Ανάλυση του Χάρη Παπαευαγγέλου, Μεταδιδακτορικού ερευνητή, Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #9» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
Τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας και όχι μόνο, πήρε μεγάλες διαστάσεις η συζήτηση γύρω από τη σημασία και την ταυτότητα της δημοσιογραφίας. Αυτή η κουβέντα είναι πάντα χρήσιμη, καθώς επιτρέπει την επανανοηματοδότηση του ρόλου του επαγγέλματος, ειδικά σε σχέση με τα επίδικα και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εκάστοτε εποχής. Μολαταύτα, η αξία της δημοσιογραφίας παραμένει ανεκτίμητη για την εύρυθμη λειτουργίας της δημοκρατίας, εξού και πολύ συχνά αναφερόμαστε σε αυτήν ως την «τέταρτη εξουσία». Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη ποιοτικής δημοσιογραφίας, η οποία για να ευδοκιμήσει χρειάζεται και το πλαίσιο (π.χ. νομικό, πολιτικό, κοινωνικό) στο οποίο λειτουργεί να επιτρέπει την άνθιση του πλουραλισμού και της ανεξαρτησίας της από κάθε λογής εξαρτήσεις (π.χ. οικονομικές, πολιτικές, τεχνολογικές).
Επειδή ο όρος ποιότητα είναι πολύ εύκολα παρερμηνεύσιμος, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι οι όροι με τους όποιους επιτελείται η δημοσιογραφία και στη βάση ποιων στόχοων. Στους όρους συγκαταλέγουμε τόσο τις εργασιακές συνθήκες υπό τις οποίες δουλεύουν οι δημοσιογράφοι, όσο και την οικονομική βιωσιμότητα των Μέσων. Αναφορικά με τους στόχους, όπως προαναφέραμε, αυτοί δεν μπορεί να είναι άλλοι παρά η προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος και ο έλεγχος της εξουσίας. Με άλλα λόγια, όσο πιο ευνοϊκοί οι όροι, τόσο μικρότερες είναι οι πιθανότητες εξάρτησης από συμφέροντα και, άρα, τόσο πιο πιθανή η επίτευξη αυτών των (ιδεατών) στόχων.
Στην Ελλάδα, τη χώρα που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, βλέπουμε τη σταθερή υποβάθμιση της ποιότητας της δημοσιογραφίας εδώ και πάνω από μία δεκαετία. Το φαινόμενο αυτό εντάθηκε με την έναρξη της οικονομικής κρίσης και τη συστημική κατάρρευση της εγχώριας αγοράς, σε συνάρτηση και με τη ριζική αλλαγή του μοντέλου παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης του δημοσιογραφικού περιεχομένου με την κυριαρχία των ολιγοπωλιακών πλατφορμών διαμεσολάβησης (εδώ μερικές σχετικές δημοσιεύσεις1). Αυτή η κατάσταση οδήγησε και σε περαιτέρω συγκέντρωση πολλών μεγάλων τίτλων και Μέσων στα χέρια της ελίτ ολιγαρχίας της χώρας, η οποία δραστηριοποιείται και σε άλλες σημαντικές βιομηχανίες, όπως η ναυτιλία, η κατασκευαστική και η υγεία. Συνάμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την πολιτική και πελατειακή διαπλοκή που διαχρονικά χαρακτηρίζει το μιντιακό σύστημα της Ελλάδας. Όπως έχουν γράψει οι Καλογερόπουλος, Ρόρη και Δημητρακοπούλου: η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα «πολωμένο πλουραλιστικό σύστημα, που ιστορικά συνδέεται με υψηλό πολιτικό παραλληλισμό, αδύναμη αγορά Τύπου και χαμηλό δημοσιογραφικό επαγγελματισμό».
Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκε, με τον πλέον πρόδηλο τρόπο, η συστηματική προσπάθεια χειραγώγησης των συστημικών Μέσων από την κυβερνητική εξουσία, εκμεταλλευόμενη ακριβώς την εξουσία που έχουν τα ΜΜΕ στην αναπαραγωγή ηγεμονικών θέσεων και θέσπισης ατζέντας. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό δεν είναι εφικτό μονάχα με τη συμβολή των εν λόγω Μέσων, αλλά και με αντίστοιχες εκστρατείες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ψηφιακά Μέσα εν γένει, ενώ κρίσιμη είναι και η έλλειψη κριτικής παιδείας και ψηφιακού και μιντιακού αλφαβητισμού. Σε κάθε περίπτωση, χαρακτηριστικά παραδείγματα (προς αποφυγήν) της προηγούμενης διακυβέρνησης της ΝΔ αποτελούν η αλήστου μνήμης «λίστα Πέτσα», ο πρωθυπουργικός έλεγχος της ΕΡΤ και του ΑΠΕ-ΜΠΕ, αλλά και, φυσικά, το σκάνδαλο των υποκλοπών και παρακολουθήσεων, τόσο με χρήση «παραδοσιακών» μεθόδων, όσο και με χρήση παράνομων λογισμικών. Άξια μνείας είναι και η αποτυχημένη και άτσαλη προσπάθεια ρύθμισης του απορρυθμισμένου τηλεοπτικού τοπίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2015, η οποία επισφραγίστηκε με την ομόφωνη καταδίκη του πρώην αρμόδιου υπουργού Ν. Παππά για παράβαση καθήκοντος.
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό και με την τραγική δολοφονία του δημοσιογράφου Γ. Καραϊβάζ -και την αργή απονομή δικαιοσύνης- μας έχουν φέρει εσχάτως στη θέση 107 στη λίστα που συντάσσουν ετησίως οι «Reporteurs Sans Frontières», ενώ τα ευρήματα της ετήσιας έκθεσης του «Media Freedom Rapid Response», που μάλιστα συμβουλεύεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για θέματα ρύθμισης, για τη χώρα μας είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικά. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα σημειώνει το χαμηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης από το κοινό στα Μέσα (μόλις 19%) συγκριτικά με όλες τις χώρες που αναλύθηκαν για την τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Reuters για τη δημοσιογραφία (46 στο σύνολο). Αξιόλογη, ωστόσο, είναι η ύπαρξη μικρότερων ανεξάρτητων σχημάτων με υψηλό αίσθημα δημοσιογραφικής ευθύνης (π.χ., The Press Project, Inside Story, Reporters United, κ.ά.), τα οποία «γεννήθηκαν» στην περίοδο της κρίσης και ψηφιακής μετάβασης και τα οποία πρωταγωνιστούν στον τομέα της ερευνητικής δημοσιογραφίας, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη αναγνώρισή τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε την παρέμβαση με έναν Κανονισμό, αντί μιας Οδηγίας, ούτως ώστε, αφενός, να μην επιτρέψει στα κράτη-μέλη να «νερώσουν» το πνεύμα της ρύθμισης, όπως συχνά γίνεται με τις Οδηγίες και, αφετέρου, να εφαρμοστεί το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο το γρηγορότερο δυνατόν. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 2022, η Επιτροπή πρότεινε την «Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης» (Πράξη). Στις επόμενες γραμμές θα σταχυολογήσουμε τα σημαντικότερα στοιχεία της Πράξης, καθώς και τις πιθανές επιπτώσεις στο εγχώριο γίγνεσθαι.
Γενικά, η Πράξη αποσκοπεί στη θέσπιση ενός κοινού πλαισίου για τα ΜΜΕ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως μέσα από την εναρμόνιση των διαφορετικών εθνικών κανόνων, αλλά και την αντιμετώπιση προβλημάτων που επηρεάζουν την ελευθερία και την πολυφωνία των Μέσων. Η πρόταση της Επιτροπής διαρθρώνεται γύρω από τέσσερις συγκεκριμένους στόχους: προώθηση της διασυνοριακής δραστηριότητας και των επενδύσεων στα ΜΜΕ, αύξηση της συνεργασίας των εθνικών ρυθμιστικών φορέων, διευκόλυνση της παροχής ποιοτικών υπηρεσιών ενημέρωσης και διασφάλιση της διαφανούς και δίκαιης κατανομής των οικονομικών πόρων στην ευρωπαϊκή αγορά. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόταση αποτελεί μέρος του «Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για τη Δημοκρατία», το οποίο πρότεινε μια σειρά μέτρων για την προώθηση της συμμετοχής των πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και τη στήριξη των ελεύθερων και ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης.
Ένα από τα βασικά πεδία στα οποία φιλοδοξεί να παρέμβει θετικά η Επιτροπή με την Πράξη είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ. Συγκεκριμένα, τα κράτη-μέλη, μέσω των αρμόδιων εθνικών φορέων, θα πρέπει να αξιολογούν τον αντίκτυπο της συγκέντρωσης των ΜΜΕ στην πολυφωνία (Άρθρο 21), ενώ καλούνται να θεσπίσουν ευκολόχρηστες βάσεις δεδομένων με λεπτομέρειες αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εγχώριων αγορών. Σε αυτό το πνεύμα, σημαντική είναι η πρόσφατη ανάπτυξη της πλατφόρμας «Euromedia Ownership Monitor», με τη συγχρηματοδότηση της Ένωσης, που περιλαμβάνει σχετικά δεδομένα και για την Ελλάδα (σε δείγμα 15 κρατών-μελών, βρισκόμαστε λίγο κάτω από τον μέσο όρο αναφορικά με τον δείκτη ρίσκου στη διαφάνεια των ΜΜΕ και τη διανομή ενημέρωσης).
Η Πράξη επίσης περιλαμβάνει διασφαλίσεις κατά της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού κατά των Μέσων και των δημοσιογράφων (και των οικείων προσώπων τους) από τις κυβερνήσεις (Άρθρο 4). Ωστόσο, οι τελευταίες εξελίξεις κατά την προπαρασκευαστική διαδικασία της πρότασης δείχνουν τις πραγματικές διαθέσεις ορισμένων κρατών-μελών. Πιο συγκεκριμένα, οι κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Τσεχίας, του Λουξεμβούργου και της Ελλάδας υποστήριξαν το γαλλικό αίτημα για πρόβλεψη εξαίρεσης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από το Άρθρο 4 για λόγους εθνικής ασφάλειας, χωρίς επαρκείς διασφαλίσεις της προστασίας και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Δυστυχώς, έχουμε αρνητική εμπειρία στην Ελλάδα αναφορικά με την εργαλειοποίηση της εθνικής ασφάλειας ως μέσο παρακολούθησης δημοσιογράφων και πολιτικών αντιπάλων.
Επιπλέον, ακόμα μία πολύ σημαντική παρέμβαση της Πράξης αφορά τη διαφάνεια με την οποία διανέμεται η κρατική διαφήμιση και, άρα, η χρηματοδότηση των Μέσων από τα κράτη-μέλη. Όπως αναφέρει η Πράξη: «Τα δημόσια κονδύλια ή οποιοδήποτε άλλο αντάλλαγμα ή πλεονέκτημα που χορηγείται από τις δημόσιες αρχές σε παρόχους υπηρεσιών μέσων ενημέρωσης για διαφημιστικούς σκοπούς χορηγούνται σύμφωνα με διαφανή, αντικειμενικά, αναλογικά κριτήρια που δεν εισάγουν διακρίσεις και μέσω ανοικτών, αναλογικών διαδικασιών που δεν εισάγουν διακρίσεις», ενώ οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές οφείλουν να εποπτεύουν αυτές τις διαδικασίες (Άρθρο 24). Στοχεύει, έτσι, να αντιμετωπίσει το μείζον ζήτημα του media capture, δηλαδή όταν τα Μέσα προωθούν τα συμφέροντα εκείνων που τα χρηματοδοτούν αντί να ασκούν έλεγχο της εξουσίας.
Συνεπώς, αυτό σημαίνει ότι αδιαφανείς διαδικασίες με ασαφή και αυθαίρετα κριτήρια θα ήταν αντίθετες με τον εν λόγω Κανονισμό. Συγκεκριμένα, η Πράξη θεσπίζει πως η όποια κρατική διαφήμιση ή επιχορήγηση θα πρέπει να γίνεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια δημοφιλίας ή επισκεψιμότητας ή κυκλοφορίας, ενώ υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να δημοσιεύουν αναλυτικές λίστες με τα Μέσα που έλαβαν κρατική χρηματοδότηση. Στην Ελλάδα, χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων φαινομένων αποτελούν η καμπάνια 20 εκατ. ευρώ «Μένουμε Σπίτι» («λίστα Πέτσα»), που μοίρασε λιγότερο του 1% στον αντιπολιτευόμενο Τύπο, αλλά και άλλες, όπως π.χ. οι διαφημιστικές δαπάνες της ΔΕΗ από το 2015 έως σήμερα, οι οποίες βέβαια εκτινάχθηκαν με την τελευταία κυβέρνηση (ενδεικτικά: η ΔΕΗ δαπάνησε 21 εκατ. ευρώ μεταξύ 2020-2021).
Στο ίδιο πνεύμα, αναφορικά με τη διαφάνεια και την αμεροληψία των διαδικασιών, η Πράξη προβλέπει την ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα και της πολυφωνίας των δημόσιων Μέσων, αλλά και τη δημοκρατικά ελεγχόμενη εκλογή των διοικητικών συμβουλίων τους (Άρθρο 5). Εδώ πάλι έχουμε το αρνητικό παράδειγμα της προηγούμενης διακυβέρνησης, καθώς ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Κ. Μητσοτάκης κατά την πρώτη ανάληψη των πρωθυπουργικών του καθηκόντων, ήταν να μεταφέρει το σύνολο των αρμοδιοτήτων της ΕΥΠ και της ΓΓ Ενημέρωσης και Επικοινωνίας (ΕΡΤ, ΑΠΕ-ΜΠΕ) στο γραφείο του. Βεβαίως, το πρόβλημα αδιαφάνειας αναφορικά με την εκλογή του διοικητικού συμβουλίου της ΕΡΤ, αλλά και της πολιτικής της εργαλειοποίησης, παραμένει διαχρονικό. Παρόλα αυτά, θα ήταν σημαντικό να επεκταθεί η πρόβλεψη της Πράξης και σε άλλες διοικητικές ή διαχειριστικές θέσεις, ώστε να μειωθεί περαιτέρω το φαινόμενο των πελατειακών εξαρτήσεων στα δημόσια Μέσα.
Κλείνοντας, αξίζει να σημειώσουμε ότι δεν πρέπει να εφησυχάζουμε απλώς και μόνο διότι έρχεται μία άνωθεν ρυθμιστική πρόταση. Τουναντίον, αν κάτι μας έχει μάθει ο τρόπος λειτουργίας της δημοκρατίας στην Ελλάδα είναι να κρατάμε μικρό καλάθι. Για παράδειγμα, η πλειονότητα των προβλέψεων της Πράξης απαιτεί την καθοριστική συμβολή του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ). Αλλά, είναι ηλίου φαεινότερο ότι, τόσο η διάρθρωση του ΕΣΡ, όσο και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί, δεν του επιτρέπουν την αποτελεσματική επιτέλεση του ρόλου του ως εγγυητή της εύρυθμης λειτουργίας των Μέσων και του πλουραλισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παραδοχή του ΕΣΡ για παραβίαση κανόνων πολιτικής πολυφωνίας από τα έξι ιδιωτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας κατά την περίοδο του πρώτου lockdown το 2020, η οποία όμως δεν συνοδεύτηκε από πράξεις για τη θεράπευση του φαινομένου.
Συμπερασματικά, παρότι είναι θετική η πρόταση της Επιτροπής, οφείλουμε να πιέσουμε για πολιτική αλλαγή και στους εγχώριους θεσμούς για να πετύχουμε τα μέγιστα οφέλη για τον πλουραλισμό και την πολυφωνία της ενημέρωσης, αλλά και να ανασχεδιάσουμε με διαφανή και ελεγχόμενο τρόπο την οικονομική βοήθεια των Μέσων. Παρομοίως, οφείλουμε να ασκούμε σκληρή πίεση και κριτική στις κυβερνήσεις που επιχειρούν να αλλοιώσουν το πνεύμα τέτοιων προτάσεων με στόχο να νομιμοποιήσουν τις ολοκληρωτικές τους διαθέσεις, ακόμα και με τη χρήση παράνομων μέσων παρακολούθησης. Παραφράζοντας τη γνωστή φράση «η δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι», θα έλεγα ότι η δημοσιογραφία πεθαίνει από το σκοτάδι και εμείς οφείλουμε να φροντίσουμε για το αντίθετο.
Σημειώσεις:
Ενδεικτικά:
i. Ευγενία Σιαπέρα, Λαμπρινή Παπαδοπούλου & Φραγκίσκος Αρχοντάκης (2015) Post-Crisis Journalism: Critique and renewal in Greek journalism, Journalism Studies, 16:3, 449-465, https://doi.org/10.1080/1461670X.2014.916479.
ii. Νίκος Λέανδρος (2011) Structural Media Pluralism | Media Concentration and Systemic Failures in Greece. International Journal Of Communication, 4: 20, https://ijoc.org/index.php/ijoc/article/view/795.
iii. Αντώνης Καλογερόπουλος, Λαμπρινή Ρόρη & Δήμητρα Δημητρακοπούλου (2021) «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με βοηθούν να ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα»: News Consumption in the Polarised and Low-trust Media Landscape of Greece, South European Society and Politics, 26:1, 109-132, https://doi.org/10.1080/13608746.2021.1980941.
31.07.2023 – ena-institute