Ποια είναι η διαφορά Αριστεράς και Δεξιάς, με ρώτησαν δύο φίλοι, πριν λίγους μήνες. «Για τη δεξιά νεοφιλελεύθερη αντίληψη η ευημερία είναι ατομική υπόθεση, ενώ για την αριστερά προοδευτική λογική η ευημερία μπορεί να εξασφαλισθεί μόνο συλλογικά. Δεν μπορεί κανείς να διατηρήσει την ευημερία του σε ένα περιβάλλον κοινωνικής εξαθλίωσης και οικολογικής κατάρρευσης».
Δεν πρόκειται για ηθικίστικο δόγμα, αλλά για ρεαλιστικό λογισμό. Τα τελευταία χρόνια είχαμε πολλές ευκαιρίες να μάθουμε αυτό το μάθημα.
Η κλιματική κρίση μας δείχνει ότι οι επιλογές ακόμη και κρατών σε άλλες ηπείρους επηρεάζουν, μέσω των ακραίων κλιματικών φαινομένων, την ευημερία και την ασφάλειά μας. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες αποτελούν μεγάλο μέρος, αν όχι την πλειοψηφία των προσφυγικών ροών. Το μοντέλο ανάπτυξης που βασίσθηκε στην εκμετάλλευση των πόρων των φτωχότερων κρατών του Νότου τα στέρησε από τη δυνατότητα να χαράξουν αυτόνομη πορεία, και να αναπτύξουν τις εγχώριες ικανότητές τους, την ίδια στιγμή που η ρύπανση του βιομηχανικού Βορρά έπληττε το Νότο μέσω της οικολογικής υποβάθμισης.
Η ενεργειακή κρίση μας δείχνει ότι δεν μπορούμε να ψάχνουμε εύκολες λύσεις (όπως το φυσικό αέριο) αντί για ουσιαστικό σχέδιο απανθρακοποίησης και ενεργειακής απεξάρτησης (με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), καθώς το ίδιο έκαναν και άλλοι με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούμε σε υψηλές τιμές καυσίμων (πολύ πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία).
Στην υγειονομική κρίση της πανδημίας, συνειδητοποιήσαμε ότι δεν μπορεί να είμαστε ασφαλείς αν δεν εξασφαλίζεται η δημόσια υγεία και δεν υπάρχει ισχυρό δημόσιο ΕΣΥ, για όλους.
Στην οικονομική κρίση, είδαμε ότι η πολιτική της κοινωνικής υποτίμησης που έπληξε τους αδύναμους και το κοινωνικό κράτος, υπονόμευσε συνολικά την ισχύ και αντοχή της οικονομίας. Δεν μειώθηκε μόνο η εσωτερική ζήτηση και η κερδοφορία των επιχειρήσεων. Πιο σημαντική ήταν η αιμορραγία της διαρροής ανθρώπινου δυναμικού, κυρίως των νέων μορφωμένων και εξειδικευμένων που αποτελούν τον πιο πολύτιμο πόρο για οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην περίοδο 2015-2019, παρά τους μνημονιακούς περιορισμούς, το παράλληλο πρόγραμμα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και δημιουργίας θέσεων εργασίας για τους νέους οδήγησε στην ελαχιστοποίηση του brain drain το 2019, κάτι που δυστυχώς επανήλθε στα προ του 2015 επίπεδα από το 2019 μέχρι το 2023, όταν με τη ΝΔ επανήλθαν οι πολιτικές κοινωνικής υποτίμησης (διάλυση εργασιακών σχέσεων, εγκατάλειψη παιδείας και υγείας).
Η λύση της «ακριβής» ανάπτυξης
Δυστυχώς καλλιεργείται στο δημόσιο διάλογο η ψευδαίσθηση ότι η ανταγωνιστικότητα (και συνεπώς η ανάπτυξη) θα έρθει αν μειώσουμε το κόστος. Πρόκειται για άγνοια με τραγικές συνέπειες. Ούτε ανταγωνιστικότητα ούτε ανάπτυξη μπορεί να προκύψει από αυτό το μοντέλο. Συγχέεται το συγκριτικό πλεονέκτημα (οι φυσικοί πόροι, το τοπίο, η γεωγραφική θέση) με το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (τη γνώση, τις υποδομές, την ποιότητα). Το πρώτο αποτελεί «φυσική προίκα» ενώ το δεύτερο είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας στρατηγικής επένδυσης.
Δύσκολα θα βρει κανείς χώρα που αναπτύχθηκε οικονομικά και κοινωνικά χάρη στους φυσικούς πόρους της, δίχως να επενδύσει στο κοινωνικό κράτος και το ανθρώπινο δυναμικό.
Πώς μεταφράζονται λοιπόν αυτά στην πράξη;
Η πολιτική της ΝΔ έχει δύο άξονες. Από τη μία τουρισμός και logistics και από την άλλη αγοραιοποίηση των βασικών υπηρεσιών της παιδείας, της υγείας, της ενέργειας, των μεταφορών. Είναι το λεγόμενο «σενάριο Florida» (από την ομώνυμη πολιτεία των ΗΠΑ), όπου η χώρα θα βασισθεί κυρίως στον τουρισμό και το διαμετακομιστικό εμπόριο. Στον τουρισμό περιλαμβάνεται και η προσέλκυση των ευάριθμων βορειοευρωπαίων συνταξιούχων. Είναι ένα μοντέλο με ελάχιστη εγχώρια προστιθέμενη αξία, με χαμηλά αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης, εκτεθειμένο σε εξωγενείς παράγοντες (πόλεμοι, πανδημίες, ύφεση σε άλλες χώρες κοκ.). Ακόμη και σήμερα βλέπουμε ότι ο μαζικός τουρισμός έχει περιορισμένο θετικό αποτύπωμα καθώς εκτός από τρόφιμα εισάγουμε και εποχικούς εργαζόμενους, ενώ παραβιάζεται η φέρουσα ικανότητα των προορισμών μας, με αποτέλεσμα την περιβαλλοντική υποβάθμισή τους και την πτώση της ποιότητας των υπηρεσιών.
Σε αυτό το σενάριο μικρής εγχώριας προστιθέμενης αξίας, οι επενδύσεις στρέφονται στην κερδοσκοπία των ακινήτων (real estate) και την προσοδοθηρία από την ιδιωτικοποίηση τομέων που θα έπρεπε να αποτελούν θεμέλια της ανάπτυξης (υγεία, παιδεία, μεταφορές, ενέργεια). Τα αποτελέσματα τα έχουμε ήδη δει στις τηλεπικοινωνίες, στην ενέργεια, στις μεταφορές.
Δημιουργία πλούτου ή προσοδοθηρία;
Αυτή η πολιτική είναι λάθος γιατί βάζει το κάρο μπροστά από τα άλογα. Επιδιώκει να μοιράσει τον πλούτο πριν δημιουργηθεί. Στην ουσία εμποδίζει και τη δημιουργία πλούτου και την ανταγωνιστικότητα.
Στη σύγχρονη οικονομία η παραγωγή πλούτου ξεκινάει από τη γνώση και τη δημιουργικότητα. Οι οικονομίες με υψηλή ανταγωνιστικότητα έχουν υψηλά ποσοστά αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και επαγγελματικής εκπαίδευσης στον πληθυσμό – που απασχολούνται σε αντίστοιχες δραστηριότητες έντασης γνώσης στην παραγωγή – και υψηλά ποσοστά ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης. Αντί να βλέπουν την εκπαίδευση ως πεδίο κερδοσκοπίας τη θεωρούν μακροχρόνια επένδυση. Κατανοούν ότι μόνο το κράτος μπορεί να επενδύσει μακροχρόνια στην εκπαίδευση και στην έρευνα και ο παραγωγικός τομέας πρέπει να κάνει αντίστοιχη επένδυση απασχολώντας προσωπικό σε καινοτομικές δραστηριότητες αξιοποίησης της δημόσιας επένδυσης.
Όμως, η εμπειρία του brain drain μας έχει δείξει ότι δεν αρκεί να επενδύσουμε στο ανθρώπινο δυναμικό πρέπει και να το κρατήσουμε στη χώρα και να το αξιοποιήσουμε. Αλλιώς χαρίζουμε σε άλλες οικονομίες και κοινωνίες επένδυση δεκάδων δισεκατομμυρίων Ευρώ.
Πρέπει λοιπόν ο ιδιωτικός τομέας να απασχολήσει το υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό και την έρευνα που παράγει το ελληνικό Πανεπιστήμιο κάνοντας την αντίστοιχη επένδυση. Γιατί μέχρι σήμερα οι μόνοι που τα αξιοποιούν είναι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας. Το πρόβλημα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εγχώριων επιχειρήσεων δεν μπορεί να το κάνει αυτό, να αξιοποιήσει την έρευνα και το ανθρώπινο δυναμικό που παράγεται. Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση, και να αναπτύξει ο παραγωγικός τομέας επιχειρηματική και καινοτομική ικανότητα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσε τις σχετικές δραστηριότητες στις επιχειρήσεις μέσω από προγράμματα όπως το «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ». Επίσης δημιούργησε μέσα από το Equifund νέα επιχειρηματικά κεφάλαια (Venture Capital) που επένδυσαν εκατοντάδες εκατομμύρια σε μία νέα γενιά τεχνοβλαστών και νεοφυών επιχειρήσεων έντασης γνώσης, με σημαντικά αποτελέσματα στην απασχόληση νέων επιστημόνων.
Στο πρόγραμμά του ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει αυτή τη στήριξη με βιομηχανική πολιτική εστιασμένη στην υποστήριξη της Ελληνικής παραγωγής για την ψηφιακή και «πράσινη» μετάβαση, με στόχο την αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας μέσω της καινοτομίας και την αύξηση των εξαγωγών.
Όμως αυτά δεν επαρκούν. Δε γίνεται να έχουμε ανάπτυξη με ανειδίκευτο δυναμικό. Πρέπει να κρατήσουμε τους νέους και να προσελκύσουμε πίσω αυτούς που έφυγαν. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι δεν αρκούν οι τυχόν υψηλοί μισθοί. Σε πρόσφατη επίσκεψή μας σε Ευρωπαϊκές χώρες μας έδωσαν συγκεκριμένα παραδείγματα. Από χώρες με υψηλές αμοιβές, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι νέοι φεύγουν μόλις κάνουν οικογένεια, καθώς οι ιδιωτικοποιήσεις κάνουν απλησίαστες ακόμη και τις πιο βασικές υπηρεσίες όπως ο βρεφικός σταθμός. Από άλλες χώρες, με υψηλές αμοιβές και κοινωνικό κράτος φεύγουν λόγω της δυσκολίας κοινωνικής ενσωμάτωσης και αποδοχής. Όλες οι χώρες έχουν πολιτικές δημόσιας στέγης.
Πιο ελκυστικές είναι οι χώρες με ισχυρό κοινωνικό κράτος και ανοικτές κοινωνίες. Η πρόσβαση στη δημόσια υγεία και παιδεία αποτελεί επένδυση για ένα δυναμικό παραγωγικό μοντέλο. Και οι νέες προκλήσεις απαιτούν ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία κατανοούν ότι δεν φτάνει να υπάρχουν υψηλοί μισθοί, αλλά να επαρκούν και να υπάρχει αίσθηση κοινωνικής ασφάλειας. Η επανακρατικοποίηση στην ενέργεια, η καθιέρωση μηνιαίας κάρτας απεριόριστων διαδρομών με τα μέσα μαζικών μεταφορών αναγνωρίζουν ότι η πράσινη μετάβαση πρέπει να γίνει δίχως να υπονομευθεί η δυνατότητα των εργαζομένων και των οικογενειών τους να έχουν σπίτι, ρεύμα, να μετακινούνται με ασφάλεια και λογικό κόστος. Σε άλλες χώρες οι δημόσιες συγκοινωνίες είναι ήδη δωρεάν.
Η τεχνολογική εξέλιξη και οι κρίσεις ανέδειξαν νέα δικαιώματα στη στέγη, την ενέργεια, τη μετακίνηση, το σεβασμό στη διαφορετικότητα. Οι χώρες που τα εξασφαλίζουν θα προσελκύσουν και τον κρίσιμο πόρο, τους ανθρώπους. Αυτές οι χώρες έχουν και το αντίστοιχο φορολογικό σύστημα, με υψηλή φορολογία στα υψηλά εισοδήματα και χαμηλούς έμμεσους φόρους. Γιατί κατανοούν ότι για να υπάρχουν κέρδη πρέπει να υπάρχει παραγωγή. Γιατί και στην ανάπτυξη, η απάντηση είναι ο άνθρωπος.
Με λίγα λόγια, η πολιτική της ΝΔ, να μειώσει το κόστος ενισχύοντας παράλληλα την κερδοσκοπία στους τομείς που είναι απαραίτητοι για το κρίσιμο ανθρώπινο δυναμικό, είναι μη βιώσιμη. Η αντίφαση είναι προφανής. Η αντίληψη της ΝΔ για το ανθρώπινο δυναμικό (και το περιβάλλον) ως κόστος και όχι παραγωγική δύναμη είναι κοντόθωρη, όπως του Χότζα που απορούσε γιατί του ψόφησε ο γάιδαρος.
Από την άλλη, η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ συμβαδίζει με τις απαιτήσεις της οικονομίας της γνώσης. Εξασφαλίζει τις συνθήκες για την παραγωγή, την παραμονή και την αξιοποίηση υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού, δημιουργώντας ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο υψηλής προστιθέμενης αξίας, υψηλών αμοιβών με θεμέλιο ένα εύρωστο κοινωνικό κράτος. Εντέλει, μία σύγχρονη δίκαιη κοινωνία που σέβεται τους πολίτες της. Αυτό είναι και το μόνο ρεαλιστικό μοντέλο ανάπτυξης.
* Ο Γιώργος Σταμπουλής είναι Αν. Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
πηγή: gegonota.news