Το ρεπορτάζ που ακολουθεί δημοσιεύεται στην συνδρομητική ενημερωτική επιθεώρηση KREPORT και υπογράφεται από την δημοσιογράφο και συγγραφέα Αγγελική Σπανού. Πρόκειται για μια (κλισέ) γροθιά στο στομάχι, δύομιση μήνες μετά την τραγωδία που στιγμάτισε την ελληνική κοινωνία, που βύθισε το πανελλήνιο σε έναν βουβό θρήνο με την προβολή καθενός εξ ημών στην θέση των επιβατών του μοιραίου Intercity ή των γονιών και συγγενών των θυμάτων.
Οι εκλογές έφτασαν, η Δικαιοσύνη …δεν μίλησε ακόμα, η παρέμβαση που υποσχέθηκε η κυβέρνηση παραμένει εκκρεμής, όπως και ο μετέωρος θρήνος, έμειναν μόνο οι κραυγές απελπισίας εκατοντάδων χιλιάδων -κυρίως νέων- στα συλλαλητήρια ανά την επικράτεια. Την ίδια ώρα οι γονείς περιμένουν στωϊκά την αρωγή της Πολιτείας, την αίσθηση της έγνοιας που υπερβαίνει τις ανακοινώσεις για αποζημιώσεις.
Η τραγωδία των Τεμπών απουσίασε από την προεκλογική συζήτηση, μόλις τις τελευταίες ημέρες έγινε μια κάποια κουβέντα με αφορμή μία δήλωση του πρωθυπουργού που προκάλεσε την αντίδραση των κομμάτων. Οι δε δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το αποσβολωμένο πανελλήνιο, τα δάκρυα όλων μας, δεν αποτυπώθηκαν. Μια κάποια φθορά στην αρχή και μετά πάλι …προς τη δόξα της αυτοδυναμίας, της πόλωσης, των διλημμάτων.
Διαβάστε το πράγματι συγκλονιστικό ρεπορτάζ της Αγγελικής Σπανού με τις ιστορίες των οικογενειών των θυμάτων που εγκαταλείφθηκαν από την Πολιτεία και τις κοινωνικές δομές της:
Η Μαρία – Θωμαΐς Ψαροπούλου θα ψήφιζε φέτος, στα 20 της χρόνια, για πρώτη φορά. Δεν ήταν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη, ήθελε να γίνει δασκάλα ειδικής αγωγής και σπούδαζε στο Διεθνές Πανεπιστήμιο, στη Θεσσαλονίκη. Εκείνο το τριήμερο είχε πάει στην Πάτρα με την παρέα της για το καρναβάλι. Πέρασαν καλά και έμειναν το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας στην Αθήνα. Το επόμενο πρωί θα έπαιρνε το τρένο για τη Θεσσαλονίκη με τη φίλη της, την Φραντζέσκα. Αλλά παρακοιμήθηκαν και πήραν το απογευματινό τρένο, το καταραμένο. Γύρω στις 21:00 επικοινώνησε με τη μητέρα της, την Μαρία Καρυστιανού, παιδίατρο, για να της πει ότι υπάρχει καθυστέρηση και θα αργήσει να φτάσει σπίτι – να μην ανησυχεί. Περιμένοντας την Μάρθη της, την πήρε ο ύπνος στον καναπέ του σαλονιού και ξύπνησε ξαφνικά, ταραγμένη, κατά τις 4:00, συνειδητοποιώντας ότι η κόρη της δεν είχε γυρίσει. Το τηλέφωνο της ήταν κλειστό, το ίδιο και της Φραντζέσκας. Άκουσε στο ραδιόφωνο για το δυστύχημα και την Παρασκευή πήρε σε μια μαύρη σακούλα ό,τι απέμεινε από τα κόκκαλά της Μάρθης.
Από εκείνη τη φοβερή μέρα μέχρι σήμερα αυτό που την κρατάει στην ίσαλο γραμμή και δεν βυθίζεται είναι η προσπάθεια της να μην ξεχαστεί η τραγωδία που έκοψε τον χρόνο και τη ζωή της στη μέση φέρνοντας όλους μας μπροστά σε έναν βρώμικα και αποκρουστικό καθρέφτη. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί ότι μπορεί το τρένο να μην είναι ασφαλές.
«Πάρε όταν φτάσεις», «αυτό το έγκλημα δεν θα ξεχαστεί», «φταίει η κακιά η χώρα»… Οι διαδηλώσεις που μας τράνταξαν και προσέλκυσαν τα φώτα της δημοσιότητας δημιούργησαν, για λίγο, την αίσθηση ότι το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα άγγιξε κάτι πολύ βαθιά, στον ηθικό πυρήνα του πολιτικού συστήματος, που αισθάνθηκε το βάρος της ευθύνης για μια διαχρονική παθολογία που αποδείχθηκε δολοφονική.
Όμως ο θόρυβος κόπασε γρήγορα και η Μαρία Καρυστιανού έμεινε μόνη στην οδύνη της. Όχι, δεν επικοινώνησε ποτέ κανείς, από την πολιτεία, μαζί της. Δεν πήρε ούτε μια επιστολή, που το θεωρούσε αυτονόητο, και δεν της προσφέρθηκε κάποια ενημέρωση ούτε για την πορεία της δικαστικής έρευνας, ούτε για οτιδήποτε άλλο.
Η ίδια κίνησε γη και ουρανό για να μάθει. Μίλησε με διασώστες, εμπειρογνώμονες, δικηγόρους, δικαστές, εργαζόμενους στον ΟΣΕ. Ήθελε να ξέρει τι ακριβώς συνέβη εκείνο το μοιραίο βράδυ, τι προηγήθηκε, για δεκαετίες, και τι ακολούθησε.
Είναι βέβαιη ότι η δικαστική έρευνα προχωρά αργά και χωρίς τίποτα να δείχνει ότι, τελικά, θα έρθει η κάθαρση. Αυτό που βλέπει είναι ότι πέφτει ο λίθος του αναθέματος στον σταθμάρχη για να κλείσει ο φάκελος με τον πιο προσχηματικό τρόπο.
Την έπνιγε η οργή και η απελπισία, αφημένη στον πόνο της, και αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός συλλόγου γύρω από τον οποίο θα συγκεντρωθούν οι πληγέντες από την τραγωδία των Τεμπών, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε επειδή επέβαιναν στο τρένο της φρίκης και επέζησαν είτε επειδή έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα.
Την ίδια ιδέα είχε και η Τάνια Κωνσταντινίδη, που έχασε τη μητέρα της, Βασιλική Χλωρού, στο δυστύχημα. Επέστρεφε από τη Λάρισα, μια μέρα μετά από την υπόλοιπη οικογένεια της, και δεν έφτασε ποτέ στο σπίτι τους. Είναι 27 χρόνων, δασκάλα κολύμβησης, έχει τρία αδέλφια και μαζί τους, μαζί και με τον πατέρα της, Χρήστο, έχει κάνει σκοπό της ζωής της να μην αφήσει αυτή η δολοφονία, όπως λέει, να χαθεί στη λήθη.
Της ήρθε ένα sms και της τηλεφώνησε μία ψυχολόγος που την ενημέρωσε ότι μπορεί να επικοινωνήσει με ένα πενταψήφιο νούμερο για ψυχολογική στήριξη. Το έκανε, μίλησε με έναν κοινωνικό λειτουργό, ζήτησε να συναντήσει κάποιον ειδικό και της απάντησαν ότι δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, παραπέμποντας την σε νοσοκομείο. Πήγε στο ΑΧΕΠΑ όπου της είπαν ότι μπορούν να της δώσουν αντικαταθλιπτικά, αν χρειαστεί, και να της γράψουν άδεια από τη δουλειά της, αλλά καμία πρόνοια για ψυχοθεραπεία. Όμως χρειαζόταν επειγόντως ψυχοθεραπεία και, φυσικά, κατέφυγε σε ιδιώτη.
Έμαθε από τα ΜΜΕ για τα μέτρα στήριξης συγγενών θυμάτων που έχασαν τη ζωή τους στην τραγωδία των Τεμπών και αναζήτησε το σχετικό ΦΕΚ αλλά δεν καταλαβαίνει ποιο είναι το αποτέλεσμα στην πράξη. «Αυτή η νομική υποστήριξη και οι άμεσες αποζημιώσεις πώς προκύπτουν;» ρωτάει. Δεν ξέρει πώς να ενημερωθεί ούτε αν, τελικά, θα έχουν οποιαδήποτε βοήθεια. Είναι δύσπιστη. Και έγινε ακόμη περισσότερο καχύποπτη από τότε που μίλησε σε ένα κανάλι. «Το μετάνιωσα, έδειξαν μόνο το κλάμα, τίποτα από όσα είπα».
Η Μαρία Καρυστιανού και η Τάνια Κωνσταντινίδη παίρνουν μέρος στις πορείες που διοργανώνει ο σύλλογος πληγέντων «Τέμπη 2023», προσπαθούν να βρουν και άλλους που βιώνουν το ίδιο δράμα, για να ενώσουν τις δυνάμεις τους, να γίνουν πιο ορατοί, να ακουστούν. Μεταξύ τους καταλαβαίνονται.
Αισθάνονται πως έχουν δίπλα τους την κοινωνική πλειοψηφία και πιστεύουν ότι δίνουν έναν αγώνα που αφορά τους πολλούς και το μέλλον. Μιλούν για διαφθορά, πελατειασμό, συγκάλυψη και προστασία των «πάνω», φωνάζουν ότι το πλημμέλημα πρέπει να γίνει κακούργημα και δεν καταλαβαίνουν γιατί τα τρένα μπήκαν ξανά στις ράγες χωρίς να υπάρχουν τα αναγκαία εχέγγυα ασφαλείας.
Πιστεύουν ότι μετά τις εκλογές πρέπει να εκπονηθεί, με διακομματική συνεννόηση, ένα εθνικό σχέδιο για τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρόμου και να δοθούν σε σταθμούς και σε αμαξοστοιχίες τα ονόματα των 57 αδικοχαμένων επιβατών – ανάμεσά τους η Μάρθη και η Βάσω.
Μια επιζήσασα, νέα, όμορφη και ευτυχισμένη μέχρι τότε, που δεν ήθελε να αναφερθεί το όνομα της, έχει συμπτώματα μετατραυματικού στρες (PTSD): Ακούει ξαφνικά τους ήχους της σύγκρουσης και βλέπει συνεχώς μπροστά της λιωμένα σίδερα και καμένα σώματα. Κανείς δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί της για οποιονδήποτε λόγο, δεν της προσφέρθηκε ούτε βοήθεια ούτε ενημέρωση, για λίγες μέρες την κυνηγούσαν τα μικρόφωνα, μετά εξαφανίστηκαν. Δυσκολεύεται να μαζέψει τα κομμάτια της, όπως λέει, φοβάται ότι την επόμενη στιγμή μπορεί να συμβεί ξαφνικά ένα μεγάλο κακό, αισθάνεται πολύ μόνη και μακριά, δεν ξέρει αν θα μπορέσει να γίνει ξανά όπως πριν, να ξεχάσει.