Ο Διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Κωνσταντίνος Φίλης μιλά στο libre.gr για την επικείμενη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Βίλνιους, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ.
«Οι προσδοκίες είναι μετριασμένες για τον λόγο ότι οι διαφορές ανάμεσα στα δύο μέλη είναι δομικού χαρακτήρα. Και προκειμένου να συντρέξουν οι προϋποθέσεις για να ξεκινήσει μια ουσιαστική συζήτηση, θα πρέπει η Τουρκία να βάλει πολύ νερό στο κρασί της.
Πράγμα το οποίο δεν αναμένεται.
javascript:”;
Παρόλα αυτά, εκείνο που έχει αξία είναι:
- Πρώτον, να ξαναπιάσουμε το νήμα των σχέσεων, γιατί ξέρουμε πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του Ερντογάν στη διαμόρφωση κι άσκηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
- Δεύτερον, να αποκατασταθούν οι δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα σε υπουργούς και σε χαμηλότερο επίπεδο για να μπορεί να αποσιωπηθεί μια ενδεχόμενη ένταση ή και για να μην προκύπτουν εντάσεις.
- Τρίτον, για να διαπιστωθεί κατά πόσο μπορούμε να βιώσουμε είτε τις διερευνητικές επαφές είτε κάποια άλλη μορφή προκαταρκτικής συζήτησης και μάλλον, θα έλεγα, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Είναι, επίσης, σημαντικό να δούμε κατά πόσο υπάρχουν, γιατί σίγουρα υπάρχουν, πεδία συνεργασίας ανάμεσα στα δύο μέλη. Και στο κομμάτι της οικονομίας και του εμπορίου και στο κομμάτι της κλιματικής κρίσης, των φυσικών καταστροφών και γενικότερα όλων αυτών των θεμάτων που μόνο χαμηλής πολιτικής δεν είναι.
- Η συνάντηση μπορεί να αποτελέσει βάση για το τι θα ακολουθήσει – όλα αυτά που περιγράφω είναι το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει και κατά πόσο μπορούμε να βρούμε κοινό πεδίο και στα ζητήματα τα μεταναστευτικά στα οποία είμαστε, αυτή τη στιγμή, σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Όσον αφορά στο τελευταίο, πρέπει να μπει ένας οδικός χάρτης ώστε ό,τι έχει γίνει σε επίπεδο αποκλιμάκωσης να διατηρηθεί. Να μην επιστρέψουμε, δηλαδή, σε πράξεις ή δηλώσεις ή ενέργειες από πλευράς Τουρκίας, που θα μπορούσαν να φέρουν ξανά ένταση.
Και λέω από πλευράς Τουρκίας, γιατί κακά τα ψέματα, η Τουρκία είναι αυτή που προκαλεί την ένταση. Η Τουρκία είναι αυτή, η οποία, μετά τους καταστροφικούς σεισμούς, αποσυμπίεσε την ένταση. Αυτό, λοιπόν, πρέπει να διευθετηθεί, με κάποιον τρόπο, και να αρχίσει να αποκτά στοιχεία μονιμότητας.
Διότι, αν επανεκκινήσουν κάποιου είδους συνομιλίες και βρεθούμε ξανά σε περίοδο έντασης ή απειλών, όπως συνέβη στο παρελθόν, αυτές θα είναι θνησιγενείς».