Αυτοί φταίνε. Αυτό μας υπαγορεύουν τα πένθη. Τριήμερα ή σαρανταήμερα… Αυτό το δρόμο επιλέγουμε ως κοινωνία. Αυτή τη ρότα χαράσσουμε ως άνθρωποι. Σκοπός ενός πένθους μπροστά στην απώλεια είναι η λήθη. Η τιμή στο νεκρό, τον πνιγμένο, πάει περίπατο ανάμεσα σε βαρύγδουπες δηλώσεις και κροκοδείλια δάκρυα.
Άνθρωποι… Γύρω μας μόνο μίσος. Χρεώνουμε στους άλλους όσα εμείς, πρώτοι, αδιάφορα προσπερνάμε επειδή η τραγωδία, η όποια τραγωδία, δεν μας αγγίζει άμεσα. Ένας πόλεμος στη γειτονιά μας είναι σε εξέλιξη και, μετά από τις φανφάρες την άνοιξη του 22, κανείς πια δεν φωνάζει Slava Ukraini.
Ασχοληθήκαμε με την τιμή της βενζίνης που μας άγγιζε. Με την τιμή του ηλιέλαιου που έφτασε την τηγανιτή πατάτα στα ύψη. Με την τιμή των λιπασμάτων που κι αυτή ανέβηκε, ευκαιριακά και κατά το δοκούν.
Με το τίμημα της Ανθρωπιάς και της Ανθρωπότητας εν τέλει, κανείς δεν ασχολείται. Κανέναν δεν αγγίζει εκ του σύνεγγυς αν σκοτώνεται ο συνάνθρωπος στη Συρία, στην Ουκρανία ή πνίγεται αβοήθητος στα ήρεμα, σκοτεινά νερά της Μεσογείου.
Καθημερινά.
Είναι άλλοι. Δεν είμαστε εμείς. Δεν αφορά στη δική μας νοερή μικρογειτονιά ενός μυαλού που δεν διαθέτει χώρο για Ανθρωπιά κι Αλληλεγγύη. Είναι πάντα κάποιοι άλλοι που φταίνε, κάποιοι άλλοι που ευθύνονται, κάποιοι άλλοι που πρέπει να τρέξουν.
Οι γιαγιάδες της Λέσβου, με την εγκάρδια και απλή βοήθειά τους, υπήρξαν μια λαμπρή σελίδα στην προσφυγική κρίση που μαστίζει ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Είναι δώρο άδωρο να προσπαθεί κάποιος να εξηγήσει πως ένας πρόσφυγας δεν αφήνει την “όμορφη” και γεμάτη πεταλούδες και πασχαλίτσες ζωή του για να περάσει του Ταντάλου τα μαρτύρια ώστε να φτάσει σε ασφαλές έδαφος. Αδιαμφισβήτητα η ζωή ενός πρόσφυγα σε ξένο μέρος είναι (και έχουν φροντίσει φασίζουσες ιδεολογίες γι’ αυτό) ένας καθημερινός αγώνας ανάμεσα σε ξενοφοβία, ρατσισμό και απύθμενη γραφειοκρατία.
Αν αυτή η πραγματικότητα είναι προτιμότερη, από το “να μείνει στη χώρα του και να πολεμήσει”, σημαίνει πως η χώρα του βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε Κόλαση και Άδη.
Ως πότε οι άλλοι θα είναι άλλοι; Ως πότε η ευθύνη θα πέφτει στον ξένο, στον πρόσφυγα, στον μελαχρινό, τον διαφορετικό; Για να απωλέσεις την Ανθρωπιά, σημαίνει πως κάποτε την είχες. Αν την έχασες, δεν φταίει ούτε ο πρόσφυγας, ούτε η Ουκρανία, ούτε η Συρία. Αν λησμόνησες την μία, τη μοναδική αξία που θα έπρεπε να διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα κτήνη (όχι τα ζώα, τα άλλα τα ανθρώπινα), τότε δεν σου φταίει κανένας άλλος. Υπαίτιος είναι μόνο ο ίδιος σου ο εαυτός. Κανένας “άλλος”.
Κλείνοντας θα ήθελα να θυμηθούμε τον Καμύ:
“Κάθε γενιά, αναμφίβολα, πιστεύει ότι θα αλλάξει τον κόσμο. Η δική μου γνωρίζει όμως ότι δεν πρόκειται να το κάνει. Ωστόσο, ο ρόλος της είναι ίσως μεγαλύτερος. Πρέπει να εμποδίσει τον κόσμο να φθαρεί. Κληρονόμος μιας διεφθαρμένης ιστορίας όπου εμπλέκονται αποτυχημένες επαναστάσεις, τεχνικές που ξεστράτισαν, πεθαμένοι θεοί και παρωχημένες ιδεολογίες, όπου μέτρια καθεστώτα μπορούν σήμερα να καταστρέψουν τα πάντα, χωρίς να γνωρίζουν πώς να πείσουν, όπου το πνεύμα ταπεινώθηκε μέχρι που έγινε η υπηρέτρια του μίσους και του καταναγκασμού, αυτή η γενιά όφειλε, στην ίδια και γύρω της, να επανορθώσει, ξεκινώντας από τις δικές της αρνήσεις , κάτι από αυτό που κάνει να ζεις και να πεθαίνεις αξιοπρεπώς.”