Οι ελπίδες για οικονομική ανάκαμψη το 2023 ήταν μεγάλες. Όμως η γερμανική οικονομία θα μπορούσε να παρουσιάσει ύφεση φέτος, λόγω και των διαχρονικών εγχώριων προβλημάτων.
Αντί για την αναμενόμενη ανάκαμψη, οικονομική ύφεση: πέρυσι η γερμανική οικονομία είχε αναπτυχθεί παρά την ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό, όμως στις τελευταίες οικονομικές του προβλέψεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι η εθνική οικονομία είναι η μόνη μεταξύ των 20 και πλέον χωρών και περιοχών που εξετάστηκαν, στην οποία η οικονομική παραγωγή θα παρουσιάσει φέτος μικρή μείωση. Ο χαρακτηρισμός “ο ασθενής της Ευρώπης”, με τον οποίο περιέγραψε το βρετανικό περιοδικό “Economist” τη Γερμανία στην αλλαγή της χιλιετίας, κάνει τον γύρο του κόσμου. Η αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη την άνοιξη τελικά δεν συνέβη. Σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, το Α.Ε.Π. παρέμεινε στάσιμο κατά το δεύτερο τρίμηνο.
Η βιομηχανία αποδυναμώνεται
Η βιομηχανία, η οποία αποτελεί στη Γερμανία περίπου το 30% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, πλήττεται εδώ και αρκετό καιρό από την αδύναμη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Οι παραγγελίες τείνουν να περιορίζονται και ειδικότερα η ζήτηση από το εξωτερικό εξασθενεί, με αποτέλεσμα η γερμανική οικονομία, η οποία είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές, να υφίσταται τις απορρέουσες επιπτώσεις.
Ο οικονομολόγος της Commerzbank Ραλφ Ζολβέεν ανέλυσε προσφάτως ότι η παραγωγή είναι πιθανό να υποστηριχθεί για μερικούς μήνες ακόμη από τις παραγγελίες που έχουν απομείνει από την πανδημία του κορονοϊού. “Στο δεύτερο εξάμηνο του έτους ωστόσο υπάρχει η απειλή μιας σημαντικής πτώσης, η οποία είναι πιθανό να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα συρρίκνωσης της γερμανικής οικονομίας στο σύνολό της εκείνο το διάστημα”.Play Video
Ιδιωτική κατανάλωση: αισιοδοξία παρά την ύφεση Πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία μπορούν να υποστηρίξουν οικονομικά λιγότερα αγαθά λόγω του επίμονα υψηλού πληθωρισμού και ως εκ τούτου η κατανάλωση περιορίζεται. Σύμφωνα με τους στατιστικολόγους, οι καταναλωτές ξόδεψαν λιγότερα χρήματα για τρόφιμα και ποτά, καθώς και για είδη ένδυσης και υπόδησης και για έπιπλα το πρώτο τρίμηνο σε σχέση με το τέλος του περασμένου έτους. Ωστόσο, η ιδιωτική κατανάλωση θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή ελπίδας: “Θετική ώθηση θα μπορούσε να προέλθει από την κατανάλωση ως συνέπεια της αύξησης των μισθών και της άμβλυνσης των πληθωριστικών πιέσεων”, λέει η επικεφαλής οικονομολόγος της KfW Φρίτσι Κέλερ-Γκάιμπ. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Γιεργκ Κρέμερ, εκτιμά ότι οι συλλογικοί μισθοί θα αυξηθούν περισσότερο από τις τιμές καταναλωτή μόνο κατά το τέταρτο τρίμηνο.
Τέλος της οικοδομικής έκρηξης
Αν και οι επενδύσεις σε κατασκευές αυξήθηκαν στις αρχές του έτους λόγω των ήπιων καιρικών συνθηκών, παρέμειναν παρ’ όλα αυτά σε χαμηλό επίπεδο. Η διαχρονικά έντονη οικοδομική δραστηριότητα έχει προς το παρόν τερματιστεί. Τα σημαντικά υψηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων και το υψηλό κόστος κατασκευής μειώνουν τη ζήτηση. Τους πρώτους πέντε μήνες του 2023, οι νέες παραγγελίες στον κύριο τομέα των κατασκευών μειώθηκαν κατά 14,7% σε ετήσια βάση σε ημερολογιακούς και προσαρμοσμένους σε τιμές (πραγματικούς) όρους. Ο αριθμός των οικοδομικών αδειών μειώθηκε κατά 27% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος.
Αυξημένα επιτόκια
Τα υψηλά επιτόκια με τα οποία οι κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν να περιορίσουν τον πληθωρισμό καθιστούν τα δάνεια ακριβότερα για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Μεταξύ άλλων αυτό επηρεάζει και την αγορά ακινήτων, επιβραδύνοντας την οικονομία.
Ωστόσο, όπως τονίζει ο Μόριτς Σούλαρικ, πρόεδρος του Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία (IfW), η σύνδεση της αδύναμης ανάπτυξης της Γερμανίας μονάχα με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι πολύ κοντόφθαλμη. “Αυτό αποδεικνύεται και από την πορεία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες αναπτύσσουν μία μεγαλύτερη οικονομική δυναμική”.
Σε μεγάλο βαθμό εύρωστη η αγορά εργασίας
Εν αντιθέσει με το διάστημα 2002-2006, όταν οι άνεργοι ξεπερνούσαν κατά πολύ τα τέσσερα εκατομμύρια και τα ποσοστά ανεργίας έφταναν το 13%, η αγορά εργασίας είναι μέχρι στιγμής σε μεγάλο βαθμό εύρωστη. Ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 11.000 τον Ιούνιο συγκριτικά με τον Μάιο, φτάνοντας τα 2,555 εκατομμύρια. Ωστόσο το επιτόκιο παρέμεινε αμετάβλητο στο 5,5%. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ifo, σχεδόν όλοι οι τομείς γίνονται πιο επιφυλακτικοί όσον αφορά την πρόσληψη νέου προσωπικού.
Δομικά προβλήματα
Για πολλά χρόνια, το γερμανικό οικονομικό μοντέλο θεωρούνταν επιτυχημένο: εισαγωγή φθηνής (ρωσικής) ενέργειας και ενδιάμεσων προϊόντων, εξαγωγές προϊόντων υψηλής ποιότητας στον κόσμο. Ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι συνέπειές του αναδεικνύουν τώρα προβλήματα που ήδη επιβάρυναν τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Η γερμανική οικονομία, με το σχετικά υψηλό μερίδιο της ενεργοβόρας βιομηχανίας, ταλαιπωρείται από την ακριβή ενέργεια, την περιττή γραφειοκρατία, τους υψηλούς φόρους και την έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων. “Μεγάλα τμήματα της οικονομίας μας δεν έχουν εμπιστοσύνη ότι οι επενδύσεις θα αποδώσουν λόγω του υψηλού κόστους και των ενίοτε αντιφατικών κανονισμών που ισχύουν στη Γερμανία ως τόπο εγκατάστασης επιχειρήσεων”, δήλωσε προσφάτως ο πρόεδρος του Γερμανικού Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου, Πέτερ Άντριαν στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Διεθνής ανταγωνιστικότητα
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της ING Κάρστεν Μπρζέσκι, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας είχε ήδη επιδεινωθεί πριν από την πανδημία. “Οι αναταράξεις στην αλυσίδα εφοδιασμού, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση έχουν αποκαλύψει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του γερμανικού οικονομικού μοντέλου και έρχονται να προστεθούν στην ήδη αδύναμη ψηφιοποίηση, τις καταρρέουσες υποδομές και τις δημογραφικές αλλαγές”. Ο Κρίστιαν Ρούσε του Γερμανικού Ινστιτούτου Επιχειρήσεων, το οποίο πρόσκειται στους εργοδότες, έχει παρόμοια άποψη, τονίζοντας πως πολλά προβλήματα είναι εγχώρια, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών εταιρικών φόρων, της ανεξέλεγκτης γραφειοκρατίας και των προβληματικών υποδομών.
Ένα αίσθημα συντέλειας του κόσμου
Οι ειδικοί βλέπουν σήμερα τη γερμανική κοινωνία σε κατάσταση έντονης εξάντλησης. «Μόλις τώρα συνειδητοποιούμε πλήρως πόσο τρομερά εξουθενωτικά ήταν τα τρία χρόνια της πανδημίας», λέει ο κοινωνικός επιστήμονας Κλάους Χούρελμαν, ο οποίος συνέγραψε με άλλους ειδικούς τη μελέτη «Η νεολαία στη Γερμανία».
Μετά την πανδημία, μία φάση ανάκαμψης ήταν απολύτως αναγκαία. Αντ’ αυτού όμως τη διαδέχθηκε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό και τις αυξανόμενες προσφυγικές ροές. «Έτσι εντείνεται το αίσθημα αδυναμίας αντίδρασης που δημιούργησε σε πολλούς η πανδημία», λέει ο Χούρελμαν, εξηγώντας πως κυριαρχεί η εντύπωση ότι πάντα θα προκύπτει κάτι που θα είναι πέραν του ανθρώπινου ελέγχου. «Ως αποτέλεσμα, η κοινωνία στο σύνολό της πάσχει από μετατραυματικό στρες», δηλώνει ο Χούρελμαν.
Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Rheingold με 1.000 ερωτηθέντες και 35 εις βάθος ψυχολογικές συνεντεύξεις, οι Γερμανοί αποσύρονται όλο και περισσότερο στην ιδιωτική σφαίρα ως αντίδραση στον καταιγισμό κρίσεων και κυριαρχεί ένα «διάχυτο αίσθημα απειλής και συντέλειας του κόσμου». Για να προστατευτούν οι άνθρωποι περιορίζουν την προσοχή τους στο προσωπικό περιβάλλον τους. «Είναι σαν να κατεβάζουν μια κουρτίνα», λέει ο διευθυντής του ινστιτούτου και συγγραφέας Στέφαν Γκρίνεβαλντ στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι κρίσεις στο παρελθόν ήταν διαφορετικές
Φυσικά υπήρξαν κρίσεις και στο παρελθόν. Όμως η σημερινή κατάσταση διαφέρει θεμελιωδώς από αυτές σε δύο βασικά σημεία: Πρώτον, η σημερινή διαδοχή κρίσεων είναι πρωτοφανής στην ιστορία της Γερμανίας. Δεύτερον, δεν υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ αυτή τη φορά, τόσο αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, όσο και ακόμη περισσότερο με την κλιματική αλλαγή. Μια αντιπροσωπευτική μελέτη που διεξήχθη φέτος από το Ίδρυμα Tui αποκάλυψε ότι από 7.000 νέους ηλικίας 16 έως 26 ετών που ρωτήθηκαν στη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Πολωνία, μόνο το 22% πιστεύει ότι μια μέρα θα είναι σε καλύτερη κατάσταση από τους γονείς τους.
Οι συνθήκες αυτές έχουν και πολιτικό αντίκτυπο. Το AfD ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά στις δημοσκοπήσεις – μια έρευνα της Insa το τοποθετεί ήδη στο 22%. Στο ZDF Politbarometer, από τους σημαντικότερους πολιτικούς μόνο ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους (SPD) βρίσκεται σαφώς σε θετικό επίπεδο, με ποσοστό αποδοχής 1,9 σε κλίμακα από +5 έως -5. Οι υπόλοιποι είναι γύρω στο 0 ή κάτω από το 0. «Στην εποχή της Μέρκελ, η καγκελάριος είχε συχνά βαθμολογία 2,4, ενώ έξι ή επτά άλλοι πολιτικοί ήταν μεταξύ 0,5 και 1,5 στο θετικό εύρος», λέει ο ψυχολόγος Βίνφριντ Ριφ από το Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ.
Ένα από τα μηνύματα που περνούσε εμμέσως η Άνγκελα Μέρκελ κατά την πολυετή θητεία της ήταν το «καθίστε αναπαυτικά, θα το αναλάβω εγώ για εσάς!», όπως λέει ο Χούρελμαν. Ο νυν κυβερνητικός συνασπισμός προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις ορθολογικά, αλλά πάντα τα κόμματα διαφωνούν μεταξύ τους και βγάζουν μια κακή εικόνα προς τα έξω. «Λόγω του γεγονότος ότι το SPD, το FDP και οι Πράσινοι φαίνεται συχνά να εμποδίζουν το ένα το άλλο, η κυβέρνηση δείχνει να δρα δίχως σχέδιο – γεγονός που αυξάνει το αίσθημα αδυναμίας πολλών πολιτών».
Εδώ είναι που μπαίνει στο παιχνίδι το AfD. «Το κόμμα πιάνει τον παλμό της κρίσης και διαδίδει το μήνυμα “φτάνει πια”. Προσφέρει ψεύτικες λύσεις στις κρίσεις αρνούμενο σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξή τους: “Κορωνοϊός; Δεν ήταν και τόσο τρομερό. Κλιματική αλλαγή; Πρέπει να ζήσεις με αυτήν. Ο πόλεμος; Απλώς διαπραγματεύσου με τον Πούτιν». Ο Χούρελμαν πιστεύει ότι αυτές οι ευχάριστα απλοϊκές απαντήσεις απευθύνονται ακριβώς στη συναισθηματική κατάσταση μιας εξαντλημένης και ανασφαλούς κοινωνίας, επειδή έχουν συναισθηματικά ανακουφιστική επίδραση. Ο ψυχολόγος Γκρίνεβαλντ κάνει λόγο για μια «πεισματική ελπίδα λύτρωσης», από την οποία επωφελείται το AfD.
Σημείο-κλειδί η συμμετοχή των πολιτών
Τι πρέπει να γίνει τώρα για να αντιμετωπιστεί αυτό; Ο Ριφ ζητά να οριστούν και πάλι πιο κοινοί, θετικοί στόχοι και να δουλεύουμε λιγότερο με απαγορεύσεις και διατύπωση κατηγοριών. «Για παράδειγμα, μιλάμε συχνά για την “κλιματική στροφή”. Αυτός ο όρος υπονοεί ότι πρέπει να αλλάξω εντελώς και να κάνω στροφή 180 μοιρών. Αυτό είναι όμως πολύ ριζοσπαστικό. Πρέπει να αλλάξουμε, αλλά πρέπει να βαδίσουμε ένα κοινό μονοπάτι για να το κάνουμε αυτό. Χρειαζόμαστε περισσότερο το αίσθημα του “εμείς”», υποστηρίζει ο ψυχολόγος.
Ο Γκρίνεβαλντ λέει από την πλευρά του πως «υπάρχει μια υφέρπουσα προθυμία για συμμετοχή», όμως αυτή απαιτεί κάτι το απτό. Πέρυσι κατά την ενεργειακή κρίση όλοι είχαν την αίσθηση πως δεν πρόκειται για μία αφηρημένη κρίση, αλλά πως επηρεάζεται η καθημερινή ζωή και πως ο καθένας μπορεί να συνεισφέρει σε αυτό. Ως αποτέλεσμα, τα γερμανικά νοικοκυριά κατανάλωσαν 21% λιγότερο φυσικό αέριο. «Αυτό θα έπρεπε να τύχει μιας διαφορετικής αναγνώρισης», πιστεύει ο Γκρίνεβαλντ. «Θα έπρεπε να συγχαρούμε ο ένας τον άλλον για αυτό το συλλογικό κατόρθωμα».
Ο Χούρελμαν προτείνει ένα δημοψήφισμα για την προστασία του κλίματος και τον νόμο περί θέρμανσης. «Αν η πλειοψηφία τασσόταν υπέρ, θα υπήρχε μία κατευθυντήρια γραμμή, την οποία η κυβέρνηση θα μπορούσε να ακολουθήσει». Ο κοινωνικός ερευνητής φοβάται ότι ειδάλλως το σημερινό κοινωνικό κλίμα θα παγιωθεί.
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς
Πηγή: Deutsche Welle