Στις 23 Μαρτίου 1839, τα αρχικά «O.K.» δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην εφημερίδα The Boston Morning Post. Εμφανίστηκε ως συντομογραφία του «oll korrect», που ήταν μια δημοφιλής ανορθογραφία στην αργκό, του «all correct» εκείνη την εποχή.
Στην έκδοση του Σαββάτου της Boston Morning Post, ο συντάκτης Τσαρλς Γκόρντον Γκριν προσπάθησε να κοροϊδέψει την Providence Journal εισάγοντας τη συντομογραφία «Ο.Κ.» στο τέλος μιας παραγράφου. Αντί να προκαλέσει μόνο μερικά γέλια, το αστείο του μπήκε στο αμερικανικό λαϊκό λεξιλόγιο.
Η δημοτικότητά του εκτοξεύτηκε όταν το χρησιμοποίησαν οι πολιτικοί. Όταν ο τότε πρόεδρος Μάρτιν Βαν Μπούρεν επρόκειτο να επανεκλεγεί, οι Δημοκρατικοί υποστηρικτές του οργάνωσαν μια ομάδα οπαδών για να επηρεάσουν τους ψηφοφόρους. Αυτή η ομάδα ονομαζόταν επίσημα «Ο.Κ. Club», το οποίο αναφερόταν τόσο στο παρατσούκλι του Βαν Μπούρεν «Old Kinderhook» (βασισμένο στη γενέτειρά του, το Kinderhook της Νέας Υόρκης), όσο και στον όρο που έγινε πρόσφατα δημοφιλής στις εφημερίδες. Την ίδια στιγμή, το αντίπαλο Κόμμα των Ουίγων χρησιμοποίησε το «OK» για να δυσφημήσει τον πολιτικό μέντορα του Βαν Μπούρεν, Άντριου Τζάκσον. Σύμφωνα με τους Ουίγους, ο Τζάκσον επινόησε τη συντομογραφία “OK” για να καλύψει τη δική του ορθογραφία του “all correct”.
Από εκεί και πέρα, το «Ο.Κ.» καθιερώθηκε στις ΗΠΑ.
Ο Άλαν Μέτκαλφ στο βιβλίο του «OK: The Improbable Story of America’s Greatest Word» θεωρεί το «Ο.Κ.», ως τη πιο συχνά ομιλούμενη ή γραπτή λέξη στον πλανήτη. Το OK χρησιμοποιείται ως δάνεια λέξη στις περισσότερες γλώσσες.
Προφανώς, η ηγετική θέση της Βρετανίας στο παγκόσμιο σύστημα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και οι ΗΠΑ οι οποίες ανέλαβαν την ηγεσία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαμορφώνοντας μια παγκόσμια γεωκουλτούρα βασισμένη στην αγγλική γλώσσα, έπαιξαν ρόλο στη διάδοση του «Ο.Κ.».