Υπάρχουν ακόμα συνάνθρωποι που αναρωτιούνται για τους λόγους που οι εργάτες τουρισμού έχουν γίνει ακριβοθώρητοι. Μάγειρες, σερβιτόροι, ρεσεψιόν και καθαρίστριες είναι μερικοί από τους οποίους χρειάζεται κάποιο μεγάλο ξενοδοχείο, για να λειτουργήσει αυτούς τους πέντε, έξι ή επτά μήνες της ελληνικής “σεζόν”.
Της καλοκαιρινής δηλαδή “γαλέρας” που ο κάθε εποχιακός εργάτης καλείται να ολοκληρώσει ώστε στους λίγους αυτούς μήνες να βγάλει τα χρήματα για να περάσει δώδεκα. Αμέτρητοι οι Μπεν Χουρ κωπηλατούν αρειμανίως επί 12ωρα με, πολλές φορές, λιγότερες δηλωμένες ώρες εργασίας αλλά και μειωμένα ένσημα.
Συμφωνίες που βασίζονται στην ανάγκη της εποχιακής εργατικής τάξης να δουλέψει ώστε να επιβιώσει από τα αλλεπάλληλα κύματα ακρίβειας. Και δώστου μπαμ και μπουμ ο τυμπανιστής της γαλέρας να παίζει όπως θέλει και επιθυμεί το ρυθμό της εργασίας. Με απλήρωτες υπερωρίες και “έκτακτες” και κυρίως απλήρωτες νύχτες καθαριότητας στην κεντρική κουζίνα γιατί “αύριο έρχεται ο ΕΦΕΤ για έλεγχο”.
Και μπαμ και μπουμ το τύμπανο όσο κωπηλατεί ο Μπεν Χουρ της σεζόν, κάθιδρος να επιστρέφει κάθε βράδυ στην “καμπίνα” του, στοιβαγμένος με άλλους τρεις ή τέσσερις αν είναι τυχερός. Σε κάποιο δωμάτιο δίχως παράθυρα, παρέα με έντομα και άλλα έρποντα, να πλένει τα ρούχα του στο χέρι. Αλλά ο τυμπανιστής αγέρωχος, σαν καλός και γνήσιος δεσμοφύλακας να ορίζει τα “μαύρα” και τα φανερά χρήματα της αμοιβής.
Και ο μικρός, 18χρονος που ξεκινάει τώρα τη δουλειά, σέρβις σε κάποιο μπαρ παρά θιν’ αλός, θα μαγευτεί από το χιλιάρικο που θα του τάξουν και “τα τιπς μοιρασμένα”. Και θα δουλέψει, με ζήλο και ορμή. Χωρίς να περνά καν από το μυαλό του πως τα μειωμένα ένσημα, κάποτε, σε 40 χρόνια από τώρα, θα τα κυνηγά με την καραμπίνα γιατί δεν θα βρίσκει άνθρωπο να του κολλήσει αυτά που θα του λείπουν, τότε, για να πάρει όποια ψίχουλα σύνταξης θα του αναλογούν.
Η κατάντια είναι τόση, που έφτασαν σε σημείο οι εργοδότες να ζητάνε “αποζημίωση” από τον εργαζόμενο αν αυτός παραιτηθεί, για τον οποιοδήποτε λόγο, ώστε να μη “ζημιωθεί η επιχείρηση”. Κωπηλατούμε άπαντες για τις επιχειρήσεις λες και άπαντες είμαστε επιχειρηματίες. Λες και μας ανήκουν τα μαγαζιά στα οποία δουλεύουμε. Η παγίδα του “βάλε πλάτη” δεν ισχύει όταν η εκμετάλλευση ενέχει μαστίγιο, κουπί, τύμπανα και δεσμοφύλακες.
Έχουμε ξεχάσει, ως φαίνεται, πως ο πλούτος παράγεται από την εργατική τάξη. Έχουμε ξεχάσει (ή σε ορισμένες νεότερες γενιές δεν το μάθαμε ποτέ) πως ο βιοπορισμός είναι μόνο ένας από τους σκοπούς της εργασίας. Η ικανοποίηση, η ποιότητα ζωής, η μελλοντική αποκατάσταση/ασφάλεια σε μεγαλύτερες, πιο νωχελικές ηλικίες, είναι και αυτά κάποιοι στόχοι που επιτυγχάνονται μέσω της εργασίας αλλά κυρίως αποτελούν δικαιώματα.
Σε μια κοινωνία σε οικονομικό πανικό, η αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων οδηγεί στην αποχαύνωση του κωπηλάτη και την άνευ όρων παράδοσή του στις εργασιακές γαλέρες.
Πολιτικά δεν αρκεί να αποτελείς “εγγυητή της Δημοκρατίας” αν τριγύρω σου οι ψηφοφόροι επιλέγουν απολυταρχία και εργασιακό εκφοβισμό γιατί “έτσι έμαθαν”.
Ένας λαός εμπνέεται από φωτεινά πνεύματα, από μεγάλες ιδέες, από μεγάλα μυαλά και αξίες. Σε σκοτεινά χρόνια, ιστορικά, φάνηκε πως χρειάστηκε οδηγούς, ανθρώπους με όραμα, αγωνιστές με γαρύφαλλα, μουσουργούς με ευφυΐα. Η πραγματικότητα δείχνει πως όλοι αυτοί επί του παρόντος είτε είναι καλά κρυμμένοι είτε απλώς δεν υπάρχουν πια. Και κοντόφθαλμα, στο δια ταύτα, μοιραία είναι η απελπισία για το εγγύς μέλλον.
Ο Τσέχοφ είχε μια μαεστρία να μετατρέπει τους ήρωές του από βαλτωμένους και στάσιμους σε χρυσαλίδες ελπίδας. Στις Τρεις Αδερφές έδωσε τη Μόσχα, έναν σκοπό, έναν προορισμό που τις κράτησε ζωντανές, τους έδωσε ελπίδα και συμβόλισε το άφταστο, το αέναα ουτοπικό.
Δεν είναι απαραίτητο να φτάσουμε στη «Μόσχα», αν δεν μπορούμε τώρα ή αύριο. Αρκεί μια μέρα, κάποτε να βρούμε την έμπνευση, τους οδηγούς, τη «Μόσχα» που χρειαζόμαστε για να ξεφύγουμε από τη δική μας, εσωτερική γαλέρα.