της κοινωνικής έκρηξης.
Το δυστύχημα στα Τέμπη επαναφέρει στο προσκήνιο τους «εχθρούς» εκείνης της περιόδου. Τους «ανίκανους» πολιτικούς. Τα «διεφθαρμένα ΜΜΕ». Τα κάθε λογής «συμφέροντα» που λυμαίνονται τη χώρα. Με την τραγωδία να λειτουργεί και ως αφορμή εκδήλωσης ανησυχιών που υπερβαίνουν το γεγονός αυτό καθαυτό, όπως έχει συμβεί και άλλες φορές στο παρελθόν.
Υπάρχουν, ωστόσο, και συνθήκες που δεν ευνοούν την περαιτέρω ενίσχυση ενός αντισυστημικού ρεύματος.
Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει η άφθαρτη πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να ενισχύσει και να εκφράσει αυτό το ρεύμα. Στις αρχές του 2012 υπήρχαν άφθαρτα κόμματα, υπήρχε ένας αδοκίμαστος και επικοινωνιακά ταλαντούχος ανερχόμενος ηγέτης, ενώ τα παλαιά κόμματα κατέρρεαν από την αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης και τις ευθύνες που τους καταλογίζονταν. Σήμερα οι πάντες έχουν δοκιμαστεί. Κανένα (από τα μεγάλα τουλάχιστον) κόμμα δεν μπορεί να παίξει ανάλογο ρόλο και κανένα από τα μικρά δεν φαίνεται (αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον) να μπορεί να έχει πολιτική εκτόξευση ανάλογη με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ ή ακόμη και της Χρυσής Αυγής, το 2012. Οι διαψεύσεις και η πολιτική «απομάγευση» αφορούν πλέον τους πάντες.
Και η ελληνική κοινωνία, όμως, δεν είναι ίδια. Οσο και αν στο υφιστάμενο κλίμα κάθε αναφορά σε θετικές ειδήσεις προκαλεί αντιδράσεις, η πραγματικότητα είναι ότι οι κοινωνικές και κυρίως οι οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα σήμερα είναι διαφορετικές από εκείνες των αρχών της περασμένης 10ετίας. Πριν από λίγες ημέρες, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ρυθμό ανάπτυξης 5,9% και περαιτέρω μείωση της ανεργίας. Στις αρχές της περασμένης 10ετίας είχαμε ύφεση 7% ετησίως ενώ η ανεργία είχε ξεπεράσει το 27%. Σε μια σειρά από σημαντικούς τομείς υπάρχει η αίσθηση πως η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Παρά το ότι τα οφέλη της μακροοικονομικής βελτίωσης δεν γίνονται ορατά, λόγω της πληθωριστικής κρίσης, αλλά και της μικρότερης συμμετοχής των νεότερων ηλικιών στην όποια οικονομική ανάπτυξη, μια ψύχραιμη και ρεαλιστική αποτίμηση του οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος δεν δείχνει χώρα στα όρια της κοινωνικής έκρηξης. Αντιθέτως, το τμήμα του πληθυσμού που δεν θέλει η χώρα να ξαναμπεί σε μια πολιτική περιδίνηση παραμένει σημαντικό.
Ως εκ τούτου, πολλά θα εξαρτηθούν από τις αποφάσεις στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης. Για την κυβέρνηση, η πρόκληση είναι να μπορέσει να διατυπώσει ένα θετικό αφήγημα σε ένα ιδιαίτερα βεβαρημένο περιβάλλον. Για τη δε αντιπολίτευση (ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ), να μη φανεί ότι επιχειρεί να εκμεταλλευθεί πολιτικά μια τραγωδία, αλλά και να μην παρασυρθεί σε μια ρητορική η οποία υπερβαίνει και την ίδια.
Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ