Και το φαινόμενο της «ιταλοποίησης», δηλαδή του εκπεσμού της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς σε έναν σχετικά μικρό και κατακερματισμένο χώρο, ανήμπορων επιμέρους πολιτικών σχηματισμών, ήταν εκείνο που στην Ιταλία για παράδειγμα έχει οδηγήσει στους σημερινούς συσχετισμούς δυνάμεων.
Παναγιώτης Σκευοφύλακας*
Εάν οι ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 φανέρωσαν αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ, οι εθνικές εκλογές του Ιουλίου 2019 ανέδειξαν δυνατότητες. Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων της 21ης Μαΐου και της 25ης Ιουνίου μοιάζει να αποτύπωσε ένα όριο.
Εκείνο που διέγραψε η μη θεραπεία των αδυναμιών και η μη αξιοποίηση των δυνατοτήτων στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν.
Με αφετηρία τις εκλογές του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώθηκε ως ένα κόμμα κυβερνητικής δυναμικής και ως ένας εκ των δύο πόλων του κομματικού συστήματος. Αυτό επιβεβαιώθηκε στις δύο εθνικές εκλογές του 2015 και στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του ίδιου χρόνου και δεν αμφισβητήθηκε στις εκλογές του 2019.
Η εκκωφαντική ήττα του Μαΐου 2023, δέκα και πλέον χρόνια μετά την τομή του 2012, εξ αντικειμένου επερώτησε τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στο κομματικό σύστημα. Η «εντός πλαισίου» εκλογική καταγραφή του Ιουνίου δεν έδωσε οριστική απάντηση.
Ο «κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ» φαίνεται να του προσέφερε μια τελευταία μεν, ευκαιρία δε – αν και υπό πολλές προϋποθέσεις. Αν υπήρχαν άλλες δυναμικές, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην ήταν σήμερα καν ένα κόμμα του 18% ή ακόμη και αξιωματική αντιπολίτευση, έστω και η πιο αδύναμη κοινοβουλευτικά στην πρόσφατη ιστορία του τόπου.
Η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα από τη θέση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ εκ των πραγμάτων προξενεί ένα ερώτημα που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί ως «και τώρα τι;». Ερώτημα που ήδη από το βράδυ της 25ης Ιουνίου έμοιαζε να μένει αναπάντητο από τον συλλογικό ΣΥΡΙΖΑ.
Το 2012, σε συνθήκες υπαρξιακής αβεβαιότητας και ανασφάλειας για τη χώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε, για το πλειοψηφικό κομμάτι της κοινωνίας, να αναδειχτεί ως η αριστερή, προοδευτική εναλλακτική ελπίδας.
Αυτό το πέτυχε γιατί αναγιγνώσκοντας, όπως φάνηκε, ορθά τη συγκυρία, συνδιαμόρφωσε τις εξελίξεις. Και ήταν πρωταγωνιστής αυτών τουλάχιστον έως και το 2015. Μετά το 2019 δεν μπόρεσε να είναι εκείνος που, διαβάζοντας και πάλι ορθά τη νέα συγκυρία, κινητοποιούσε διεργασίες και διαμόρφωνε γεγονότα. Ακολουθούσε τις εξελίξεις και, όπως αποτυπώθηκε εκλογικά, όχι επιτυχώς.
Για να μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. να είναι και πάλι συνδιαμορφωτής εξελίξεων είναι προϋπόθεση, κι ενώ μεσολαβούν δύο εκλογικές αναμετρήσεις εντός των επόμενων δώδεκα μηνών, να μην απαξιωθεί ως αριστερό κόμμα κυβερνητικής δυναμικής και δυνητικά υλοποιήσιμης εναλλακτικής.
Εάν υποχωρήσει από αυτό το σημείο, τότε η όλη διεργασία που βρίσκεται σε εξέλιξη στο εσωτερικό του θα φτάσει να αφορά κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, το εσωτερικό του. Και για να μην υποχωρήσει, είναι κρίσιμο από τη μία να αποφύγει τη βιασύνη και την «προχειρότητα», από την άλλη όμως να κινηθεί σε χρόνους που συγχρονίζονται με τους ρυθμούς της κοινωνίας και των προσμονών του εκλογικού ακροατηρίου του.
Πριν από περισσότερο από μία δεκαετία, ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε, εκλογικά επιτυχώς όπως φάνηκε, στα διακυβεύματα που έθεσε η οικονομική χρεοκοπία, η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και κοινωνικής εμπιστοσύνης. Σήμερα, με τον προοδευτικό χώρο, όπως κι αν τον οριοθετεί κανείς, να βρίσκεται σε εκλογική συρρίκνωση, η ανασύνθεση αυτού περνά πρώτιστα από την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Εάν αυτή δεν επιτύχει με όρους προοπτικής, υπάρχει ισχυρός ο κίνδυνος η εναλλακτική στο σημερινό «mainstream», σε μια αντιστροφή του 2012, να προέλθει από τα άκρα δεξιά. Και το φαινόμενο της «ιταλοποίησης», δηλαδή του εκπεσμού της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς σε έναν σχετικά μικρό και κατακερματισμένο χώρο, ανήμπορων επιμέρους πολιτικών σχηματισμών, ήταν εκείνο που στην Ιταλία για παράδειγμα έχει οδηγήσει στους σημερινούς συσχετισμούς δυνάμεων.
* Ο Παναγιώτης Σκευοφύλακας είναι Γενικός διευθυντής Ινστιτούτου ΕΝΑ
πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών