Σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν πως αναζητούν και δεν βρίσκουν εργαζόμενους, από εξειδικευμένα και καταρτισμένα στελέχη αλλά ακόμη και ανειδίκευτους εργάτες. Την ίδια στιγμή το ποσοστό ανεργίας, παρότι μειώνεται, να παραμένει σε σημαντικά υψηλά επίπεδα . Τι συμβαίνει;
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Euro2day.gr τα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντική μεταβολς της στάσης των ανέργων στον τρόπο που αντιμετωπίζουν την εργασία και τις νέες προτεραιότητες που θέτουν, κυρίως οι νεότερες γενιές αλλά και οι ίδιοι οι γονείς τους σε αρκετές περιπτώσεις, ως προς τον βαθμό ικανοποίησης στον εργασιακό χώρο.
Πρόκειται για ανθρώπους που έπαψαν, ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση της πανδημίας, να θέτουν την εργασία στο κέντρο της ύπαρξής τους κι αποφάσισαν να περιορίσουν την κατανάλωση στο ελάχιστο, προκειμένου να εξελιχθούν σε συνειδητά άεργους; Είναι τεμπέληδες; Ή μήπως οι Έλληνες, κυρίως οι νεότεροι, αρνούνται να εργαστούν υπό τις παρούσες συνθήκες εργασίας και αμοιβών; Και με τους μεγαλύτερους σε ηλικία άνεργους τι γίνεται; Έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τους νέους ή μήπως για εκείνους δεν χτυπάει πια το τηλέφωνο της ΔΥΠΑ;
Μιλώντας με αρκετούς εργασιακούς συμβούλους της ΔΥΠΑ, τους ανθρώπους που έρχονται καθημερινά σε επαφή με τους εγγεγραμμένους ανέργους, προσπαθώντας να τους κλείσουν ένα ραντεβού με κάποιον υποψήφιο εργοδότη, διαπιστώνει πως η δουλειά τους δεν είναι καθόλου εύκολη. Και μάλιστα, όχι κατά την περίοδο που δεν υπήρχαν εργοδότες και θέσεις εργασίας αντίστοιχες των προσόντων των εργαζόμενων αλλά το τελευταίο διάστημα, καθώς στις 50 προσπάθειες που γίνονται για μια θέση εργασίας, η ανταπόκριση μπορεί να είναι από μόλις 5 ή το πολύ 10 άνεργους.
Υπάρχουν ακόμη και σήμερα προγράμματα -κυρίως για νέους έως 29 ετών- για την κάλυψη 20.000 θέσεων εργασίας, με τουλάχιστον 35.000 – 40.000 επιχειρήσεις να έχουν ανταποκριθεί, καθώς πρόκειται για επιδοτούμενες θέσεις εργασίας στο 100%, που δεν έχουν «κλείσει» αφού δεν έχουν βρεθεί οι συνολικά απαιτούμενοι 20.000 άνεργοι.
Οι ειδικοί που κάνουν το matching, το ταίριασμα μεταξύ των αναγκών των επιχειρήσεων και των προσόντων και δεξιοτήτων των εγγεγραμμένων στα μητρώα της ΔΥΠΑ ανέργων αναζητούν «ζευγάρια» από τις ίδιες περιοχές, με ίδιο Ταχυδρομικό Κώδικα, ή εάν αυτό δεν είναι εφικτό, από όμορους δήμους. Και χωρίζουν τους ανέργους χονδρικά, σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες. Αυτούς που δεν απαντούν καν στα τηλέφωνα ή τα email. Αυτούς που απαντούν και απορρίπτουν τις προτάσεις τους. Αυτούς που δέχονται. Και αυτούς που μάταια περιμένουν μια πρόταση για εργασία…
Δεν απαντούν
Σύμφωνα με αρκετούς εργασιακούς συμβούλους, ένα μεγάλο ποσοστό ανέργων δεν απαντάει στα τηλέφωνα της ΔΥΠΑ ή στα email. Εάν το τηλέφωνο είναι σταθερό, τότε είναι σχεδόν απίθανο να βρεθεί ο άνεργος στο σπίτι. Η επικοινωνία με τα email είναι επίσης δύσκολη. Στην περίπτωση των κινητών τηλεφώνων, είναι πολλοί οι άνεργοι που δεν απαντούν σε άγνωστους αριθμούς, κυρίως τα τελευταία χρόνια καθώς υπάρχει περίπτωση να νομίζουν ότι πρόκειται για κάποια εισπρακτική εταιρεία, τράπεζα, εταιρεία κινητής τηλεφωνίας κ.λπ. που επιδιώκει διακανονισμό οφειλών.
Το πρόβλημα επιδεινώνεται σε περίπτωση που η κλήση γίνει από απόρρητο αριθμό, κάτι που κατά κανόνα αποφεύγουν οι εργασιακοί σύμβουλοι της ΔΥΠΑ.
Ιδιαίτερα οξύ είναι το πρόβλημα της έλλειψης εργαζομένων στον τουρισμό με την εποχικότητα και τις συχνά αντίξοες συνθήκες εργασίας να αποτελούν τα βασικά αντικίνητρα απασχόλησης στα ελληνικά ξενοδοχεία.
Δέκα είναι επιγραμματικά οι βασικές αιτίες του φαινομένου, σύμφωνα με τις έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί αλλά και τις μαρτυρίες ξενοδόχων και εργαζομένων:
• Δύσκολες συνθήκες εργασίας (χειρωνακτική ένταση).
• Ακατάλληλα καταλύματα διαμονής.
• Συχνές αλλεπάλληλες και βραδινές βάρδιες.
• Διπλά και τριπλά καθήκοντα, εποχικότητα (εξαντλητική εργασία τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και τουλάχιστον έξι μήνες με επίδομα ανεργίας).
• Επιδοματική πολιτική που κινητροδοτεί τη μαύρη εργασία.
• Μη ανταγωνιστικά πλέον επίπεδα αμοιβών, απουσία οργανωμένων επιχειρηματικών δομών σε μεγάλο αριθμό ξενοδοχείων χαμηλότερων κατηγοριών.
• Αλλαγές στη νοοτροπία των νεότερων σε ηλικία εργαζομένων.
• Απώλεια εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία της απασχόλησης στα ξενοδοχεία εξαιτίας της πανδημίας.
• Ανταγωνισμός από άλλους κλάδους όπως η οικοδομή και το λιανικό εμπόριο.
• Αύξηση της ζήτησης από το εξωτερικό για διακοπές στην Ελλάδα.
60.000 ελλείψεις
Σε εθνικό επίπεδο εκτιμάται ότι στην αιχμή της θερινής σεζόν του 2022 καταγράφηκαν 60.225 ελλείψεις θέσεων, από τις 262.981 θέσεις εργασίας που προβλέπονται βάσει οργανογράμματος στα ξενοδοχεία. Δηλαδή, το ποσοστό έλλειψης ανήλθε σε 23%, με αποτέλεσμα περισσότερες από 1 στις 5 θέσεις να παρέμεινε κενή. Το ποσοστό έλλειψης ήταν παρόμοιο σε σχεδόν όλα τα τμήματα και κυμαινόταν από 21% έως 24%. Αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από την επικαιροποιημένη μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) με θέμα: «Απασχόληση και ελλείψεις εργατικού δυναμικού στα ελληνικά ξενοδοχεία στην αιχμή της θερινής σεζόν 2022». Η μελέτη εκπονήθηκε με την αξιοποίηση πρωτογενούς έρευνας που διενήργησε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ) στα ξενοδοχεία-μέλη του ΞΕΕ.
Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει πως το φαινόμενο είναι πολύ πιο έντονο σε ξενοδοχεία χαμηλότερης κατηγορίας. Επίσης αποκαλύπτει πως μικρότερες ελλείψεις εμφανίζουν τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων και γεωγραφικά οι περιοχές της Αττικής και του Νότιου Αιγαίου. «Οσο πιο οργανωμένο είναι το εργασιακό περιβάλλον και όσο πιο ώριμη τουριστικά μια περιοχή, τόσο μικρότερες είναι οι ελλείψεις», αναφέρει χαρακτηριστικά στην «Κ» ένας εκ των βασικών συντελεστών της έρευνας.
«Η δουλειά στα ξενοδοχεία και ειδικά στις βασικές ειδικότητες είναι δύσκολη και με ακανόνιστα ωράρια, την ώρα που άλλοι κλάδοι προσφέρουν υψηλότερες αμοιβές και περισσότερο προβλέψιμα ημερομίσθια. Θα σας έλεγα ότι βρισκόμαστε πλέον σε ανταγωνισμό με την οικοδομή για την προσέλκυση εργαζομένων και επί του παρόντος χάνουμε», εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο επικεφαλής εμβληματικού ξενοδοχειακού ομίλου των Αθηνών. «Εμείς δεν αντιμετωπίζουμε πρόβλημα στελέχωσης, αλλά έχουμε δωδεκάμηνη λειτουργία και επιπλέον μπορώ να σας πω ότι ενώ παλιά είχαμε ουρές εργαζομένων να ζητούν δουλειά σε εμάς, τώρα απλούστατα αυτές οι ουρές δεν υπάρχουν», προσθέτει.
Το πρόβλημα της εποχικότητας αναφέρεται τόσο από την πλευρά των εργαζομένων όσο και από αυτήν των εργοδοτών ως μείζον. «Η επιλογή μεταξύ τριών μηνών πολύ σκληρής δουλειάς σε άσχημες συνθήκες εργασίας το καλοκαίρι και είσπραξης επιδομάτων τον χειμώνα έναντι προβλέψιμης σταθερής εργασίας σε άλλους κλάδους, όπως για παράδειγμα το λιανικό εμπόριο ή ακόμα και οι ταχυμεταφορές, είναι εύκολη και είναι εις βάρος του τουρισμού», εξηγεί άλλος ξενοδόχος.
Υψηλότεροι μισθοί
Για πολλούς είναι προφανές πως πρέπει να καταβληθούν πλέον υψηλότεροι μισθοί προκειμένου να πείσουν τους εργαζομένους να επιστρέψουν στον τουρισμό. Να επιστρέψουν, διότι πρακτικά το πρόβλημα δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. «Οπως από το 2013 έως το 2019 έγινε μαζική εισροή εργαζομένων στον κλάδο, έτσι από το 2020 και μετά είχαμε την αντίστροφη τάση», αναφέρει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Γιάννης Ρέτσος. Με απλά λόγια, η πανδημία κλόνισε την εμπιστοσύνη της αγοράς εργασίας για τον τουρισμό. « Η αγορά απασχόλησης έχει αλλάξει ριζικά μετά την πανδημία, ενώ παράλληλα υπάρχουν και ευρύτερες νέες τάσεις όπως η αλλαγή νοοτροπίας μεταξύ των νέων εργαζομένων που αναζητούν καλύτερες αμοιβές, καλύτερες συνθήκες εργασίας και ορατές προοπτικές εξέλιξης», εξηγεί. «Βεβαίως, αυτό το disruption στην απασχόληση δεν είναι ελληνικό πρόβλημα, αλλά διεθνές. Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν ξενοδόχοι και εστιάτορες στη νότια Γαλλία την Ισπανία ή την Ιταλία», προσθέτει. Ωστόσο ξεχωρίζει τα θέματα των συνθηκών εργασίας και της εποχικότητας ως τους δύο βασικότερους λόγους. Σε αυτό το περιβάλλον έρχεται να προστεθεί και η αυξημένη ζήτηση για υπηρεσίες φιλοξενίας στην Ελλάδα, καθώς η χώρα τα τελευταία χρόνια ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά στη λίστα με τους προορισμούς πρώτης προτίμησης ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού. Και αυτό σημαίνει ζήτηση για ακριβότερες υπηρεσίες που απαιτούν περισσότερα χέρια.
Οι στρεβλώσεις
Οσον αφορά το ζήτημα των επιδομάτων και της ανασφάλιστης και «μαύρης» εργασίας, παράγοντες της αγοράς εξηγούν πως υφίστανται στρεβλώσεις οι οποίες εντάθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας, οπότε και χορηγήθηκαν μαζικά έκτακτα επιδόματα στους εργαζομένους στον τουρισμό. Ωστόσο, από τα μέσα του 2022 και μετά αυτή η έκτακτη επιδοματική πολιτική σταμάτησε, όχι όμως και η συνήθης επιδοματική πολιτική. Οι μισθωτοί τουριστικών και επισιτιστικών επαγγελμάτων λαμβάνουν εποχικό επίδομα υπό την προϋπόθεση ότι έχουν πραγματοποιήσει κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της καταβολής του βοηθήματος τουλάχιστον 75 ημερομίσθια και όχι περισσότερα από 50 ημερομίσθια κατά τη χρονική περίοδο από 1ης Οκτωβρίου έως 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου της καταβολής ημερολογιακού έτους. Ετσι, σε ό,τι αφορά τους εργαζομένους συμφέρει να ασφαλίζονται όσες ημέρες απαιτούνται για να πάρουν στη συνέχεια το εποχικό βοήθημα και για τις υπόλοιπες να εργάζονται ανασφάλιστοι. Η ίδια πρακτική συμφέρει φυσικά και εκείνες τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες που βασίζονται στη μαύρη εργασία και την εισφοροδιαφυγή για να επιβιώσουν. Αλλά αυτή η πρακτική βλάπτει τις συνεπείς, σύννομες και οργανωμένες επιχειρήσεις που έχουν μεγάλη σεζόν και δεν θέλουν ή και δεν μπορούν να πληρώνουν μαύρα.
Μία εκ των προτάσεων για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος αφορά τη μείωση της φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους των εποχικώς απασχολουμένων και την παράλληλη κατάργηση των επιδομάτων, ώστε οι καθαρές αμοιβές των εργαζομένων να είναι υψηλότερες προκειμένου να μειωθεί το κίνητρο ανασφάλιστης απασχόλησης.
Στο 11,8% μειώθηκε η ανεργία το α’ τρίμηνο – Αύξηση 83,7% των κενών θέσεων εργασίας το α’ τρίμηνο
Στο 11,8% διαμορφώθηκε το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το α’ τρίμηνο εφέτος, από 11,9% το δ’ τρίμηνο του 2022 και έναντι του 13,8% το α’ τρίμηνο πέρυσι. Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 550.535 άτομα, παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μείωση κατά 14,9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Ωστόσο, 290.132 άνεργοι (ποσοστό 52,7% του συνόλου) είναι μακροχρόνια άνεργοι, καθώς αναζητούν εργασία ένα έτος ή περισσότερο.
Σύμφωνα επίσης με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ:
Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 15,4% έναντι 9% στους άνδρες.
Ηλικιακά, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις ομάδες 15- 19 ετών (33,2%) και 20- 24 ετών (26,1%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (19,3%), 30- 44 ετών (12,5%), 65 ετών και άνω (8,8%) και 45- 64 ετών (8%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται οι Ιόνιοι Νήσοι (20,4%), το Νότιο Αιγαίο (18,1%) και η Δυτική Μακεδονία (15,4%). Ακολουθούν, η Κεντρική Μακεδονία (15,3%), η Ήπειρος (15,1%), η Θεσσαλία (14,6%), η Κρήτη (14,4%), η Στερεά Ελλάδα (13,1%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (12,5%), το Βόρειο Αιγαίο (12,4%), η Πελοπόννησος (10,4%), η Δυτική Ελλάδα (9,9%) και η Αττική (8,1%).
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε διότι η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (36%) είτε διότι απολύθηκαν (15,8%). Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 21,1%.
Η πλειονότητα των ανέργων (52,7%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι). Επίσης, η πλειονότητα των ανέργων έχει ολοκληρώσει έως δευτεροβάθμια εκπαίδευση (60,4%). Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στη ΔΥΠΑ ανέρχεται σε 19,7%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τη ΔΥΠΑ ανέρχεται σε 17,5%.
Ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 4.098.011 άτομα, παρουσιάζοντας μείωση κατά 0,9% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αύξηση κατά 1,3%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (68,8%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (20,3%). Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 8,4%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 6,5%. Η μερική απασχόληση εμφανίζει αύξηση κατά 2,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μείωση κατά 5,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Η προσωρινή απασχόληση έχει αυξηθεί κατά 2,3% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 16,2% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι επαγγελματίες (22,5%) και οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (21,5%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στους ειδικευμένους τεχνίτες και στους ασκούντες συναφή επαγγέλματα (2,7%) ενώ η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στους υπαλλήλους γραφείου (8,3%). Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (10,6%), ενώ η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στους υπαλλήλους γραφείου (11,3%).
Εάν εξεταστεί η εξέλιξη της κατανομής του πλήθους των απασχολουμένων σε ευρείες ομάδες επαγγελμάτων, παρατηρείται ότι, από το α’ τρίμηνο του 2012 αυξάνεται το ποσοστό των απασχολουμένων σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα χαμηλής εξειδίκευσης- τάση που αντιστρέφεται σε κάποιο βαθμό από το 2021. Την ίδια περίοδο μειώνεται το ποσοστό των απασχολουμένων σε χειρωνακτικά επαγγέλματα με εξειδίκευση, το οποίο, ωστόσο, παρουσιάζει αύξηση από το 2021. Το ποσοστό στα μη χειρωνακτικά επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης ακολουθεί αύξηση, ενώ το ποσοστό των απασχολουμένων σε στοιχειώδη επαγγέλματα παραμένει σχετικά σταθερό μετά το 2012. Το ποσοστό των απασχολούμενων στην γεωργία, δασοκομία, κτηνοτροφία και αλιεία εμφανίζει πτωτική τάση από το 2014, με τάση ανόδου τα τελευταία 3 έτη.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (52,8%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40- 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (17,7%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (80,1%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες κατά την εβδομάδα αναφοράς. Το 9,4% των απασχολουμένων δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες, το 3,7% είναι υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης οι οποίοι θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερο και θα μπορούσαν να αρχίσουν να εργάζονται περισσότερο μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, και το 1,5% έχει παραπάνω από μία εργασία.
Τα άτομα που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή «άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού» (δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία), ανήλθαν σε 4.392.839 άτομα. Ειδικότερα, τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού κάτω των 75 ετών ανήλθαν σε 3.168.769 άτομα. Το ποσοστό τους αυξήθηκε κατά 1,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 0,4% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Η πλειονότητα των ατόμων εκτός του εργατικού δυναμικού ηλικίας 15- 74 ετών, είτε δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (45,6%) είτε έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία εργασία τους (23%). Από τα άτομα που εργάστηκαν μέσα στα τελευταία 8 έτη, το μεγαλύτερο ποσοστό σταμάτησε να εργάζεται επειδή συνταξιοδοτήθηκε (54%), ή επειδή η εργασία του ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (21%).
Τέλος, το 90,4% των ατόμων εκτός του εργατικού δυναμικού δηλώνει ότι δεν θέλουν να εργάζονται. Το 1,6% δηλώνει ότι αναζητεί εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι να την αναλάβουν, ενώ το 4,2% δηλώνει ότι είναι διαθέσιμοι για να αναλάβουν εργασία άμεσα αλλά δεν αναζητούν.
Αύξηση 83,7% σημείωσε ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας, στο σύνολο της οικονομίας εκτός από τον πρωτογενή τομέα και τις δραστηριότητες των νοικοκυριών, το α’ τρίμηνο εφέτος σε σύγκριση με το α’ τρίμηνο του 2022 (30.497 και 16.603 θέσεις αντίστοιχα), έναντι αύξησης 148,4% κατά την αντίστοιχη σύγκριση το 2022 προς το 2021.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κενή θέση εργασίας θεωρείται μια νεοδημιουργηθείσα θέση, μια ήδη κενή θέση ή μια θέση που πρόκειται να κενωθεί σύντομα, για την οποία ο εργοδότης έχει προβεί πρόσφατα σε δραστικές ενέργειες για να βρεθεί κατάλληλος υποψήφιος, εκτός της επιχείρησης, και η οποία είναι διαθέσιμη είτε άμεσα είτε στο άμεσο /εγγύς μέλλον. Σημειώνεται ότι οι κενές θέσεις εργασίας αφορούν μόνο στους μισθωτούς.
Δεν θεωρούνται κενές θέσεις εργασίας οι θέσεις εργασίας που θα καλυφθούν από:
-μαθητευομένους χωρίς αμοιβή, είτε από εργοδότες είτε από οποιονδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
-εργολάβους, οι οποίοι δεν βρίσκονται στη μισθολογική κατάσταση.
-προσωπικό που επαναπροσλαμβάνεται ή επιστρέφει από άδεια με αποδοχές ή χωρίς αποδοχές.
-εσωτερικές μετακινήσεις στην επιχείρηση του ήδη υπάρχοντος προσωπικού.
Κενές θέσεις εργασίας στο άμεσο μέλλον είναι οι κενές θέσεις πλήρους ή μερικής απασχόλησης, οι οποίες θα πρέπει να καλυφθούν σε διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών μηνών.