Η Ελλάδα -ή πιο σωστά οι κυβερνητικές επιλογές- “σκοτώνει” τα παιδιά μας, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat
Τα συγκεντρωτικά στοιχεία για την απειλή της φτώχειας στη νεολαία της ΕΕ που δημοσιοποίησε οπτικοποιημένα η Eurostat καταδεικνύουν την δραματική κατάσταση στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της Κομισιόν το 2021, το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης μεταξύ των νέων (ηλικίας 15-29 ετών) ήταν 6,1%, ενώ το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης μεταξύ του συνολικού πληθυσμού (όλα τα άτομα που ζουν σε ιδιωτικά νοικοκυριά ηλικίας 0 ετών και άνω ) ήταν ελαφρώς υψηλότερο στο 6,3%.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, το υψηλότερο ποσοστό των νέων που υπέστησαν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις το 2021 καταγράφηκε στη Ρουμανία (23,1%), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (18,7%) και την Ελλάδα (14,2%).
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας στην ΕΕ ήταν υψηλότερο για τους νέους ηλικίας 15-29 ετών από ό,τι για το συνολικό πληθυσμό (20,1% έναντι 16,8%· διαφορά 3,3 ποσοστιαίες μονάδες ή π.μ.). Η Ελλάδα κατέγραψε την δεύτερη χειρότερη επίδοση, με ποσοστό άνω του 25%, πίσω μόνο από τη Δανία.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό (31.4%) μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που εξετάστηκαν για το ποσοστό ανεργίας νέων ηλικίας 15-24 ετών
Για μια ακόμη χρονιά η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή στο ποσοστό ανεργίας νέων το 2022 σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat.
Άνεργοι θεωρούνται όσοι πληρούν και τις τρεις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- Είναι χωρίς εργασία την εβδομάδα αναφοράς.
- Είναι διαθέσιμοι για έναρξη εργασίας εντός των επόμενων δύο εβδομάδων
- Αναζητούν ενεργά εργασία τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες ή έχουν ήδη βρει δουλειά για να ξεκινήσουν μέσα στους επόμενους τρεις μήνες.
Μακροχρόνια άνεργοι είναι όσοι πληρούν τις παραπάνω τρεις προϋποθέσεις και επιπλέον είναι άνεργοι για 12 ή περισσότερους μήνες.
Στο 31,4% η ανεργία νέων στην Ελλάδα το 2022
Η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό (31.4%) μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που εξετάστηκαν για το ποσοστό ανεργίας νέων ηλικίας 15-24 ετών. Η Ισπανία ακολουθεί πολύ κοντά με 29.8% και τρίτη έρχεται η Ιταλία με 23,7%.
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό (5.9%). Η Τσεχία, η Ολλανδία, η Μάλτα και για πρώτη χρονιά και η Αυστρία διατηρούν χαμηλά ποσοστά κάτω του 10%.
Από τις χώρες που εξετάστηκαν, μπορούμε να τις ομαδοποιήσουμε σε 4 ομάδες, σύμφωνα με το ποσοστό ανεργίας νέων το 2022.
- Τις κορυφαίες δυο με ποσοστά κοντά στο 30% (Ελλάδα και Ισπανία).
- Τις χώρες με σχετικά μεσαία επίπεδα ανεργίας, μεταξύ 14% και 24%.
- Τις χώρες με σχετικά χαμηλά επίπεδα, μεταξύ 10% και 12%.
- Τις χώρες με τα μικρότερα ποσοστά κάτω του 10%.
Κορυφαία η Ελλάδα και στους μακροχρόνια άνεργους
Η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό (7,7%) μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που εξετάστηκαν και για το ποσοστό μακροχρόνια ανέργων. Ακολουθεί ξανά η Ισπανία με 5% και η Ιταλία με 4,6%.
Στην αντίπερα όχθη η Πολωνία προστίθεται στις χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό, με τη Δανία να καταγράφει το ελάχιστο (0,5%). Αμέσως μετά βρίσκεται η Τσεχία με 0,6%, ενώ η Γερμανία κατέχει την έκτη θέση από το τέλος με 1% ποσοστό μακροχρόνια ανέργων.
Εδώ παρατηρούμε ότι η Ελλάδα ηγείται των υπόλοιπων χωρών με τη μεγαλύτερη ποσοστιαία διαφορά. Η Ισπανία, η Ιταλία και η Σλοβακία είναι οι μόνες με ποσοστό άνω του 4%, ενώ όλες οι υπόλοιπες χώρες κινούνται κάτω του 3%.
Συνολικά, η Ελλάδα παρουσιάζει τα υψηλότερα ποσοστά τόσο στην ανεργία νέων όσο και στη μακροχρόνια ανεργία, καθιστώντας τη χώρα πρωτοπόρο σε αυτά τα δύο στατιστικά. Αντίθετα, χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, και η Τσεχία παρουσιάζουν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά τόσο στην ανεργία νέων όσο και στη μακροχρόνια ανεργία.
Ωστόσο, να αναφέρουμε ότι η Ελλάδα εμφανίζει φθίνουσα τάση τα τελευταία έτη και στα δύο εν λόγω στατιστικά στοιχεία. Μάλιστα, το 2022 η ανεργία νέων ήταν 4,1% μικρότερη σε σχέση με το 2021, η μεγαλύτερη μείωση που κατέγραψε τα τελευταία 8 χρόνια.
Όσον αφορά τους μακροχρόνια ανέργους, η χώρα μας έχει μειώσει περισσότερο από το μισό το ποσοστό από το 2014 (17,5%) και κάθε χρόνο μειώνεται κατα μέσο όρο 1,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Τι ισχύει στην Ευρώπη
Από εκεί και πέρα, το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ ήταν 6,0% από 6,1% τον Ιανουάριο και από 6,2% τον Φεβρουάριο του 2022, με την Ελλάδα να καταγράφει ποσοστό της τάξης του 11,4%
Η Eurostat εκτιμά ότι 13,120 εκατομμύρια άτομα στην ΕΕ, εκ των οποίων τα 11,142 εκατομμύρια στη ζώνη του ευρώ, ήταν άνεργοι τον Φεβρουάριο του 2023. Σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2023, η ανεργία μειώθηκε κατά 24 χιλιάδες στην ΕΕ και κατά 59 χιλ. στην ευρωζώνη. Σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο του 2022, η ανεργία μειώθηκε κατά 247 χιλιάδες στην ΕΕ και κατά 257 χιλ. στην ευρωζώνη.
Νεανική ανεργία
Τον Φεβρουάριο του 2023, 2,799 εκατομμύρια νέοι (κάτω των 25 ετών) ήταν άνεργοι στην ΕΕ, εκ των οποίων τα 2,283 εκατομμύρια ήταν στη ζώνη του ευρώ. Τον Φεβρουάριο του 2023, το ποσοστό ανεργίας των νέων ήταν 14,5% στην ΕΕ και 14,4% στην ευρωζώνη, αντίστοιχα από 14,4% και σταθερή σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα.
Σε σύγκριση με τον Ιανουάριο, η ανεργία των νέων αυξήθηκε κατά 22 χιλιάδες στην ΕΕ και κατά 2 χιλιάδες στην ευρωζώνη. Σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο του 2022, η νεανική ανεργία αυξήθηκε κατά 173 χιλιάδες στην ΕΕ και κατά 125 χιλιάδες στην ευρωζώνη.
Ανά φύλο
Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών ήταν 6,4% τον Φεβρουάριο στην ΕΕ, σταθερό σε σύγκριση με τον Ιανουάριο.
Το ποσοστό ανεργίας για τους άνδρες ήταν 5,7%, επίσης σταθερό σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα.
Στην ευρωζώνη, το ποσοστό ανεργίας για τις γυναίκες ήταν 7,0%, από 7,1% τον Ιανουάριο.
Το ποσοστό για τους άνδρες ήταν 6,2%, σταθερό σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα.
Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις, τον περασμένο Σεπτέμβριο, με τίτλο «Νεανική ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα: Μια ποσοτική προσέγγιση» , η οποία εστιάζει περισσότερο στα περιγραφικά χαρακτηριστικά των νέων και στην εργασιακή κατάστασή τους σε διάφορες φάσεις της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία. Επίσης, οι ερευνητές αντλούν επιπλέον δεδομένα για τις χρονιές 2004 έως 2019 από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, μια δειγματοληπτική έρευνα που πραγματοποιείται τέσσερις φορές τον χρόνο και καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού της χώρας.
Η μερική απασχόληση είναι σχετικά αυξημένη στις νεότερες ηλικίες, ωστόσο οι περισσότεροι νέοι εξακολουθούν να δουλεύουν full-time. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζόμενων νέων -περισσότεροι από 8 στους 10- εργάζονται με πλήρη απασχόληση. Βεβαίως, το ποσοστό εκείνων που εργάζονται με μερική απασχόληση, από το 2008 μέχρι το 2019 έχει υπερδιπλασιαστεί (από 8,4% σε 18,7%).
Πού δουλεύουν όμως οι εργαζόμενοι νέοι εκείνη την περίοδο; Ο τουρισμός φαίνεται να κυριαρχεί ως κλάδος για τις δύο ομάδες “πιο νέων” νέων (15-19 ετών και 20-24 ετών), ενώ οι “πιο μεγάλοι” νέοι 25-29 ετών απασχολούνται περισσότερο στο εμπόριο. Ωστόσο, σε όλες τις κατηγορίες των νέων ο τουρισμός αυξάνει σημαντικά το μερίδιό του από το 2008 μέχρι το 2019, κάτι που έρχεται σε συμφωνία με τη μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε ο κλάδος, ειδικά μετά τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Το πιο συχνό επάγγελμα των νέων είναι υπάλληλοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές.
Οι άνεργοι νέοι
Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά των νέων που ούτε είναι στην εκπαίδευση ούτε εργάζονται; Όπως είδαμε παραπάνω, οι νέες γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας από τους άνδρες. Παρά τη συρρίκνωση της διαφοράς αυτής από το 2004 μέχρι το 2010, η “ψαλίδα” ανοίγει και πάλι μετά το 2014. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το φύλο, όσο αυξάνει η ηλικία των νέων (από τα 15 στα 20 και από εκεί στα 29) το ποσοστό της ανεργίας τους μειώνεται.
Αντίστοιχο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ποσοστά ανεργίας ανά επίπεδο εκπαίδευσης. Την περίοδο της μεγάλης κρίσης, όσο η ανεργία αυξάνεται, οι πιο σπουδασμένοι νέοι δυσκολεύονται σχεδόν το ίδιο με τους λιγότερο σπουδασμένους να βρουν δουλειά: τα ποσοστά ανεργίας όλων των κατηγοριών σχεδόν συγκλίνουν. Αντίστροφα, στις περιόδους που η ανεργία μειώνεται η διαφορά αυξάνει: Εκείνοι με την περισσότερη εκπαίδευση εργάζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι ο χρόνος αναζήτησης εργασίας των άνεργων νέων ακόμα και μετά την ανάκαμψη της απασχόλησης αυξάνεται. Η κατάσταση του 2019 μοιάζει αρκετά με εκείνη του 2013: Μόνο 1 στους 10 νέους έβρισκε δουλειά μέσα σε έως δύο μήνες, πιθανόν βέβαια για διαφορετικούς λόγους.