Οι επιλογές μιας νέας Κυβέρνησης είναι αυτές που θα καθορίσουν αν η Ελλάδα θα καταφέρει να μειώσει το υψηλό ενεργειακό κόστος για τους πολίτες της και για το αν θα καταφέρει να αυξήσει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα στη διεθνή ενεργειακή σκακιέρα. Τα φυσικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, όπως η άπλετη ηλιοφάνεια και οι προκλήσεις της νέας εποχής οδηγούν στην απαίτηση να μετασχηματίσουμε το ενεργειακό αλλά και το οικονομικό μας σύστημα, σε πιο πράσινες» κατευθύνσεις, όχι απλά για να πάμε με την «μόδα» της εποχής, αλλά για υπαρξιακούς λόγους εθνικής επιβίωσης.
Η αναζήτηση «πράσινων» λύσεων καθίσταται μονόδρομος για όλους μας, αλλά βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι για το ποιοι θα είναι οι ωφελημένοι από αυτές τις λύσεις
Του Γιώργου Αρβανιτίδη, υποψήφιος Βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης με το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, Αναπληρωτής Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και Υπεύθυνος Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Ο δικός μας ο δρόμος επιχειρεί την πυροδότηση κοινωνικών και οικονομικών διεργασιών που θα επιφέρουν την αλλαγή μέσω της Ενεργειακής Δημοκρατίας και τη διάχυση των ωφελημάτων της «πράσινης» μετάβασης μέσω ΑΠΕ σε όλους τους πολίτες και όχι μόνο στους μεγάλους ενεργειακούς ομίλους. Με «πράσινες» και «έξυπνες» εφαρμογές και υποδομές κλιματικής ανθεκτικότητας. Εμείς προτείνουμε μια αειφόρο εθνική ενεργειακή πολιτική, με προγράμματα και μέτρα για τους μη προνομιούχους, για τη μεσαία τάξη και για έναν νέο ενεργειακό ρόλο της πατρίδας μας στο ενεργειακό τοπίο του 21ου αιώνα που θα είναι εξαγωγός καθαρής ενέργειας και όχι απλώς κόμβος αγωγών και δικτύων.
Στον αντίποδα, η συντηρητική αντίληψη επιλέγει απλώς τον «πράσινο» καπιταλισμό. Μένει μόνο στην επικοινωνία και δεν κοιτά την ουσία. Δεν θέλησε να μεγαλώσει τον ηλεκτρικό χώρο με ανάπτυξη των δικτύων, γιατί προτίμησε να μοιράσει αυτόν τον περιορισμένο ηλεκτρικό χώρο στους μεγάλους ομίλους. Δεν στήριξε την αποκεντρωμένη παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και τις Ενεργειακές Κοινότητες, ώστε οι πολίτες να γίνουν αυτοπαραγωγοί, αλλά προτίμησε να τους κρατά ομήρους με επιδόματα.
Το αφήγημα της «πράσινης» ανάπτυξης της Κυβέρνησης δεν μειώνει τις ανισότητες, δεν ωφελεί τους πολλούς, δεν διασφαλίζει τη θέση που αξίζει η Ελλάδα στον νέο ενεργειακό χάρτη της ευρύτερης περιοχής μας.
Το βασικό εργαλείο για την ανάπτυξη περισσότερων μονάδων και πάρκων παραγωγής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, που δεν είναι άλλο από το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ, βρίσκεται ακόμη στις καλένδες και ακόμα αναμένεται η παρουσίασή του. Η πρώτη επιλογή της ΝΔ ήταν τα μεγάλα φαραωνικά έργα από λίγες εταιρείες. Έχει μηδενίσει όλα τα πλεονεκτήματα των μικρών και μεσαίων έργων.
Η Ενεργειακή Δημοκρατία στην πράξη, που σημαίνει διεύρυνση της βάσης των παραγωγών ενέργειας και όχι συγκέντρωση σε μεγάλους παίχτες, δεν αποτέλεσε ποτέ προτεραιότητα της Κυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής θέλει τις Ενεργειακές Κοινότητες σε ρόλο πρωταγωνιστή και όχι κομπάρσου στην ενεργειακή μετάβαση δίνοντας την ενέργεια στα χέρια των πολιτών.
Συνεχώς καλούσα τον κ. Χατζηδάκη και τον κ. Σκρέκα να μας πούνε γιατί δεν ακολουθούν το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου το 42% της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ ανήκει σε νοικοκυριά και αγρότες, ενώ μόνο το 5,4% ανήκει στις 4 μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις της χώρας και το υπόλοιπο σε δήμους και μεσαίες επιχειρήσεις. Συνεχώς ζητούσαμε την προώθηση του net metering και την ξεχωριστή στήριξη αγροτικών φωτοβολταϊκών. Φωνή βοώντος.
Η περιβόητη απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας δεν έφερε ουσιαστικά αποτελέσματα, ενώ καθυστέρησε ιδιαίτερα η δημιουργία θεσμικού πλαισίου για την αποθήκευση ενέργειας.
Οι δε διαδικασίες αιτήσεων για μικρά φωτοβολταϊκά πάρκα (400 Κw) μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας στα κορεσμένα δίκτυα Πελοποννήσου και Κρήτης κατέληξαν σε φιάσκο και πολλά παράπονα των ενδιαφερομένων. Τα ίδια και με τις αιτήσεις για τα φωτοβολταϊκά στέγης που εξαγγέλθηκαν από τον Πρωθυπουργό στην περσυνή ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο και φτάσαμε Μάιο του 2023 για να ξεκινήσουν οι αιτήσεις και αυτές με πολλά προβλήματα και ερωτηματικά κατά πόσο θα υλοποιηθούν όντως.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι ίδιοι οι φορείς, τα φωτοβολταϊκά στέγης των κατοικιών σχεδόν μηδενίστηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια σε αντίθεση με τις μεγάλες ΑΠΕ για τις οποίες η Κυβερνητική μέριμνα υπήρξε παροιμιώδης ώστε να προωθηθούν.
Δυστυχώς, το περίσσευμα ενέργειας που θα παράγουν οι αυτοκαταναλωτές θα το εγχέουν στο δίκτυο χωρίς κανένα αντάλλαγμα, συνεχίζοντας έτσι την «σταθερή» κυβερνητική πολιτική για την υποβάθμιση της σημασίας της αυτοκατανάλωσης για τα νοικοκυριά, κάποια εκ των οποίων μαστίζονται από την ενεργειακή φτώχεια. Ιδιαίτερα τα δυο τελευταία χρόνια αν είχε προχωρήσει η αυτοκατανάλωση πολλές οικογένειες και επιχειρήσεις θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπίσει καλύτερα τις δραματικές ενεργειακές αυξήσεις.