Στη χώρα των Μπάρμπι, την Barbieland, κάθε μέρα είναι η πιο τέλεια μέρα. Ξανά και ξανά και ξανά. Στην Barbieland όλες οι γυναίκες λέγονται Μπάρμπι κι όλοι οι άντρες Κεν. Mια πολλαπλότητα από Μπάρμπι, μια πολλαπλότητα από Κεν. Α, υπάρχει κι ένας Άλαν.
Του Old Boy
Επικρατεί μια θεμελιώδης παρεξήγηση για το τι δουλειά κάνω θα πει ο Κεν του Ράιαν Γκόσλινγκ: δεν είμαι ναυαγοσώστης, ούτε και σέρφερ όμως, εμένα η δουλειά μου είναι η παραλία. Ο Κεν είναι παραλίας στο επάγγελμα. Στην Βarbieland επικρατεί μητριαρχία, οι γυναίκες έχουν το πάνω χέρι, όλες τις θέσεις κύρους, σαρώνουν τα νόμπελ της επιστήμης και της λογοτεχνίας, γυναίκα είναι η Πρόεδρος, γυναίκες και όλα τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου (και ως προς το τελευταίο να έχετε το νου σας για την πιο αστεία ατάκα της ταινίας).
Αλλά αυτός ο γυναικείος κόσμος δεν συνεπάγεται τόσο τρομερές διακρίσεις εις βάρος των ανδρών, ούτε κάποια ιδιαίτερη καταπίεσή τους, γιατί είναι ένας κόσμος εντός του οποίου δεν υπάρχουν ταξικές διαφορές, δεν υπάρχει φτώχεια, δεν υπάρχει καν χρήμα, δεν υπάρχει κανένα άλλου τύπου άγχος για οτιδήποτε, είναι ένας κόσμος στον οποίο έχει συνέχεια λιακάδα, άραγμα στις παραλίες το πρωί και πάρτι το βράδυ. Είναι επίσης ένας κόσμος χωρίς σεξουαλικές εντάσεις μεταξύ των φύλων (καθώς δεν υπάρχουν στις Μπάρμπι και τους Κεν και τα γεννητικά όργανα που τις προκαλούν). Κι ακόμα κι αν ο Κεν του Γκόσλινγκ νιώθει ότι παίρνει αξία μόνο όταν του δίνει σημασία η Μπάρμπι της Μάργκο Ρόμπι, ότι παίρνει αξία μόνο μέσα από το βλέμμα της, δεν πληγώνεται στα αλήθεια, όπως ίσως δεν υπάρχει στα αλήθεια και πλατωνικός έρωτας: ο Κεν θα ήθελε να περάσει μια νύχτα με την Μπάρμπι, αλλά όταν εκείνη τον ρωτάει και να κάνουμε τι, δεν έχει καμία πειστική απάντηση, δεν έχει ιδέα ο ίδιος, όπως κι εκείνη.
Και κάπου εδώ, στον συγκεκριμένο διάλογο, μπορούμε ίσως να εντοπίσουμε τον συνολικότερο τρόπο αλλά και το ύφος προσέγγισης της Γκρέτα Γκέργουιγκ πάνω στο θέμα: δεν επιχειρεί να αντιμετωπίσει την Μπάρμπι και τον Κεν σαν αληθινούς ανθρώπους που έχουν τον πλήρη συναισθηματικό κόσμο ο οποίος αντιστοιχεί σε αληθινούς ανθρώπους. Αντίθετα, παρουσιάζει την Μπάρμπι και τον Κεν ως κούκλες δημιουργημένες για να ζουν σε έναν παραμυθένιο κόσμο, απαλλαγμένο από τα προβλήματα και την πολυπλοκότητα του πραγματικού, χτίζοντας μαζί με τον Νόα Μπάουμπακ το σενάριό της πάνω ακριβώς σε αυτή την αντιδιαστολή.
Για το μεγαλύτερο τουλάχιστον διάστημα της ταινίας, το ζητούμενο δεν είναι να ταυτιστούμε με την Μπάρμπι και τον Κεν και να συγκινηθούμε με τα όσα νιώθουν, αλλά να ενταχθούμε μέσα σε ένα κινηματογραφικό κόσμο εσκεμμένα αναληθοφανή, συνειδητά παράδοξο, φουλ φανταχτερό, εντελώς διασκεδαστικό και αστείο, όπου όμως το χιούμορ, η σάτιρα, το κέφι, το τραγούδι, ο σαρκασμός, το οπτικοακουστικό feel good λειτουργούν ως εργαλεία αποτύπωσης και σχολιασμού μιας πραγματικότητας κοινωνικής, οικονομικής, ιδεολογικής, πολιτικής.
Και οι μόνες στιγμές που -κατά τη γνώμη μου πάντα- η ταινία παραπατάει λίγο και μοιάζει να κινείται βεβιασμένα εκτός του δικού της κλίματος, είναι όταν εγκαταλείποντας τον σατιρικό της τόνο προσπαθεί να πει βαρύγδουπα (όπως στο λογύδριο της Αμέρικα Φερέρα) ή με σοβαροφάνεια και συναισθηματισμό (όπως στη σκηνή προς το τέλος με τη Ρέα Πέρλμαν), όσα σε όλη την υπόλοιπη διάρκειά της λέει και δείχνει με λοξή ματιά και υπονομευτική ειρωνεία.
«Αν αγαπάς την Μπάρμπι, αυτή η ταινία είναι για σένα. Αν μισείς την Μπάρμπι, αυτή η ταινία είναι για σένα». Το διαβάζουμε στο τρέιλερ, είναι από τα σλόγκαν που συνόδευσαν τη διαφημιστική προώθηση της ταινίας και δεν είναι ένα σλόγκαν που ψεύδεται. Η Γκέργουιγκ δίνει χώρο και στις δύο πλευρές του επιχειρήματος, δεν προσπαθεί να κάνει κατήχηση, ούτε να περάσει μασκαρεμένο κανένα μανιφέστο, η Μπάρμπι σε ένα βαθμό μπορεί να είχε και φεμινιστική επίδραση στην κουλτούρα των ΗΠΑ (και όχι μόνο) του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, δημιουργώντας μια φιγούρα ανεξάρτητης και επιτυχημένης επαγγελματικά και κοινωνικά γυναίκας, σε έναν άλλο όμως βαθμό υπήρξε «η πλαστική προσωποποίηση των μη ρεαλιστικών προτύπων φυσικής ομορφιάς, του σεξουαλικοποημένου καπιταλισμού και του αχαλίνωτου καταναλωτισμού» (ειδικά για το τελευταίο, Sex and the City ακούς;), κάνοντας τις γυναίκες να αισθάνονται άσχημα για τον εαυτό τους και τις εντός ή εκτός εισαγωγικών ατέλειές τους.
Το κατεξοχήν κερδισμένο στοίχημα της Γκέργουιγκ είναι ότι κατά τη γνώμη μου αντιλαμβάνεται πως θα ήταν μάλλον οριακά γελοίο να θίξει κατά μέτωπο και ως φεμινιστική πασιονάρια ζητήματα πατριαρχίας μέσω της Mπάρμπι. Αλλά και ότι επίσης δεν θα κάνει σαν αυτά να μην υπάρχουν: η λέξη «πατριαρχία» θα ακουστεί ίσως περισσότερες άλλες φορές από οποιοδήποτε άλλο φιλμ έχει κυκλοφορήσει ποτέ εκεί έξω. Κυρίως όμως η Γκέργουιγκ αναγνωρίζει ότι εκτός από τον φεμινισμό και την πατριαρχία, στον κόσμο που ζούμε υπάρχουν ακόμα κι ο καταναλωτισμός, ο καπιταλισμός κι η πλουτοκρατία.
Οι σκηνές που ο Κεν στον πραγματικό κόσμο βλέπει ότι οι άντρες κάνουν κουμάντο, λειτουργούν μέσα στην ευφορική ειρωνεία τους πολύ πιο καταλυτικά και πειστικά από οποιοδήποτε τυχόν «κατηγορώ». Το ότι ο Κεν μπερδεύει την πατριαρχία με τα άλογα είναι επίσης απολαυστικά αποδομητικό. Οι σκηνές με τη μάχη στην παραλία μεταξύ των Κεν και τα τραγούδια σαν βίντεο κλιπ, δεν αποτελούν μόνο σαρκαστικό κοινωνικό σχόλιο, κυρίως δίνουν στην “Βarbie” τη δική της ακατατάκτη αλλά πάντως εντελώς ιδιοπρόσωπη ταυτότητα.
Πώς όμως βρέθηκαν ο Κεν και η Μπάρμπι στον πραγματικό κόσμο; Ο κόσμος των Μπάρμπι υπάρχει παράλληλα με τον πραγματικό και οι Μπάρμπι είναι υπερήφανες, γιατί χάρη στο παράδειγμα που έθεσαν και στην αλλαγή των προτύπων, στον πραγματικό κόσμο οι γυναίκες απελευθερώθηκαν και ζουν με βάση το φεμινιστικό ιδεώδες. Μέχρι που στη στερεοτυπική Μπάρμπι της Μάργκο Ρόμπι θα κάνει την εμφάνισή της κάτι αδιανόητο ως τότε στην Barbieland: σκοτούρες, ανησυχίες, άγχη. Και αυτά θα αρχίσουν να σωματοποιούνται. Θα αρχίσει να εκδηλώνει ανησυχίες για τον θάνατο, μέχρι που το επόμενο πρωί δεν θα ξυπνήσει τιγκαρισμένη στη θετική διάθεση όπως έκανε πάντα, μέχρι που τα πόδια της θα πάψουν να έχουν το σχήμα που τους δίνει η καμπύλη του παπουτσιού με τα τακούνια και θα γειωθούν, μέχρι που θα κάνει την εμφάνισή του ο φόβος της πλατυποδίας και κυρίως της κυτταρίτιδας.
Κι ίσως ο τρόμος της κυτταρίτιδας να είναι ακόμη πιο αβάσταχτος απ’ αυτόν του θανάτου. Η Μπάρμπι για να σώσει τον εαυτό της από το άγχος του θανάτου και κυρίως την έλευση της κυτταρίτιδας που αυτό θα φέρει, πρέπει να ταξιδέψει στον πραγματικό κόσμο για να εντοπίσει την αιτία που τις προκαλεί αυτές τις αλλαγές. Κι ο Κεν θα την ακολουθήσει. Και θα διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα έξω από τη χώρα της Μπάρμπι it’s a man’s world.
Και να είσαι γυναίκα δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Από τη μια, η απαίτηση να σκίσεις επαγγελματικά. Από την άλλη, η απαίτηση της συμμόρφωσης της εμφάνισής σου με το ιδεώδες, το να είσαι σαν τη στερεοτυπική Mπάρμπι, σαν τη Μάργκο Ρόμπι, όσα άλλα μοντέλα συμπερίληψης κι αν κυκλοφορήσουν σε άλλες Μπάρμπι. Από την τρίτη, απαιτήσεις σε σχέση με τη μητρότητα, είτε ως πρέπει, είτε ως θέλω, είτε ως είναι κακό άραγε που δεν θέλω, είτε ως στην πράξη φροντίδα και άγχος άπαξ και όντως γίνεις μάνα. Τέλος, απαιτήσεις σε σχέση με τους άντρες, με το πώς θα σε δουν, πώς θα τους φέρεσαι και πώς όχι. Ναι, δεν είναι εύκολο να είσαι γυναίκα. Και όχι, ούτε άντρας είναι και τόσο εύκολο να είσαι. Αλλά ναι, είναι πιθανότατα ως σίγουρα συγκριτικά πιο εύκολο. Αν μάλιστα πάμε σε άλλα φύλα και σε άλλους σεξουαλικούς προσανατολισμούς, αυτό κι αν είναι δύσκολο. Αν πάμε σε θέματα φυλετικά και ρατσισμού, επίσης. Αν πάμε σε θέματα ταξικά, εκεί κι αν είναι. Γενικά στον πραγματικό κόσμο δεν είναι εύκολο να ζεις. Η πολυπλοκότητα, τα αντικρουόμενα συναισθήματα, τα άγχη, οι αλλαγές, διαρκείς ή πιο σπάνιες, ζορίζουν την κατάσταση. Δεν είναι εύκολο να ζεις στον αληθινό κόσμο και να είσαι αληθινός άνθρωπος. Η Μπάρμπι πρέπει να αποφασίσει αν, παρόλα αυτά, είναι προτιμότερο.
Εμένα, όπως νομίζω έγινε σαφές, η “Barbie” μου άρεσε πολύ, σε άλλους άρεσε λιγότερο ή και καθόλου, πάντως η τελική σούμα θα έχει δυο διαστάσεις: η μία το πώς θα πάει η ίδια η ταινία τόσο εμπορικά, όσο και από πλευράς κριτικής αποδοχής και βραβείων, και η άλλη τι επίπτωση θα έχει στην εικόνα και στις πωλήσεις των προϊόντων Barbie. Γιατί όταν είσαι εντός ενός οικονομικού συστήματος δεν γίνεται να μην καταλήγεις να το υπηρετείς. Και η “Βarbie” το υπηρετεί εκ των πραγμάτων και κατ΄αποτέλεσμα απόλυτα. Το κινηματογραφικό είναι το ακριβότερο είδος θεάματος και τέτοιου μεγέθους κινηματογραφικές παραγωγές δεν γυρίζονται χωρίς την ανάλογη χρηματοδότηση. Το χρήμα που μπαίνει για να γεννήσει χρήμα είναι ο ένας κινητήριος μοχλός της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ο κινητήριος μοχλός του Χόλιγουντ. Ο άλλος όμως ήταν και είναι το κινηματογραφικό όραμα, το καλλιτεχνικό όραμα. Και εδώ υπάρχει.
Αν κρίνουμε λοιπόν την “Barbie” πολιτικά μπορεί να σκαλώσουμε και να βρούμε μέσα της αντινομίες. Αν την κρίνουμε όμως ως κινηματογραφικό έργο, θεωρώ ότι πετυχαίνει να αποκτήσει τη δική του καρδιά, τη δική του ιδιαίτερη ταυτότητα, έναν εαυτό όχι κοπιαρισμένο, όχι βγαλμένο από κανόνες και συνταγές, έναν εαυτό που μπορεί να χωρέσει μέσα του από μιούζικαλ ως το “Truman Show” και τους «Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης».
Ναι, ο καπιταλισμός θα παραμείνει στη θέση του και θα συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του. Όπως σε μεγάλο βαθμό θα συνεχίσει και η πατριαρχία. Καμία “Barbie” μόνη της δεν θα μπορούσε να κλονίσει κάτι από τα δύο. Εκείνο που θα μπορούσε να κάνει και εκείνο το οποίο έκανε είναι να είναι μια πολύ καλή ταινία.
Α ναι, και η γριούλα που θα δείτε σε μια στιγμή, είναι η φοβερή και τρομερή Αν Ροθ. Έχετε αγαπήσει τα κουστούμια της σε ταινίες και σειρές, θα τα βλέπετε όταν δεν θα είναι πια εδώ, θα τα βλέπουν τα παιδιά σας όταν δεν θα είστε πια εσείς εδώ, δεν έχει τόσο σημασία πόσο όμορφη ήταν νέα ή αν είναι ακόμα όμορφη με πατημένα τα ενενήντα. Σημασία έχει τελικά το τι αφήνεις πίσω σου και το πώς έζησες, όχι η κυτταρίτιδα, όχι οι ντουλάπες με τα παπούτσια της Κάρι Μπράντσο.
Πηγή: https://elculture.gr/barbie-tis-gkreta-gkergouigk-fotia-stin-kyttaritida/