Σαπωνοποιία, αγροτική παραγωγή, εμπόριο. Αυτοί ήταν οι κλάδοι στους οποίους θριάμβευσαν οι Έλληνες του Σουδάν που πρωτοέφτασαν στα τέλη του 19ου αιώνα.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο ιστορικός-ερευνητής, Αντώνης Χαλδαίος, συγγραφέας του βιβλίου «Η ελληνική παροικία του Σουδάν», ανέφερε ότι οι Έλληνες του Σουδάν πολέμησαν στο πλευρό των Άγγλων, στο πλευρό των ανταρτών, ήταν πετυχημένοι έμποροι και βιομήχανοι, δημιούργησαν κοινότητες σε όλη την έκταση του κράτους, το οποίο έως τον διαχωρισμό σε Σουδάν και Νότιο Σουδάν ήταν το μεγαλύτερο στην Αφρική.
Σε συνέντευξη που είχε δώσει το 2017 στο Πρακτορείο, ο κ. Χαλδαίος είχε πει πως οι Έλληνες έφτασαν στο Σουδάν σε μικρούς αριθμούς, στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η περιοχή ήταν επαρχία του αιγυπτιακού κράτους. Ήταν γιατροί και μηχανικοί, που έφτασαν μαζί με τον αιγυπτιακό στρατό κι αργότερα κάποιοι έμποροι. Οι Έλληνες αυτοί είχαν σημαντική οικονομική δύναμη και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν και πρωτοπόροι στο θέμα της εισαγωγής νέων μεθόδων στην αγροτική παραγωγή. Το 1885 οι Έλληνες πήραν μέρος στην υπεράσπιση της πόλης του Χαρτούμ, όταν ένας τοπικός ηγέτης Σουδανός, ο αυτοαποκαλούμενος Ελ Μάχντι (Ο Μεσσίας), προσπάθησε να αποτινάξει τον αιγυπτιακό ζυγό.
Οι Έλληνες μέσα στην πόλη του Χαρτούμ αποτελούσαν την επίλεκτη φρουρά του διοικητή της πόλης, του Βρετανού στρατηγού Τσαρλς Τζορτζ Γκόρντον. Ο Έλληνας πρόξενος, Νικόλαος Λεοντίδης, ορίστηκε από τον Γκόρντον ως αναπληρωτής κυβερνήτης και υπεύθυνος για να οργανώσει την άμυνα του Χαρτούμ, ενώ στους συμβούλους του Βρετανού κυβερνήτη ήταν και ο προσωπικός του γιατρός, Ξενοφών Ξενουδάκης.
Η πόλη έπεσε στα χέρια των ανδρών του Μάχντι, κάποιοι Έλληνες σκοτώθηκαν και άλλοι φυλακίστηκαν και αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν, σύμφωνα με τις επιταγές του νέου καθεστώτος.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο αγγλικός στρατός μαζί με τους Αιγύπτιους αποφάσισε να ανακαταλάβει το Σουδάν, κάτι που έγινε εφικτό και με τη βοήθεια των Ελλήνων τροφοδοτών. Σε απόσταση χιλίων χιλιομέτρων μέσα στην έρημο με καμήλες, οι Έλληνες τροφοδοτούσαν τον αγγλικό στρατό με τρόφιμα και νερό.
Μετά την κατάληψη του Σουδάν από τα αγγλοαιγυπτιακά στρατεύματα, ξεκίνησε η μαζική είσοδος των Ελλήνων στη χώρα. Οι Έλληνες που έφτασαν την περίοδο εκείνη (οι περισσότεροι κατάγονταν από τη Λέσβο και συγκεκριμένα από το Πλωμάρι) πήραν μέρος στην ανοικοδόμηση της χώρας. Στην Ερυθρά Θάλασσα άρχισε να χτίζεται καινούργιο λιμάνι, το Πορτ Σουδάν και οι Έλληνες, οι οποίοι μετανάστευσαν σε μεγάλους αριθμούς στις αρχές του 20ου αιώνα, δούλεψαν εκεί. Το 1905 είχαν έρθει στο Πορτ Σουδάν περισσότεροι από χίλιοι Έλληνες εργάτες-τεχνίτες, οι οποίοι άρχισαν να χτίζουν σπίτια και κτίρια για την αγγλική διοίκηση και αργότερα καταστήματα και ξενοδοχεία.
Στον μεγαλύτερο αριθμό τους εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα Χαρτούμ, όπου δημιουργήθηκε η πρώτη κοινότητα, το 1902. Λίγο αργότερα, το 1910, χτίστηκε ο ναός του Ευαγγελισμού. Ακόμη, κοινότητες δημιουργήθηκαν στο Πορτ Σουδάν στο Γουάντ Μεντάνι, στο Ελ Ομπέιντ, στην Κασάλα.
Το 1906 δημιουργήθηκε το πρώτο σχολείο το οποίο στεγάστηκε σε κτίριο που δώρισε ο Παναγιώτης Τράμπας γι αυτό και ονομάστηκε Τράμπειος Σχολή. Το 1926 δημιουργήθηκε γυμνάσιο, στο οποίο φοίτησαν και Έλληνες από χώρες της ανατολικής Αφρικής, όπου δεν υπήρχαν σχολεία.
Το δεύτερο μεγάλο κύμα, το οποίο βοήθησε να αυξηθεί ο ελληνικός πληθυσμός, ήρθε μετά το 1930, όταν η αγγλική διοίκηση έδωσε για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους κίνητρα για την εγκατάσταση Ευρωπαίων στο σημερινό Νότιο Σουδάν. Οι Έλληνες επωφελήθηκαν από τις ευνοϊκές συνθήκες και δημιούργησαν κοινότητες και στο νότιο Σουδάν, στην Τζούμπα (1926) και στο Ουάου (1939).
Χαρακτηριστικό για τους Έλληνες του Νότιου Σουδάν είναι ότι το γεγονός ότι σε ποσοστό σχεδόν 90% παντρεύονταν με ντόπιες, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές οι γάμοι ήταν κυρίως μεταξύ μελών της κοινότητας.
Στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε το 1956, μετά την ανεξαρτησία του Σουδάν, οι Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό των ανταρτών του νότου που επιδίωκαν την αυτοδιάθεση τους.
Ο Ελληνικός Αθλητικός Σύλλογος δημιουργήθηκε το 1913. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν πρωταθλητής στο μπάσκετ είχε πολύ μεγάλη παρουσία στο ποδόσφαιρο.
Το τελειωτικό χτύπημα για την ελληνική παροικία ήταν το 1983 όταν επιβλήθηκε το καθεστώς της σαρία. Έστειλαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους εκτός Σουδάν, οπότε προέκυψε πρόβλημα ανανέωσης του πληθυσμού. Επιπλέον, οι Έλληνες ήταν η κύρια δύναμη στο εμπόριο των οινοπνευματωδών, από την εμφιάλωση μέχρι τη διανομή και την πώληση σε σούπερ μάρκετ και η απαγόρευση του αλκοόλ απεδείχθη μεγάλο πλήγμα στην εμπορική τους δραστηριότητα.