Η διαφωνία με την πρόταση Βενιζέλου και τι προτείνει ως λύση ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, ενώ κάνει λόγω για απροκάλυπτα φωτογραφική διάταξη η οποία γεννά ερωτηματικά κατά πόσον η κυβέρνηση επιχειρεί να επηρεάσει τη δικαστική κρίση.
«Κατά την προεκλογική περίοδο, η δικαστική διαμάχη σχετικά με την ανακήρυξη των συνδυασμών ενός κόμματος κατ’ ουσίαν αποτελεί μια μεγάλη, δωρεάν καμπάνια υπέρ του κόμματος αυτού», προειδοποιεί σε συνέντευξή του στο iEidiseis για τις εξελίξεις γύρω από το θέμα της απαγόρευσης ή όχι ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Ξενοφών Κοντιάδης.
Όπως τονίζει ο καθηγητής είναι προφανές ότι μία τροπολογία που αφορά τη διαδικασία της απαγόρευσης συμμετοχής πολιτικών κομμάτων στις εκλογές, η οποία κατατίθεται προς ψήφιση δύο εβδομάδες πριν από τη διάλυση της Βουλής όχι μόνο είναι ασύμβατη με στοιχειώδεις αρχές καλής νομοθέτησης, δηλαδή (υποτίθεται) ένα από τα βασικά συστατικά του λεγόμενου επιτελικού κράτους, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά σε σχεση με τον σεβασμό της αρχής του κράτους δικαίου, «ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι το θέμα είχε συζητηθεί εκτενώς στη Βουλή μόλις πριν από δύο μήνες και η κυβερνητική πλειοψηφία είχε τότε ψηφίσει τη σχετική ρύθμιση».
Επισημαίνει ο Ξενοφών Κοντιάδης, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία απροκάλυπτα φωτογραφική διάταξη, με την οποία μεταβάλλεται ο δικαστικός σχηματισμός που θα κρίνει αν το κόμμα Κασιδιάρη μπορεί να μετάσχει στις εκλογές, προκαλώντας έτσι εύλογα ερωτηματικά κατά πόσον η κυβέρνηση επιχειρεί με αυτό τον τρόπο να επηρεάσει τη δικαστική κρίση.
«Όμως σε ένα κράτος δικαίου η δικαστική ανεξαρτησία είναι θεμελιώδης απαίτηση» τονίζει ο καθηγητής, «η θεσμοθέτηση της Ολομέλειας πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου για τη λήψη της επίμαχης απόφασης, αντί για την πενταμελή σύνθεση, είναι πρωτοφανής στα δικαστικά χρονικά και αποτελεί ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του ανωτάτου δικαστηρίου. Είναι σαν να υπονοείται ότι η πενταμελής σύνθεση δεν θα λάμβανε την “επιθυμητή” απόφαση και γι’ αυτό ανατίθεται στην Ολομέλεια του Τμήματος».
Σε ερώτηση αν οι σχετικές διατάξεις Βορίδη είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα απαντά πως κατά την άποψη του είναι «δικαιοκρατικά επισφαλής, τεχνικά ανέφικτη και πολιτικά αλυσιτελής η ανάθεση στη δικαστική εξουσία να αξιολογήσει επί της ουσίας αν ένα κόμμα υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος ή αν πίσω από τη δεδηλωμένη ηγεσία του κόμματος υποκρύπτεται μια πραγματική ηγεσία από πρόσωπα καταδικασμένα στις συγκεκριμένες πράξεις, και μάλιστα όλα αυτά να καλείται ένα δικαστήριο να τα αξιολογήσει μέσα στον εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο που μεσολαβεί από την υποβολή μέχρι την ανακήρυξη των συνδυασμών των κομμάτων»,
Για την αντιπαράθεση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Χρήστου Τζανερίκου με τον υπουργό Εσωτερικών Μ. Βορίδη, σημειώνει πως παρότι η δήλωση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου δεν είναι κατά τη γνώμη μου θεσμικά ενδεδειγμένη, ωστόσο επιβεβαιώνει τη δικαιοκρατική αστοχία της κυβέρνησης να μεταβάλει τον νόμιμο δικαστή και τον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης τις παραμονές της κρίσιμης διαδικασίας για τη συμμετοχή ή μη του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές.
Σύμφωνα με τον ίδιο, μετά από όσα πρωτοφανή συμβαίνουν, αναπόφευκτα ο μεν αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου είναι σωτό «να απόσχει από όλα τα στάδια της διαδικασίας που αφορούν την ανακήρυξη των συνδυασμών, η δε κυβέρνηση βρίσκεται στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να αποδείξει ότι με τη νομοθετική πρωτοβουλία της δεν πλήττει τις εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας και της δίκαιης δίκης»
Σημείωσε την διαφωνία του με την πρόταση του Ευ. Βενιζέλου, δηλαδή να ανατεθεί η σχετική αρμοδιότητα στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, «επειδή θεωρώ πρακτικά αδύνατο μέσα στο προβλεπόμενο, περιορισμένο χρονικό διάστημα των τριών ημερών να μπορεί να αποφανθεί ένας τόσο ευρύς δικαστικός σχηματισμός»
Προτεί η απόφαση περί εκλογικού αποκλεισμού να λαμβάνει ένα πενταμελές δικαστικό συμβούλιο υπό την προεδρία του/της Προέδρου του Αρείου Πάγου, με τα λοιπά μέλη να κληρώνονται από το σύνολο των αρεοπαγιτών.