Εκεί, στη Σάμο, έμαθα τι πάει να πει άγρια δασική πυρκαγιά. Το νησί καιγόταν κάθε χρόνο απ’ άκρη σ ’ άκρη.
Συνωμοσιολογικές θεωρίες περί Τούρκων και άλλων δαιμονίων που δεν αποδείχθηκαν ποτέ. Συνήθως ένας πυλώνας της ΔΕΗ, κάποιος εμμονικός συνταξιούχος με καμμένα χόρτα, μια ηλεκτροσυγκόλληση ή η αυτοανάφλεξη ενός σκουπιδότοπου. Αυτές ήταν και είναι οι αιτίες στη Σάμο, και παντού στην πλειοψηφία των γνωστών περιπτώσεων· οι άνθρωποι.
Καλοκαίρι του 1988. Μια μικρή φωτιά στους ελαιώνες της Χώρας κοντά στο αεροδρόμιο. Νωθρότητητα, μεγαλοσχήμονες με γαλόνια και ράσα, ένστολοι και μη, μαζεμένοι στον επαρχιακό δρόμο ψηλά. Χάζευαν τις φλόγες στον κάμπο λέγοντας «θα γυρίσει ο άνεμος και θα σβήσει». Στην πορεία της φωτιάς, πρώτα ένα μοναστήρι η Μεγάλη Παναγιά και δυο χωριά, οι Κουμαραδαίοι και οι Μύλοι. Η πυρκαγιά εξαπλωνόταν, ο άνεμος δυνάμωνε, το «επιτελείο» με τα τζίπ και τις κούρσες συνέχιζε να σχολιάζει τα γεγονότα αγανακτώντας γιατί δεν έρχονταν πυροσβεστικά αεροπλάνα από τη Χίο.
Στο καφενείο των Κουμαραδαίων έπαιζαν τάβλι. Ούτε καμπάνες συναγερμού, ούτε τίποτα. «Θα γυρίσει ο άνεμος» ή… «γιατί δεν έρχονται τα αεροπλάνα;». Ώσπου φάνηκε ένα αγροτικό. Το οδηγούσε ένας παπάς, Στην καρότσα είχε ένα βυτίο με νερό και πέντε-έξι πιτσιρικάδες.
«Εμείς πάμε να σώσουμε το μοναστήρι κι’ όποιος θέλει έρχεται».
Λίγοι ανταποκρίθηκαν. Εμφανίστηκε ένα πυροσβεστικό με δύο άντρες, φιλοτιμήθηκαν χωρίς εντολή, ακολούθησαν τον παπά.
Η Μονή της Μεγάλης Παναγιάς, είναι ένα οχυρό μοναστήρι κτισμένο το 1586 μέσα στο δάσος. Οι φλόγες είχαν φτάσει στο μισό χιλιόμετρο με τον άνεμο και την πλαγιά να βοηθούν στην εξάπλωση. Στα κελιά άρρωστος κατάκοιτος ο γέροντας ηγούμενος μόνος του με μία καντηλανάφτισσα. Ο επί γης προϊστάμενος του, στις εκκλήσεις για τη διάσωση του ηγούμενου, απάντησε «του τα είχα πει να φύγει, και αυτός έμεινε».
Με μία μοναδική τηλεφωνική γραμμή που λίγο μετά κάηκε ειδοποιήθηκε η αστυνομία: «Καίγεται ο ηγούμενος στο μοναστήρι». Με αυτό το δραματικό τηλεφώνημα ευτυχώς κάποιοι πανικοβλήθηκαν. Μαζί με το αυτοσχέδιο κονβόυ του αγροτικού και του μοναδικού πυροσβεστικού οχήματος έφτασε τρέχοντας ένα τζιπ με έναν αξιωματικό και τρεις στρατιώτες. Φορτώσαν τον ηγούμενο και τις αρχαίες εικόνες του καθολικού. Κάποιος από τους νεαρούς εθελοντές, μέσα στην κόλαση, σκέφτηκε να τις ξηλώσει από το τέμπλο και τις παρέδωσε στον αξιωματικό. Αν καεί το μοναστήρι ας σωθούν τουλάχιστον οι εικόνες. Το τζίπ με τον μοναχό, τη γυναίκα και τα κειμήλια έφυγε προς τη σωτηρία, λεπτά πριν περικυκλωθεί το συγκρότημα από τη φωτιά. Όλοι οι άλλοι έμειναν. Οι δύο πυροσβέστες έδωσαν λυσσασμένη μάχη μπροστά στον πύργο της πύλης με τους εθελοντές στις στέγες με τις μάνικες να καταβρέχουν από ψηλά. Ώσπου άρπαξε η βόρεια πτέρυγα, τα παμπάλαια, κατάξερα ξύλα της στέγης. Το ένα κομμάτι του περιβόλου λαμπάδιασε, ο πύργος και μία σειρά διώροφα κελιά και αποθήκες.
Ήταν η στιγμή που το σύμπαν συνωμοτεί για να συμβεί το καλό· τότε έφτασαν με ώρες καθυστέρηση τα Canadair. Άρχισαν οι ρίψεις νερού, η θάλασσα του Ηραίου είναι δίπλα, άνοιξε ο αγροτικός δρόμος στο φλεγόμενο δάσος, έπεσαν οχήματα και κόσμος στη φωτιά. Κατέβασαν στρατό στους ελαιώνες και έσβηναν τις αναζωπυρώσεις. Την «έκατσαν» την φωτιά όπως λένε στη Σάμο, τη σταμάτησαν εκεί στη Μεγάλη Παναγιά. Το μοναστήρι σώθηκε. Η λαίλαπα δεν άγγιξε τα χωριά.
Οι μεγάλες πύρινες καταστροφές συνέχισαν στο νησί ως το τέλος του αιώνα. Το 2000 μία τεράστια φωτιά που ξέφυγε κατέκαψε όλη την κεντρική Σάμο κι’ έσβησε στη θάλασσα.
Τότε ήταν που στήθηκαν οι πρώτες ομάδες εθελοντών δασοπυροσβεστών στα χωριά. Οχήματα, μάνικες, αντλίες, μαθήματα πυρόσβεσης και πρώτων βοηθειών, φυλάκια και βάρδιες, δωρητές ομογενείς που στέλνουν στην πατρίδα τους βοήθεια. Δεν υπάρχει κοινότητα σαμιώτικη που σέβεται τον εαυτό της χωρίς κλιμάκιο εθελοντών, κάπου οχτακόσιοι σήμερα. Και ένας κόσμος από δίπλα που βοηθάει όπως μπορεί με νερό, με μεταφορές σ’όσους έχουν ανάγκη, κάνοντας τον τροχονόμο ή τον νοσοκόμο.
Αν τους δείτε να πέφτουν επάνω στις πρώτες πύρινες εστίες, λεπτά μετά το ξέσπασμα της φωτιάς θα τα χάσετε. Έμπειροι, στρατευμένοι, νέοι και μεσήλικες μαζί, να σώσουν τον τόπο τους. Ξέρουν τα μονοπάτια, τα δάση, τα ρέματα, βλέπουν τον πρώτο καπνό πριν από όλους, συντονισμένοι με την πυροσβεστική και τα αεροπλάνα. Κατά κανόνα πιάνουν την εστία πριν φτάσει το «κράτος». Αφού είδαν δυο γενιές το νησί να καταστρέφεται το πήραν απόφαση, τη ζωή τους, τις περιουσίες τους, τη γη τους στα χέρια τους.
ΥΓ Όταν σημάνει το 112 εδώ δεν θα εκκενώσουμε. Έχουμε απλωμένες μάνικες, αντλίες, νερό στα βυτία και ξέρουμε τι σημαίνει φωτιά. Οι υπουργοί και οι στρατηγοί ας κάνετε καριέρα «χωρίς θύματα» και με προσλήψεις ημέτερων για σκοπούς αλλότριους, εμείς λέμε να σώσουμε ότι σώζετε. Και η Μεγάλη Παναγιά αναστηλώθηκε λίγο μετά τη φωτιά, χαίρεσαι να τη βλέπεις. Άξιζε τελικά τον κόπο η μάχη με τις φλόγες.
(Ανάρτηση του Νίκου Μπελαβίλα στο Facebook)