Θα σου διηγηθώ μια ιστορία. Για ένα αγόρι που ένιωθε διαφορετικό από τα άλλα. Γιατί δεν το ενδιέφερε το ποδόσφαιρο, ούτε η πάλη, ούτε το αν φάνηκαν στο σώμα του τα πρώτα σημάδια της εφηβείας.
Θα σου διηγηθώ μια ιστορία για ένα αγόρι που ζούσε σε ένα χωριό, κάπου στη βόρεια, βαθιά συντηρητική Ελλάδα του 2000.
Εκεί που ο πατέρας κάθε μέρα πήγαινε από χωριό σε χωριό περνώντας πλακάκια και η μητέρα δούλευε στα ξενοδοχεία καθαρίστρια μαζί με τόσες άλλες συντοπίτισσες. Και όλοι μεταξύ τους γνωρίζονταν και ήθελαν τα παιδιά τους να μεγαλώσουν, να βρουν ένα ταίρι και να παντρευτούν. Για να δουν εγγόνια και, γενικώς, να ικανοποιήσουν την εθιμοτυπική προσταγή της “φύσης”.
Το αγόρι ήξερε πως δεν του άρεσαν τα κορίτσια ερωτικά. Κι όμως οι καλύτερές του φίλες ήταν δίπλα του. Αλλά και αγόρια που, παρέα όπως όλο το τσούρμο σε κάθε χωριό, έβγαιναν και διασκέδαζαν όλοι μαζί, σαν οικογένεια. Μια οικογένεια που η άγουρη, ακαλλιέργητη νιότη δεν της επέτρεπε και πολλές παρεκτροπές από τις προσταγές της “φύσης”.
Ένα βράδυ όμως το αγόρι, που αναγκαστικά για να “ανήκει”, είχε μάθει καλά την τέχνη της καταπίεσης, θάβοντας τα θέλω και τις επιθυμίες του κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας του οικογενειακού σπιτιού, ξέχασε πως είχε αφήσει τον υπολογιστή του ανοιχτό και οι γονείς του είδαν μερικές τολμηρές φωτογραφίες που, κάθε έφηβος σε όλη την πλάση χρησιμοποιεί για να ανασκάψει τις ερωτικές του επιθυμίες. Ήταν φωτογραφίες ημίγυμνων ανδρών.
Οι Ομηρικές στιγμές μάχης που ακολούθησαν μέσα στο σπιτικό υπήρξαν χαρακιά ανεξίτηλη στην ψυχή του. Τόσο βαθιά που το ίδιο το αγόρι σκέφτηκε, λίγες ημέρες μετά, αφότου άλλαξε ριζικά η μέχρι τότε ζωή του γεμίζοντας με απαγορεύσεις, νουθεσίες και ραντίσματα από τον παπά της ενορίας με άρωμα από έντονες ψυχοφθόρες απειλές, να χαρακώσει και τα χέρια του. Κάθετα το δεξί, με ένα “σας αγαπώ” στο αριστερό, τελειώνοντας έτσι την ζωή του.
Η ιστορία, δυστυχώς, δεν είναι φανταστική, ούτε μοναδική, ούτε η τελευταία. Η βαθιά συντηρητική κοινωνία της Ελλάδας που, ακόμα ορκίζει κυβερνήσεις παρουσία ιερέων οι οποίοι, πιθανώς, τα βράδια να εκμεταλλεύονται τέτοια, άγουρα, φοβισμένα και τρομαγμένα από την κοινωνία αγόρια, έχει λησμονήσει κάθε φιλοσοφική χροιά της χριστιανοσύνης και εν γένει κάθε θρησκείας που, υποτίθεται, κηρύσσει την αγάπη.
Κανένας Χριστός δεν μίλησε για μίσος. Πουθενά η φιλοσοφία δεν εμφυσεί ενοχές, παρά μόνο ήθος και ελευθερία. Κι αν κάποτε, πριν 2500 χρόνια, ήταν ηθικός ο Πάνας, ευτυχώς πλέον, έστω και αργά, μετά από έναν μεσαίωνα μισογυνισμού και καύσης μαγισσών, η γυναίκα μπορεί να ψηφίζει και να έχει – μερικώς δυστυχώς – ίσα δικαιώματα με τους άνδρες.
Πέρασαν σχεδόν 400 χρόνια για να αθωωθούν οι μάγισσες του Σάλεμ που, τότε, απαγχονίστηκαν κατηγορούμενες για μαγεία.
Πόσα χρόνια ακόμα θα χρειαστούν για να μην αυτοχειρούν τα ομοφυλόφιλα παιδιά, αγόρια και κορίτσια και να μην εκφοβίζονται από την κοινωνία, τους συναδέλφους, την ίδια τους την οικογένεια; Πόσα ακόμα αγόρια και κορίτσια θα πρέπει να “αθωώσουμε” μετά από 100, 200, 500 χρόνια;
Το Pride, είναι εδώ, θα είναι εδώ όχι για να προκαλεί, όχι για να ενοχλεί, αλλά για να δηλώνει παρουσία, ύπαρξη, δικαίωμα στη ζωή, δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, τον έρωτα που με τόσο μίσος η κοινωνία αρνείται πεισματικά στους συνανθρώπους. Δικαίωμα στην συντροφικότητα και την απλή, μοναδική, αξιοπρεπή ύπαρξη του καθενός. Κι επειδή η Ελλάδα είναι βαθιά, ταρταρωδώς συντηρητική, το Pride θα τη συνοδεύει για πολλά, δυστυχώς πάρα πολλά χρόνια ακόμα. Όπως και η θλίψη που θα το περιβάλλει, αέναα, έως ότου δεν είναι πια απαραίτητο.