Στο 4,5% υποχώρησε ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον μήνα Απρίλιο, έναντι 5,4% τον Μάρτιο, καταγράφοντας την 5η χαμηλότερη επίδοση μεταξύ των χωρών στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα Τρίτη 2/5 η Eurostat.
Σημειώνεται πως όσον αφορά στην Ελλάδα, η βασική αιτία για τη νέα αποκλιμάκωση αποδίδεται στη μείωση των τιμών στην ενέργεια και υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο πληθωρισμός τον Μάρτιο είχε διαμορφωθεί στο 4,6%.
Παράλληλα, η Eurostat ανακοίνωσε ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 7% τον Απρίλιο, έναντι του 6,9% τον προηγούμενο μήνα.
Όμως, την ίδια ώρα ο πληθωρισμός στα τρόφιμα βρίσκεται στο 13,6% κάτι που βιώνουν οι καταναλωτές σε καθημερινή βάση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία:
- οι τιμές στον κλάδο τροφίμων – αλκοόλ – καπνού ανήλθαν στο 13,6%,
- στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά οι τιμές διαμορφώθηκαν στο 6,2%,
- οι τιμές στις υπηρεσίες επιταχύνθηκαν στο 5,2%
- οι τιμές στην ενέργεια ανήλθαν στο 2,5%
Για πέμπτο μήνα θα συνεχιστούν οι ανατιμήσεις σε τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά που μπαίνουν καθημερινά στο καλάθι των καταναλωτών, σύμφωνα με τη Realnews.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της εφημερίδας, τον Μάιο και τον Ιούνιο αναμένεται να αυξηθούν οι τιμές σε τουλάχιστον 200 προϊόντα σε ποσοστό που μεσοσταθμικά θα φτάσει το 6%, ωστόσο υπάρχουν και μεμονωμένα προϊόντα που θα ανατιμηθούν έως και 30%, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Συνολικά, από τις αρχές του χρόνου μέχρι και το τέλος Ιουνίου, εκτιμάται ότι θα έχουν αυξηθεί οι τιμές σε τουλάχιστον 1.500 βασικά αγαθά. Αναλυτικότερα, όπως προκύπτει από στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η «R», τον Ιανουάριο ανατιμήθηκαν 500 βασικά αγαθά, τον Φεβρουάριο άλλα 500, τον Μάρτιο 200 προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και τον Απρίλιο 100, σε ποσοστό που σε κάποιες περιπτώσεις ξεπέρασε ακόμη και το 20%.
Οι νέες ανατιμήσεις, μάλιστα, αφορούν τόσο τα επώνυμα προϊόντα όσο και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, σε μερικά από τα οποία οι ανατιμήσεις φτάνουν ακόμη και το 30%. Αυτό σημαίνει ότι και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, που αποτελούν μια «διέξοδο» των καταναλωτών έναντι της ακρίβειας, έχουν αρχίσει εδώ και αρκετούς μήνες και αυξάνονται σημαντικά, παραμένοντας ωστόσο μια πιο φθηνή επιλογή από τα περισσότερα επώνυμα προϊόντα.
Η ακρίβεια στα τρόφιμα αποτυπώνεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο και στα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής που αφορούν τον πληθωρισμό, δηλαδή τις ετήσιες μεταβολές σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες. Ειδικότερα, ενώ τον Μάρτιο ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 4,6%, από 6,1% τον Φεβρουάριο, στα τρόφιμα παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 14,3%, με την ετήσια μεταβολή σε ορισμένα προϊόντα, όπως τα γαλακτοκομικά και τα αυγά, να ξεπερνά το 23%.
Η παρατεταμένη ακρίβεια έχει υποχρεώσει την πλειονότητα των πολιτών να αγοράζει από τα σούπερ μάρκετ τα απολύτως αναγκαία, γεγονός που αποτυπώνεται και στις πωλήσεις που καταγράφουν τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ να μειώνονται σε όγκο, ωστόσο αυξάνονται σε αξία, λόγω των ανατιμήσεων σε όλα σχεδόν τα προϊόντα από τον Σεπτέμβριο του 2021, οπότε και ξεκίνησε η ενεργειακή κρίση, μέχρι σήμερα.
Η νέα λίστα
Οι ανατιμήσεις αναμένεται να συνεχιστούν και το επόμενο δίμηνο, με μικρότερη όμως ένταση σε σχέση με τις αυξήσεις που έγιναν το πρώτο δίμηνο του έτους. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η «R», οι ανατιμήσεις θα αφορούν 25 κατηγορίες προϊόντων:
Τόνος ιδιωτικής ετικέτας έως 30%, σαλάτες ιδιωτικής ετικέτας έως 30%, βιολογικά προϊόντα έως 19% (από μια εταιρεία), καθαριστικά για το σπίτι έως 16%, σνακ έως 15%, μαρμελάδες 15%, στοματικό διάλυμα έως 15%, μαλακτικό για ρούχα έως 14%, σαμπουάν από 2% έως 14%, ανθρακούχο νερό έως 12%, σοκολατάκια από 4% έως 11%, κρέατα από 4% έως 11%, αναψυκτικά έως 10%, κουάκερ 10%, σολομός 10%, ελιές 9,5%, μωρομάντιλα έως 9%, σαπούνια από 6% έως 8%, κονσέρβες ντολμαδάκια 7%, έτοιμα γεύματα ψυγείου 6,5%, μπαταρίες 6%, παγάκια 6%, αλουμινόχαρτο 6%, παστέλια 5%, βρεφικά και παιδικά γάλατα σε σκόνη και υγρά 3% και αλλαντικά επίσης 3%. Σημειώνεται ότι οι ανατιμήσεις πραγματοποιούνται από μεμονωμένες εταιρείες και θα περνούν σταδιακά στα ράφια των σούπερ μάρκετ ανάλογα με τα αποθέματα που έχουν στις αποθήκες τους οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Πότε θα γίνουν μειώσεις
Το μεγάλο ζητούμενο είναι πότε θα μπορέσουν να δουν μειώσεις οι καταναλωτές σε βασικά αγαθά. Σύμφωνα με στελέχη του λιανεμπορίου, μειώσεις στις τιμές των προϊόντων θα γίνουν από μεμονωμένες εταιρείες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και εφόσον οι τιμές στα ενεργειακά προϊόντα συνεχίζουν να βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση, οι τιμές στα τρόφιμα παραμένουν στα ύψη, παρά τη σημαντική μείωση σε φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα και πετρέλαιο μπρεντ. Το φυσικό αέριο την εβδομάδα που μας πέρασε έπεσε ακόμη και κάτω από τα 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα, όταν πέρυσι τον Αύγουστο είχε προσεγγίσει τα 350 ευρώ, ενώ η ηλεκτρική ενέργεια έχει κατρακυλήσει στα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα και το πετρέλαιο μπρεντ κινείται πέριξ των 80 δολαρίων το βαρέλι.
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι, εφόσον συνεχιστεί η αποκλιμάκωση των τιμών στα ενεργειακά προϊόντα, ορισμένες εταιρείες θα προχωρήσουν σε μειώσεις των τιμών, με στόχο να μην απολέσουν μερίδια αγοράς και να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους καταναλωτές. Οπως επισημαίνουν, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα δεν μπορεί να ακολουθήσει τον γενικό πληθωρισμό, καθώς για την πλειονότητα των προϊόντων που παράγονται σήμερα οι πρώτες ύλες έχουν αγοραστεί πριν από αρκετούς μήνες, όταν οι τιμές ήταν ιδιαίτερα υψηλές. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση ορισμένων προϊόντων όπως -για παράδειγμα- το ελαιόλαδο, το οποίο τυποποιήθηκε όταν η τιμή του από τους παραγωγούς ήταν αυξημένη σε σχέση με πέρυσι. Ωστόσο, είναι απορίας άξιο πώς γίνεται οι τιμές να αυξάνονται σχεδόν αυτόματα όταν υπάρχουν ανατιμήσεις στα ενεργειακά προϊόντα και στο κόστος λειτουργίας των εταιρειών και να μειώνονται, όπου συμβαίνει αυτό, με πολύ πιο αργούς ρυθμούς, προκαλώντας την έντονη δυσαρέσκεια των καταναλωτών, οι οποίοι ξοδεύουν πλέον ένα σημαντικό ποσοστό των μηνιαίων αποδοχών τους για να προμηθευτούν βασικά αγαθά. Σε κάθε περίπτωση, για να μειωθούν οι τιμές, θα πρέπει αρχικά να σταματήσουν οι ανατιμήσεις, κάτι που μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να συμβαίνει.
Αντιθέτως, επτά στα δέκα στελέχη της βιομηχανίας και του λιανεμπορίου δηλώνουν ότι έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν σε νέο γύρο αυξήσεων μέσα στο έτος, σύμφωνα με στοιχεία που είχε παρουσιάσει ο CEO της NielsenIQ Βάιος Δημοράγκας, στο πλαίσιο της εκδήλωσης Shopper Trends Event 2023. Μάλιστα, οι νέες ανατιμήσεις θα φτάσουν έως το 5%, σύμφωνα με το 35% των ερωτηθέντων, ενώ ένας στους δύο απάντησε ότι οι ανατιμήσεις θα αγγίξουν το 10%. Υπάρχει, δε, και ένα μικρό ποσοστό ερωτηθέντων (6%), οι οποίοι απάντησαν ότι οι αυξήσεις τιμών θα φτάσουν το 20%.
Βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η «R», από τις αρχές Μαΐου μια εταιρεία γαλακτοκομικών αναμένεται να μειώσει τις τιμές των προϊόντων της από 7% έως 14%. Σημειώνεται ότι τις τελευταίες εβδομάδες έχουν μειωθεί οι τιμές στις οποίες πωλούν το γάλα οι κτηνοτρόφοι στις βιομηχανίες, οι οποίες -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν έχουν προχωρήσει σε μειώσεις των τιμών, με ορισμένες να πραγματοποιούν ωστόσο προωθητικές ενέργειες και προσφορές. Ζητούμενο παραμένει το πότε τελικά όχι μόνο οι γαλακτοβιομηχανίες, αλλά και οι υπόλοιπες εταιρείες τροφίμων, θα προχωρήσουν σε σημαντικές μειώσεις στις τιμές των προϊόντων τους. Παράγοντες της αγοράς, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι οι τιμές σε βασικά αγαθά είναι αδύνατον να επιστρέψουν στα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν πριν από την ενεργειακή κρίση.
Προσφορές
Έξι στους δέκα καταναλωτές «κυνηγούν» τις προσφορές για να μπορέσουν στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία να εξοικονομήσουν χρήματα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την έρευνα, οι Έλληνες, στην προσπάθειά τους να εξοικονομήσουν χρήματα, «κυνηγούν» όλο και περισσότερο τις προσφορές και εκπτώσεις που παρέχουν τα σούπερ μάρκετ, σε συνεργασία με τους προμηθευτές, μέσα από πρακτικές έξυπνων αγορών, αποκομίζοντας σημαντικά οφέλη. Οπως αναφέρεται στην έρευνα του ΙΕΛΚΑ, η συνολική αξία των προσφορών και των προωθητικών ενεργειών που κάνουν τα σούπερ μάρκετ αντιστοιχούν κατά μέσο όρο σε όφελος που πλησιάζει τα 400 ευρώ ετησίως για το 2022-2023, λόγω και της αύξησης της δαπάνης των νοικοκυριών εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων.
Πέντε στους δέκα καταναλωτές, εξοικονομούν τουλάχιστον 10% της αξίας των αγορών τους, μόλις ένας στους 10 δηλώνει ότι δεν εξοικονομεί τίποτα, ενώ τρεις στους πέντε δηλώνουν ότι εξοικονομούν πάνω από 10% από τη συνολική αξία των αγορών τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυξάνεται και η επίδραση που έχουν οι προσφορές και οι εκπτώσεις στην επιλογή καταστήματος. Το ποσοστό των καταναλωτών που επέλεγε κατάστημα με κύριο λόγο τις προσφορές είχε μειωθεί από 63% το 2017 σε 41% το 2021, για να αυξηθεί το 2022 και πάλι στο 51%, κάτι που δείχνει ότι πλέον η διάθεση προϊόντων σε τιμές ευκαιρίας αποτελεί έντονο σημείο διαφοροποίησης ανάμεσα στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Πρόσω ολοταχώς για μία νέα αύξηση επιτοκίων, την 7η από τον περασμένο Ιούλιο, οδεύει η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με τη σχετική απόφαση να λαμβάνεται εν μέσω αμφισβητήσεων για τα αποτελέσματα της επίμαχης πολιτικής, αλλά και στη «σκιά» μιας νέας τραπεζικής κρίσης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, την ερχόμενη Παρασκευή, οπότε και έχει προγραμματιστεί η νέα συνεδρίαση της ΕΚΤ, αναμένεται να ανακοινωθεί μία αύξηση των επιτοκίων πέριξ του 0,25%, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται η ενίσχυσή τους κατά 50 μονάδες βάσης, παρά το γεγονός ότι αφενός, ο πληθωρισμός δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης και άρα, θα μπορούσε να μπει κάποιο «φρένο» και αφετέρου, οι συνέπειες για τους δανειολήπτες τείνουν να γίνουν μη αναστρέψιμες, απειλώντας ευθέως την «υγεία» του τραπεζικού συστήματος.
Το τελευταίο δε, βιώνει το τελευταίο διάστημα απανωτά σοκ, από την κατάρρευση ακόμη μιας τράπεζας στις ΗΠΑ – της First Republic Bank, της τρίτης κατά σειρά μετά τις Silicon Valley Bank και Signature Bank – μέχρι τη διάσωση της ελβετικής Credit Suisse και τις πιέσεις στις μετοχές πολλών ευρωπαϊκών τραπεζών.
Όποιο κι αν είναι τελικά το ύψος της αύξησης που θα «κλειδώσει» στη συνεδρίαση της 5ης Μαίου ένα είναι σίγουρο: η «ζημιά» στους δανειολήπτες έχει ήδη γίνει, αφού από πέρυσι τον Ιούλιο έβλεπαν σχεδόν κάθε μήνα τις δόσεις των δανείων τους να αυξάνονται, σε αντίθεση, βεβαίως, με το εισόδημά τους που συνέχισε να πλήττεται από την ακρίβεια. Έτσι, ακόμη και να δικαιούνται το «πάγωμα» του επιτοκίου αναφοράς που ανακοίνωσαν προσφάτως τράπεζες και servicers (σ.σ. αφορά εν ολίγοις σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, με εξασφάλιση σε κατοικία, που φέρουν κυμαινόμενο επιτόκιο και τα οποία είναι εξυπηρετούμενα), το όφελος θα είναι μικρό εν συγκρίσει με την επιβάρυνση που έχουν υποστεί το τελευταίο 10μηνο.
Ενδεικτικά, σε ένα στεγαστικό δάνειο, ύψους 100.000 ευρώ, διάρκειας 20 ετών, και ένα spread 2,5%, που πριν τις αυξήσεις είχε μία δόση πέριξ των 536 ευρώ, χωρίς το «πάγωμα» ο δανειολήπτης θα έπρεπε να πληρώνει σήμερα περίπου 710 ευρώ. Δεδομένου, ωστόσο, ότι το Euribor 3m παραμένει σταθερό στο 2,85% το μηνιαίο κόστος πέφτει στα 685 ευρώ. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα όφελος πέριξ των 25 ευρώ/μήνα, όταν συνολικά από πέρυσι τον Ιούλιο ο ίδιος δανειολήπτης έχει επιβαρυνθεί με ένα ποσό της τάξεως των 150 ευρώ/μήνα ή 1.800 ευρώ/χρόνο. Εάν περνούσε η νέα αύξηση της ΕΚΤ, τότε η δόση θα «άγγιζε» τα 723 ευρώ (για +25 μονάδες βάσης) και τα 738 ευρώ (για +50 μονάδες βάσης). Το όφελος, δηλαδή, αφορά σε 38 ευρώ και 53 ευρώ αντίστοιχα.
Όσον αφορά στα επιχειρηματικά δάνεια που δεν δικαιούνται του «παγώματος», μία αύξηση των επιτοκίων ισοδυναμεί με σημαντική αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης κατά 167 ευρώ/μήνα (+25 μονάδες βάσης) ή 180 ευρώ/μήνα (+50 μονάδες βάσης) για ένα δάνειο 100.000 ευρώ, επταετίας και spread 4%.
… και τις τράπεζες
Σημαντική ενίσχυση στα έσοδα από τόκους απολαμβάνουν οι τράπεζες ως απόρροια των διαδοχικών αυξήσεων στα επιτόκια, μην παραβλέποντας, ωστόσο και την άλλη όψη του νομίσματος που αφορά στο ενδεχόμενο δημιουργίας νέων «κόκκινων» δανείων και εκτροχιασμού των στόχων για πιστωτική επέκταση.
Κι ενώ ο κίνδυνος των μαζικών αθετήσεων φαίνεται – τουλάχιστον προς ώρας – να έχει αποσοβηθεί, η κάμψη στη ζήτηση για νέα δάνεια, ωστόσο, είναι κάτι παραπάνω από ορατή. Ήδη τους πρώτους μήνες του 2023 καταγράφεται επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης που οφείλεται σε μία σειρά από λόγους με κυριότερο την αύξηση των επιτοκίων.
«Η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης είναι ανασταλτικός παράγοντας ζήτησης για δάνεια», τόνισε σε πρόσφατη τοποθέτησή του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, ο γενικός διευθυντής και Chief Financial Officer της Alpha Bank, κ. Λάζαρος Παπαγαρυφάλλου, σημειώνοντας πως τον τελευταίο καιρό κάποιες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τη ρευστότητά τους για να αποπληρώσουν τον δανεισμό τους και να είναι πιο φειδωλές στη χρήση εργαλείων ρευστότητας λόγω αύξησης των επιτοκίων. Πράγματι, όπως έγραψε το newmoney, οι επιχειρήσεις επιδιώκουν να κόψουν τους παλαιούς… δεσμούς τους με τις τράπεζες, προχωρώντας η μία μετά την άλλη σε πρόωρη εξόφληση των δανείων, τα οποία πλέον – λόγω και των διαδοχικών αυξήσεων στα επιτόκια – έχουν καταστεί εξαιρετικά ακριβά για εκείνες.
Σε κάθε περίπτωση, πεποίθηση των τραπεζών είναι πως το φαινόμενο θα κοπάσει, διατηρώντας τους ετήσιους στόχους για πιστωτική επέκταση, με «καταλύτες» τα ευρωπαϊκά κονδύλια (βλ. Ταμείο Ανάκαμψης) και την επενδυτική βαθμίδα, η οποία – εκτός απροόπτου και λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εκλογών – θα ανακτηθεί το αργότερο μέχρι τέλος του τρέχοντος έτους.
Όσον αφορά στη νέα τραπεζική κρίση, υψηλόβαθμα στελέχη σημειώνουν πως η Ευρώπη διαθέτει ένα ισχυρό ρυθμιστικό σύστημα, με διαρκή stress tests για τον έλεγχο της ποιότητας των κεφαλαίων και ένα εξίσου ισχυρό πλαίσιο παροχής ρευστότητας από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, αποκλείοντας το ενδεχόμενο κατάρρευσης τράπεζας ή και διάχυσης της κρίσης.