Η (τελευταία;) θητεία αναμένεται να αφιερωθεί στην προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας «Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», σύμφωνα με το Stratfor. Γιατί η συγκυρία τον βοηθά, πώς επηρεάζονται Κύπρος και Ελλάδα. Ο ρόλος της Συρίας. Ο κίνδυνος του λάθους.
Πέντε χρόνια είναι πολύς χρόνος για έναν πολιτικό ηγέτη. Αλλά για ένα έθνος-κράτος όπως η Τουρκία, όπου η πρόοδος μετριέται με όρους δεκαετιών, είναι μόλις μία στιγμή. Μετά την επανεκλογή του στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναμετράται με τον στόχο να καταστήσει την επόμενη (και πιθανώς τελευταία) θητεία του —η οποία λήγει το 2028— ένα καθοριστικό κεφάλαιο στην εν εξελίξει μετατροπή της Τουρκίας σε μια ανεξάρτητη μεγάλη δύναμη.
Τα επόμενα πέντε χρόνια είναι βέβαιο ότι ο Ερντογάν θα προχωρήσει κατά καιρούς σε στρατιωτικές επεμβάσεις, όπως ακριβώς έκανε από τότε που ανέλαβε την εξουσία, το 2002. Αν ενδιαφέρεται να αφήσει κληρονομιά διαρκείας, δεν αποκλείεται να μπει στον πειρασμό να ακολουθήσει βήματα χωρών όπως το Ισραήλ, η Ινδία και η Ρωσία, οι οποίες έχουν κατηγορηθεί -λιγότερο ή περισσότερο- ότι επέκτειναν δια της βίας την επιρροή και την ισχύ τους, παραβιάζοντας το μεταπολεμικό αξίωμα της εδαφικής ακεραιότητας και μη αλλαγής συνόρων.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι το πιο κραυγαλέο παράδειγμα επεκτατισμού. Αλλά οι ενέργειες του Ισραήλ και της Ινδίας στα παλαιστινιακά εδάφη και στο Κασμίρ αντίστοιχα προσφέρουν μια ιδέα για την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους θα μπορούσε να δράσει η Τουρκία. Ο Ερντογάν θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προβεί σε επιθετικές ενέργειες στη θάλασσα για να επεκτείνει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας, να εγκαταστήσει δημοκρατίες μαριονέτες στη μεθόριο με τη Συρία ή ακόμη και να προσπαθήσει μια μονομερή προσάρτηση στην Κύπρο. Όμως, όλες αυτές οι ενέργειες θα απαιτούσαν προσεκτικό χρονοδιάγραμμα, ώστε να μη γυρίσουν μπούμερανγκ υπονομεύοντας τη φιλοδοξία του Ερντογάν να τον θυμούνται ως τον πρόεδρο που οδήγησε την Τουρκία στην πορεία να ξαναγίνει μεγάλη δύναμη.
Η οπτική Ερντογάν για τη μεγάλη Τουρκία
Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Ερντογάν, το 2002, η Τουρκία ζούσε ακόμα στη σκιά των εταίρων της στο ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Όμως ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) άρχισαν γρήγορα να διεκδικούν την ανεξαρτησία της χώρας από τη συμμαχία.
Σε μια πρώτη κίνηση το 2003, το τουρκικό κοινοβούλιο μπλόκαρε την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ από αμερικανικές βάσεις στην Τουρκία. Η κίνηση γέννησε δυσπιστία μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας — και η μνησικακία εδραιώθηκε με τα χρόνια, καθώς η Τουρκία άρχισε να χρησιμοποιεί τη στρατιωτική της δύναμη και το πολιτικό της κεφάλαιο για να αναδιαμορφώσει τη διεθνή φήμη της, από κοσμικό κράτος με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ σε πρωτοϊσλαμιστικό, πρόθυμο να επέμβει σε συγκρούσεις κοντά ή και πιο μακριά, ανεξάρτητα από τη διεθνή κυρίαρχη γνώμη. Η Τουρκία δεν εγκατέλειψε το ΝΑΤΟ, ούτε το ΝΑΤΟ εγκατέλειψε την Τουρκία. Αλλά ο Ερντογάν είχε αποφασίσει πως η Τουρκία πρέπει να κοιτάξει τα δικά της συμφέροντα, μερικές φορές επιθετικά, κάτι που δεν έκανε το ΝΑΤΟ.
Ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία όταν σήμαινε η αρχή του τέλους για το μεταψυχροπολεμικό μονοπολικό momentum της αμερικανικής κυριαρχίας. Ακόμη και τότε, ο Ερντογάν δεν έβλεπε τον κόσμο με όρους «τέλους της ιστορίας», κατά Φράνσις Φουκουγιάμα, και επικράτησης του φιλελεύθερου δημοκρατικού καπιταλισμού, αλλά ως εφαλτήριο για ιστορικές δυνάμεις και ιδεολογίες προκειμένου προοπτικά να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους, ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα καταστολής από τους παγκόσμιους πολέμους και τις ιδεολογικές διαμάχες του 20ού αιώνα. Η Τουρκία θα έμοιαζε γεωπολιτικά περισσότερο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία: μια μεγάλη δύναμη που, αν χρειαζόταν, θα επιδίωκε μονομερώς και επιθετικά το εθνικό συμφέρον της.
Δεν φαίνεται ότι η επόμενη θητεία Ερντογάν θα αλλάξει αυτή την προσέγγιση. Η Τουρκία δεν θέλει να είναι μέρος της Ανατολής ή της Δύσης, ή αναγκαστικά μέρος του ισλαμικού κόσμου (εκτός αν είναι ηγέτιδα δύναμη). Θέλει να είναι η Turkiye, βάσει της επίσημης αλλαγής ονομασίας του 2021. Όπως το βλέπει ο Ερντογάν, η Τουρκία είναι μια μεγάλη δύναμη από μόνη της, με ηγετικό ρόλο στη Μέση Ανατολή, το Ισλάμ, τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, την Κεντρική Ασία, ακόμη και μέχρι την Αφρική. Και πιστεύει ότι τα επόμενα χρόνια θα καθορίζει τις πολιτικές του όλο και περισσότερο με στάτους μεγάλης δύναμης, ακόμη και οδηγώντας σε προσαρτήσεις εδαφών.
Ο Ερντογάν στην εποχή των προσαρτήσεων
Ιστορικά, πρωταρχικό χαρακτηριστικό των μεγάλων δυνάμεων είναι ο εδαφικός επεκτατισμός. Η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα, ούτε χτίστηκε με ειρηνικές εκλογές. Ωστόσο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο επεκτατισμός έγινε ταμπού (σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε με ιδεολογικό επεκτατισμό, μέσω θεσμών όπως το Σύμφωνο της Βαρσοβίας). Οι υπερδυνάμεις ανησυχούσαν ότι κράτη που θα προσπαθούσαν να κατακτήσουν το ένα το άλλο θα μπορούσαν να οδηγήσουν σ’ έναν καταστροφικό Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αλλά σήμερα αυτό το ταμπού έχει αποδυναμωθεί. Το Ισραήλ, η Ινδία και η Ρωσία τα τελευταία χρόνια έχουν προσαρτήσει εδάφη, επίσημα ή ανεπίσημα, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας ή αποτυχίας, χωρίς να πυροδοτηθεί πυρηνικό ολοκαύτωμα ή διηπειρωτικές εχθροπραξίες. Και το έκαναν για να αναδιαμορφώσουν τα κοντινά τους εξωτερικά περιβάλλοντα και να εκπληρώσουν ιδεολογικές επιταγές. Για παράδειγμα, ο στρατηγικός φόβος της Ρωσίας για στρατιωτική περικύκλωσή της από τη Δύση επικαλύπτεται με τη ρωσοκεντρική κοσμοθεωρία που αρνείται την ουκρανική εθνικότητα.
Η Τουρκία έχει παρόμοια κίνητρα για να αναδιαμορφώσει στρατηγικά το περιβάλλον της και να εκπληρώσει την ιδεολογία της στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Συρία και τη Βόρεια Κύπρο. Και αν η παγκόσμια τάξη συνεχίσει να γίνεται πιο πολυπολική και ασταθής τα επόμενα πέντε χρόνια, ο Ερντογάν μπορεί να έχει την ευκαιρία να δράσει.
Ο θαλάσσιος επεκτατισμός της Τουρκίας βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη με την πολιτική της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας», η οποία προβλέπει την επέκταση των τουρκικών εδαφικών διεκδικήσεων σε διεθνώς αναγνωρισμένα ελληνικά και κυπριακά ύδατα. Η Τουρκία χρησιμοποίησε πλοία-γεωτρύπανα αλλά και πλοία του πολεμικού ναυτικού για να προωθήσει τις διεκδικήσεις της, προκαλώντας κραυγές διαμαρτυρίας από τη Δύση (και σχεδόν αψιμαχίες με ελληνικά πολεμικά πλοία). Κατά τη διάρκεια της επόμενης θητείας της, η κυβέρνηση Ερντογάν πιθανότατα θα αποπειραθεί να εδραιώσει περαιτέρω τις τουρκικές διεκδικήσεις για την περιοχή – στοιχηματίζοντας ότι η Δύση, που τώρα επικεντρώνεται στον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν είναι σε πραγματική θέση να επιβάλει ουσιαστικές κυρώσεις ή να εμποδίσει τέτοιο επεκτατισμό. Οι περιστασιακές γεωτρήσεις, που προστατεύονται από το τουρκικό ναυτικό, θα μπορούσαν επίσης να γίνουν μόνιμες.
Τουρκία: «Γαλάζια Πατρίδα» με στόχο να «σβήσει» τα ελληνικά νησιά
Το 2019 η Αγκυρα προχώρησε σε δύο «ανορθόδοξα» ή «πλευρικά ανοίγματα» (για να χρησιμοποιήσουμε σκακιστική ορολογία) πάνω στη σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου. Με επιστολή που κοινοποίησε προς τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ στις 13 Νοεμβρί-ου, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στα Ηνωμένα Εθνη, Φεριντούν Σινιρλίογλου, ήρθε να διατυπώσει τουρκικές διεκδικήσεις που εκτείνονται δυτικότερα του 28ου μεσημβρινού και της Ρόδου, προς τις ανατολικές ακτές της Κρήτης, περιορίζοντας έτσι τα νησιά (την Κύπρο, την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα κ.ά.) στα χωρικά τους ύδατα των 6 ή 12 ναυτικών μιλίων (6 για τα ελληνικά νησιά και 12 για την Κύπρο).
ις εν λόγω διεκδικήσεις της Τουρκίας τις έχουμε, βέβαια, ξαναδεί στους χάρτες της καλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας». Είναι, όμως, η πρώτη φορά στα χρονικά που εκείνες διατυπώνονται σε επίσημο έγγραφο της Τουρκίας προς τον ΟΗΕ, με την τουρκική διπλωματία πλέον να πορεύεται στον δρόμο που χάραξαν όχι Τούρκοι διπλωμάτες, αλλά Τούρκοι στρατιωτικοί όπως ο σήμερα απόστρατος ναύαρχος Τζεμ Γκιουρντενίζ (ήδη από το 2006), ο εν ενεργεία ναύαρχος Τζιχάτ Γιαϊτζί (ήδη από το 2011), ο πρώην αρχηγός του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού και σήμερα απόστρατος ναύαρχος Μπουλέντ Μποστανόγλου (από το 2015, μέσα από τις σελίδες της στρατηγικής «Türk Deniz Kuvvetleri Stratejisi», περίοπτη θέση στην οποία κατείχε η φράση «Ισχυροί στη θάλασσα, ασφαλείς στην πατρίδα. Παρόντες στη θάλασσα, σημαίνοντες στον κόσμο»), αλλά και ο σημερινός υπουργός Αμυνας της Τουρκίας, Χουλουσί Ακάρ.
Ηταν ο Τζιχάτ Γιαϊτζί μάλιστα που το 2011, μέσα από τις σελίδες του τεύχους υπ’ αριθμόν 14 της τουρκικής «Επιθεώρησης Στρατηγικών Ασφαλείας» («Guvenlik Stratejileri Dergisi»), υποστήριζε ότι «θα ήταν απαραίτητο για την Τουρκία να συνάψει μια συμφωνία οριοθέτησης ζωνών θαλάσσιας δικαιοδοσίας με τη Λιβύη». Περίπου οκτώ χρόνια μετά, στις 27 Νοεμβρίου 2019, ο Ερντογάν και ο Λίβυος πρωθυπουργός Φαγιέζ αλ Σάρατζ (ο οποίος ελέγχει όμως μόνο ένα μικρό μέρος της εμφυλιοπολεμικής Λιβύης ως επικεφαλής της καλούμενης Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας), θα υπέγραφαν από την Κωνσταντινούπολη ένα μνημόνιο κατανόησης (MoU) για τον «καθορισμό» των μεταξύ τους «θαλασσίων δικαιοδοσιών».
Στις αρχές Δεκεμβρίου, η Τουρκία θα κοινοποιούσε μάλιστα και στα Ηνωμένα Εθνη τις συντεταγμένες των επιδιωκόμενων θαλασσίων οριοθετήσεων, όπως εκείνες αποτυπώνονται στο επίμαχο τουρκο-λιβυκό MoU. Οι εν λόγω συντεταγμένες, ωστόσο, επεκτείνουν τις τουρκικές εδαφικές διεκδικήσεις στη Μεσόγειο έως και τις ακτές της νοτιοανατολικής Κρήτης, αμφισβητώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και «σβήνοντας» τις θαλάσσιες ζώνες ελληνικών νησιών, όπως είναι το Καστελόριζο, η Ρόδος, η Κάρπαθος και προφανώς η Κρήτη. Σύμφωνα με την τουρκική άποψη, τα εν λόγω νησιά θα πρέπει να περιοριστούν στα χωρικά τους ύδατα των 6 ναυτικών μιλίων, και η Κύπρος (η «εκλιπούσα» σύμφωνα με τους Τούρκους) στα δικά της χωρικά ύδατα των 12 ναυτικών μιλίων.
Η αυγή του 2020 βρήκε την Τουρκία, αναθεωρητική όσο ποτέ άλλοτε, να διατηρεί «κατά πάγια πρακτική» όλες τις «παραδοσιακές» προκλήσεις και διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας (διαφορά για την υφαλοκρηπίδα, casus belli στο Αιγαίο σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, γκρίζες ζώνες, αποστρατιωτικοποίηση νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, αμφισβήτηση του FIR Αθηνών, αμφισβήτηση των ορίων έρευνας και διάσωσης στο Αιγαίο, παρουσίαση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη ως «τουρκικής» κ.ά.). Ειδικά στο θέμα της υφαλοκρηπίδας, που πλέον αποκτά ακόμη μεγαλύτερη «αξία» λόγω και των ενεργειακών εξελίξεων, η Τουρκία εμφανίζεται πια να έχει επεκτείνει μέσω Λιβύης τις διεκδικήσεις της από τον 28ο μεσημβρινό, νοτίως δηλαδή της Ρόδου, που αποτελούσε άλλοτε το όριο για τους Τούρκους, έως και την Ιεράπετρα, αμφισβητώντας πλέον όχι μόνο την επήρεια του Καστελόριζου (του «πολύ μικρού» αλλά και «πολύ κοντινού» στην αχανή τουρκική ακτογραμμή για να δικαιούται θαλάσσιες ζώνες πέραν των χωρικών του υδάτων, σύμφωνα με την Αγκυρα), αλλά και πολύ μεγαλύτερων νησιών, όπως είναι η Ρόδος, η Κάρπαθος και η Κρήτη.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα δεν έχει οριοθετήσει ΑΟΖ με κανένα από τα γειτονικά της κράτη, ενώ υφαλοκρηπίδα έχει οριοθετήσει μόνο με την Ιταλία. Τα παράνομα και αυθαίρετα τουρκο-λιβυκά μνημόνια του 2019 έμελλε ωστόσο να λειτουργήσουν και ως αιτία άμεσης κινητοποίησης. Ως εκ τούτου, πλέον κινούνται διαδικασίες από την ελληνική πλευρά προκειμένου να «επικαιροποιηθεί» η συμφωνία με την Ιταλία, ώστε να περιλαμβάνει και την ΑΟΖ (όχι μόνο τον βυθό δηλαδή που είναι η υφαλοκρηπίδα αλλά και τα υπερκείμενα ύδατα). Στο ίδιο πλαίσιο ενεργοποιούνται εκ νέου και οι διαδικασίες για την οριοθέτηση (τμηματική σε πρώτη φάση ή όχι, μένει να φανεί) ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Οσο για το ενδεχόμενο μιας τμηματικής επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων που θα ξεκινά από το Ιόνιο, το οποίο είχε προωθήσει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, εκείνο δεν φαίνεται να έχει κερδίσει έδαφος ως επιλογή, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν φωνές εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου που έχουν δηλώσει δημοσίως ότι θα έβλεπαν θετικά μια τέτοια κίνηση από την πλευρά της Ελλάδας.
Η περίπτωση της Συρίας
Η Συρία παρουσιάζει επίσης ευκαιρίες δόξας για τον Ερντογάν. Εδώ, η Τουρκία επιδιώκει τόσο να αποτρέψει την εμφάνιση ενός κουρδικού κράτους που θα μπορούσε κάποτε να απειλήσει την εδαφική ακεραιότητα της ίδιας της Τουρκίας όσο και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τα εκατομμύρια Σύρους που διέφυγαν από τον εμφύλιο.
Θεωρητικά, και οι δύο στόχοι θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω της συμφιλίωσης με τη Δαμασκό, καθώς ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ υπόσχεται να επιτρέψει στους πρόσφυγες να επιστρέψουν και να εμποδίσει τις κουρδικές επιθέσεις από τη Συρία. Αλλά αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολύ δύσκολο να το χειριστεί το πολιτικό σύστημα του Άσαντ, καθώς ο ολοκληρωτισμός του ενδεχομένως θα αποσταθεροποιηθεί από τέτοιες υποσχέσεις.
Αυτό το αδιέξοδο οδήγησε την Τουρκία να δημιουργήσει τις δικές της μόνιμες ουδέτερες ζώνες, χτίζοντας τουρκικά σχολεία, νοσοκομεία και πανεπιστήμια στη βόρεια Συρία, ως δομικά στοιχεία μιας πολιτισμικής, αν όχι πολιτικής προσάρτησης. Η Τουρκία δεν θα προσαρτούσε επισήμως τα συριακά εδάφη. Αντίθετα, θα μπορούσε να επαναλάβει το μοντέλο των κατεχόμενων της Κύπρου, δημιουργώντας κρατίδια-μαριονέτες ή αυτόνομες ζώνες κατά μήκος των συνόρων Συρίας-Τουρκίας.
Όμως, πάνω απ’ όλα αυτά θα βρίσκεται ο πειρασμός της προσάρτησης της Κύπρου, κάτι που θα συνεπαγόταν θρίαμβο για τους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές που αποτελούν την πολιτική και ιδεολογική βάση του Ερντογάν. Ο άμεσος έλεγχος των Κατεχόμενων θα παγιώσει επίσης τις τουρκικές αξιώσεις για κοιτάσματα φυσικού αερίου στα ύδατα που περιβάλλουν το νησί.
Οι σύμμαχοι παραμένουν επιφυλακτικοί αναφορικά με τις τουρκικές προθέσεις στην Κύπρο. Μόλις πέρυσι, ο Αμερικανός γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ, σημαντικός επικριτής των πιθανών πωλήσεων F-16 στην Τουρκία, κατηγορούσε τον Ερντογάν ότι σκοπός του ήταν τελικά να προσαρτήσει το βόρειο μισό του νησιού. Μια κίνηση προσάρτησης θα οδηγούσε σχεδόν σίγουρα σε διπλωματική κρίση με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, καταστρέφοντας τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Πιθανότατα θα προμήνυε επίσης σημαντικές κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ κατά της Άγκυρας, που θα κινδύνευαν να κλονίσουν περαιτέρω την ήδη εύθραυστη οικονομία και το νόμισμα της Τουρκίας.
Οι ανησυχίες για μεγάλη στρατιωτική κλιμάκωση στην Κύπρο και οι επακόλουθες διπλωματικές και οικονομικές επιπτώσεις έχουν μέχρι στιγμής συγκρατήσει την Τουρκία. Αλλά η Άγκυρα μπορεί να μπει στον πειρασμό να πραγματοποιήσει μια προσάρτηση εάν η διεθνής κατάσταση αποσταθεροποιηθεί αρκετά ώστε να μην απειλείται η Τουρκία από τέτοιες επιπτώσεις.
Η Κύπρος κατέχει ιδιαίτερη θέση στην τουρκική εθνικιστική ιδεολογία. Από την οθωμανική εποχή, ο εθνοτικά τουρκικός πληθυσμός της μοιράζεται το νησί με τους Έλληνες, τον κύριο αντίπαλο της Τουρκίας. Την εισβολή του 1974 κινητοποίησε το σχέδιο της Τουρκίας να αποτρέψει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Τα επόμενα χρόνια θα φέρουν σίγουρα και νέες γεωπολιτικές κρίσεις, μερικές από τις οποίες μπορεί να επαυξήσουν τη στρατηγική αξία της Τουρκίας για τη Δύση και, ακολούθως, να μειώσουν την προθυμία των ΗΠΑ και της Ευρώπης να επιβάλουν κυρώσεις σε μια αναθεωρητική Τουρκία που θα προσαρτούσε τη Βόρεια Κύπρο. Μια οξυμμένη αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας για την Ταϊβάν, για παράδειγμα, θα μπορούσε να κάνει τη Δύση πιο διστακτική ως προς την απομόνωση της Τουρκίας, καθώς η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της προσπαθούν να αποκόψουν το Πεκίνο από τους εμπορικούς και αμυντικούς εταίρους του. Αν η Ρωσία πάρει στρατιωτικά το πάνω χέρι στην Ουκρανία, ίσως υπάρξει παρόμοιο αποτέλεσμα. Και άλλα απρόβλεπτα γεγονότα θα μπορούσαν να αυξήσουν τη στρατηγική αξία της Τουρκίας, επιτρέποντας στην Άγκυρα να ξεπεράσει τους διεθνείς περιορισμούς ώστε να εκπληρώσει τον στόχο της να ξαναγίνει μεγάλη δύναμη.
Κίνδυνος παρανόησης
Ωστόσο, η Τουρκία δεν αποκλείεται να μη διαβάζει σωστά τα πράγματα. Η ικανότητά της να επεκταθεί αυξάνεται όσο οι βασικοί δυτικοί σύμμαχοί της δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιβάλουν κυρώσεις στην Άγκυρα. Επεκτείνεται επίσης όσο άλλες μεγάλες δυνάμεις (όπως η Ρωσία και η Κίνα) και περιφερειακές δυνάμεις (όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) αντισταθμίζουν την πιθανή οικονομική ή/και στρατιωτική πίεση. Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων τη βοηθά εν μέρει, καθώς χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα ανταγωνίζονται για επιρροή στην Τουρκία.
Αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με τρόπο που να ωφελεί την Τουρκία τα επόμενα πέντε χρόνια. Η αποκλιμάκωση παραμένει πιθανή εκδοχή τόσο στον πόλεμο της Ουκρανία όσο και στον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας, με αποτέλεσμα ΕΕ, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ να στραφούν περισσότερο στην αντιμετώπιση του επεκτατισμού ενός συμμάχου, όπως η Τουρκία.
Ακόμη και με μια πιο διαφοροποιημένη οικονομία, η Τουρκία θα είναι ευάλωτη στις κυρώσεις της Δύσης και ειδικά των ΗΠΑ την επόμενη πενταετία. Και θα παραμείνει εξαρτημένη από τον δυτικό στρατιωτικό εξοπλισμό πολύ μετά το 2028, κάτι που σημαίνει ότι μια δυτική αποκοπή τέτοιων αγαθών θα επηρέαζε γρήγορα τη στρατιωτική ετοιμότητά της, τη στιγμή που θα προσπαθεί να αναδιαμορφώσει δυναμικά την επιρροή και τα σύνορά της.
Επιπλέον, οποιαδήποτε επεκτατική κίνηση θα έκρυβε τον κίνδυνο να παρασυρθεί η χώρα σε μια ανεπιθύμητη σύγκρουση. Εάν η Τουρκία ξεπεράσει τα όρια και πιέσει πολύ και γρήγορα, θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με έναν πόλεμο στην Κύπρο, μια νέα σύγκρουση Συρίας-Ιράν-Ρωσίας, επικίνδυνες στρατιωτικές αποστολές στη Λιβύη ή ακόμη και πιθανές ναυτικές αψιμαχίες με την Κύπρο ή την Ελλάδα, σύμμαχο στο ΝΑΤΟ. Η Τουρκία θα μπορούσε επίσης να ωθηθεί ξανά σε αντιπαράθεση με τον αραβικό κόσμο. Ακόμη και το Κατάρ, βασικός και συνεπής οικονομικός υποστηρικτής της που ευνοεί τη διπλωματία και την αποκλιμάκωση, μπορεί να αναγκαστεί να αποστασιοποιηθεί εάν η Τουρκία προσαρτήσει επισήμως εδάφη από ένα αραβικό κράτος, όπως η Συρία.
Επιπλέον υπάρχει και η εσωτερική πολιτική. Ένας αντιδημοφιλής πόλεμος ενδεχομένως θα έδινε πλεονέκτημα στην αντιπολίτευση. Ή μπορεί ο Ερντογάν να αναγκαστεί να υποχωρήσει από τον επεκτατισμό του αν υπάρξει ταπεινωτική τροπή των γεγονότων, προκαλώντας σχίσμα στη συμμαχία του με τους υπερεθνικιστές. Ακόμη και οι προειδοποιήσεις για κυρώσεις αρκούν για να καταρρεύσει η ήδη εύθραυστη λίρα και να επέλθει αρκετά βαθιά οικονομική ύφεση, που ασφαλώς θα ανέτρεπε τα σχέδια του Ερντογάν για την Τουρκία μετά το 2028 (είτε περιλαμβάνουν τον διορισμό διαδόχου, είτε νέα θητεία για τον ίδιο).
Παρά τους κινδύνους αυτούς, ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του σκέφτονται πέρα από τον αντίκτυπο των κυρώσεων και του διπλωματικού αποκλεισμού. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι θα εγκαταλείψει τον παρεμβατισμό στη νέα θητεία του. Αλλά το πόσο μακριά θα φτάσει θα εξαρτηθεί από το πόσες ευκαιρίες για επέκταση θα εμφανιστούν τα επόμενα πέντε χρόνια.
Πηγή: Stratfor – Euro2day