Η Όλγα Γεροβασίλη δήλωσε χθες (Live news/Mega): «Ο Τσίπρας είναι πολύτιμος για εμάς, την Αριστερά, την προοδευτική παράταξη, την Ελλάδα και την Ευρώπη. Ο Τσίπρας ως πρόεδρος ενός κόμματος της Αριστεράς του 3% έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ κυβερνητική δύναμη. Είμαστε σε μια πορεία που δεν είναι η καλύτερη για μας, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας έχει όλα τα εφόδια και τα προσόντα. Δεν μπορώ να φανταστώ τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Τσίπρα». Παρόμοιες δηλώσεις έχουν κάνει αρκετά στελέχη που θεωρούνται προσκείμενα στον πρόεδρο του κόμματος.
Πολύτιμος, λοιπόν, ο Τσίπρας και ακούγεται, όντως, ως αυτονόητο. Ουδείς αμφισβητεί το πολιτικό του κεφάλαιο και μια διαδρομή που προκάλεσε ρωγμές στον πολιτικό χρόνο. Πολύτιμος, όμως, δεν είναι κάποιος μόνο για όσα σημαντικά έκανε στο παρελθόν- αυτό είναι δουλειά των ιστορικών και θα καταγραφεί στα σχετικά λήμματα της πολιτικής βιβλιογραφίας. Πολύτιμος είναι εκείνος που μεταλαμπαδεύει την εμπειρία του, τις νίκες και τις διδαχές κάθε ήττας του, για να προεκτείνει την αξία του στο μέλλον. Πρέπει, δηλαδή, να πείσει ότι θα είναι χρήσιμος και αύριο. Πώς θα είναι χρήσιμος είναι κάτι που θα αξιολογήσει ο ίδιος και θα λάβει τις αποφάσεις του.
Η κ. Γεροβασίλη -όπως και πάρα πολλοί άλλοι- λέει ακόμα πως “δεν μπορεί να φανταστεί τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Τσίπρα”. Για ευνόητους λόγους δεν τολμά να πει εάν μπορεί να φανταστεί τον Τσίπρα χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Δημήτρης Βίτσας, για παράδειγμα, δήλωσε σαφώς ότι μπορεί να τον φανταστεί: άλλος αρχηγός και ο Τσίπρας πρόεδρος της Κ.Ο!!! Και η μία και η άλλη πλευρά, ωστόσο, αντιπαρατίθενται σχετικά με το μέλλον του αρχηγού και αποφεύγουν να μπουν στην ουσία.
Τι είναι, φερ’ ειπείν, ο ΣΥΡΙΖΑ; Ακριβέστερα, τι είναι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α; Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αυτό λέει η ταμπέλα. Κι εδώ ανοίγει –που δεν ανοίγει ακόμα και ίσως δεν ανοίξει ποτέ– η πραγματική συζήτηση. Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το 2015 και ακόμα περισσότερο μετά το 2019, ριζοσπαστική αριστερά; Ένα κόμμα εξουσίας που έφερε και υλοποίησε (επιτυχώς) μνημόνιο, που αναδέχθηκε υπό πίεση -ή και εκβιασμό- μια σειρά από επώδυνες και αντιλαϊκές πολιτικές, το οποίο συνεργάστηκε (αναγκαστικά, να το δεχτώ…) με ένα σκληρά δεξιό κόμμα (ΑΝΕΛ), που εδώ και καιρό στεγάζει πρώην δεξιούς, σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, εσχάτως “καραμανλικούς” και άλλους, έχει σχέση με την ριζοσπαστική αριστερά; Ένα κόμμα που καλείται –όχι ως εξωτικό πτηνό αλλά επειδή αναγνωρίζεται η ιδεολογική και πολιτική του εγγύτητα με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία– στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές (PES), που έχει υιοθετήσει πλήρως τις στρατηγικές που εφαρμόζει η χώρα από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μέχρι σήμερα, είναι ριζοσπαστική αριστερά; Η Ευρώπη το’χει τούμπανο και κάποιοι στην Κουμουνδούρου κρυφό καμάρι…
Και, εν κατακλείδι, ένα κόμμα εξουσίας που θέλει να μετουσιωθεί σε παράταξη και να διευρυνθεί αμφίπλευρα ώστε να διατηρεί εις το διηνεκές την επαφή του με την διεκδίκηση της διακυβέρνησης της χώρας, δεν μπορεί να περιχαρακώνεται σε μια γοητευτική και “ηρωϊκή” ταμπέλα που όχι μόνο δεν το προσδιορίζει αλλά αφήνει έξω από την πόρτα εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες/ψηφοφόρους που δεν θα αυτοπροσδιορίζονταν ποτέ ως “ριζοσπάστες αριστεροί”, ούτε καν “αριστεροί”. Το brand δεν αλλάζει, θα υποστηρίξουν αρκετοί. Σωστό. Αρκεί, όμως, το brand να μην παραποιεί το περιεχόμενο, να μην αλλοιώνει το “προϊόν” και να μην δρα απωθητικά.
Οι τίτλοι- επωνυμίες έχουν δε ενίοτε και την ικανότητα της υποβολής. Όταν, για παράδειγμα, έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι είσαι ριζοσπάστης αριστερός (σήμερα) υποκύπτεις στον πειρασμό να χαρακτηρίσεις νεοφιλελεύθερο τον πολιτικό σου αντίπαλο χωρίς να αντιλαμβάνεσαι πως (όπως τον κατηγορείς) μια κυβέρνηση που έχει μοιράσει 50 δισ (με επιδόματα) σε τρία χρόνια μόνο νεοφιλεύθερη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Το δίλημμα, λοιπόν, “ΣΥΡΙΖΑ με ή χωρίς Τσίπρα” έχει εύκολη απάντηση εάν πρωτίστως διευκρινιστεί τι θέλει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και τι θέλει και μπορεί να είναι ο Τσίπρας. Παράταξη εξουσίας ανοιχτή σε όλους τους πολίτες με ταμπέλες και αγκυλώσεις που εξ ορισμού αποκλείουν ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δεν μπορεί να γίνει.
Αλλά και για έναν επιπλέον πολύ σημαντικό λόγο.
Πώς γίνεται ένα κόμμα παράταξη εξουσίας ανθεκτική στο χρόνο; Ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς περιορίζει εκ των πραγμάτων το εκλογικό ακροατήριο και εμμέσως αποκλείει τον μεγάλο (λεγόμενο) κεντρώο χώρο. Αυτός ο χώρος όμως δίνει τις εκλογικές νίκες και αυτός ακριβώς ο χώρος αναδεικνύει τα κόμματα εξουσίας. Ο Αλέξης Τσίπρας το είχε κατανοήσει και είχε ξεκινήσει αυτή την στροφή. Καθυστέρησε όμως, δίστασε και γενικώς δεν ήταν πειστικός. Οι εσωκομματικοί αμφισβητίες (του) θεωρούν πως αυτή η στροφή ήταν που προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό την συντριβή. Ουδέν ανακριβέστερο: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κράτησε το 2019 το 31,5% επειδή τον ψήφισαν ριζοσπάστες αριστεροί (όπως και το 2015) αλλά επειδή έλαβε εντολή για να ανοίξει. Οποιαδήποτε επιστροφή στον ριζοσπαστισμό θα τον περιχαρακώσει ακόμα περισσότερο και θα τον συρρικνώσει σε ποσοστά πολύ χαμηλότερα.
Ορισμένοι στην Κουμουνδούρου δεν αντιλαμβάνονται πως η ηγεμονία Μητσιτάκη (και η ανθεκτικότητα της Ν.Δ στον χρόνο-παρότι στα χέρια της έσκασε η χρεοκοπία της χώρας) οφείλεται και στο ότι κατόρθωσε να ενσωματώσει από στελέχη στις παρυφές της άκρας δεξιάς μέχρι κεντρώους, σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθερους.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι όρος επιβίωσης η ουσιαστική στροφή προς το κέντρο και για να συμβεί αυτό πρέπει να συμβαδίζουν προς αυτή την κατεύθυνση ο αρχηγός, τα στελέχη και το brand μαζί με τις πολιτικές να ανταποκρίνονται ως προς τούτο.
Και κάτι τελευταίο για τα περί ενότητας. Ενότητα λογίζεται μια έκφραση χωρίς αποσχιστικές ή διαιρετικές τάσεις. Η φύση και η οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και είναι σε μεγάλο βαθμό διαιρετική (συνιστώσες, τάσεις κλπ.), αν κι αυτό χαρακτηρίσθηκε πλουραλισμός. Αυτό δεν μπορεί να συνεχίσει. Άρα, ή ένας άλλος πλήρως επανιδρυμένος ΣΥΡΙΖΑ, απόλυτα συντεταγμένος στην στρατηγική Τσίπρα για διεύρυνση και με εντελώς νέα πρόσωπα, ή ένας μικρός ΣΥΡΙΖΑ, χρήσιμος αλλά μακράν κάθε διεκδίκησης της εξουσίας, χωρίς τον Τσίπρα. Κι ο τελευταίος μπορεί να κάνει χωρίς πειθαναγκασμούς και ισορροπίες τα δικά του βήματα. Αλλιώς θα βυθιστεί μαζί με το πλοίο.