Αν δείχνει κάτι η κρίση, είναι ότι το οικονομικό σύστημα του νεοφιλελευθερισμού φτάνει στα όριά του, γίνεται ασύμφορο ακόμη και για τους σπόνσορές του, αλλά εξακολουθεί να επικρατεί. Η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση είναι άμεσο αποτέλεσμα των διαρκών πολέμων, της κλιματικής καταστροφής και της αυξανόμενης φτώχειας που επιτείνεται από την παγκόσμια ανισότητα.
Του Κώστα Δουζίνα*
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο «Η ζωή σε ζοφερούς καιρούς» σε επιμέλεια Μιχάλη Μπαρτσίδη και Κώστα Δουζίνα. Η εμφάνισή του σε μια περίοδο λίγης ξεκούρασης μας θυμίζει το βαθύ σκοτάδι που μας περικυκλώνει. Ο εικοστός πρώτος αιώνας έγινε η εποχή του κακού. Εχουμε μια όξυνση και επιτάχυνσή του, το κακό βρίσκεται σε παροξυσμό.
Οπως γράφει ο μεγάλος φιλόσοφος Ζαν-Λικ Νανσί στον τόμο, η αρνητικότητα είναι είτε η διαλεκτική στιγμή μετάβασης προς το ανώτερο στάδιο, η προετοιμασία και προϋπόθεση της υπέρβασης, είτε η επικράτηση του «κακού» με τις πολλές μορφές του: την αυταρχική στροφή των δημοκρατιών, τις οικονομίες της ανισότητας, την πανδημία, τον πόλεμο, τις πολιτικές του φόβου, τις πολλαπλές παραβιάσεις των ελευθεριών και των δικαιωμάτων, την εξέλιξη του αντιδραστικού συντηρητισμού και του ακροδεξιού λαϊκισμού, τη μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης.
Η σύντομη περίοδος ανάπαυλας τον Αύγουστο, για όσους είναι τυχεροί, επιτρέπει να ξεχάσουμε προσωρινά τα προσωρινά και επίκαιρα και να σκεφτούμε την υπαρξιακή σημασία του κακού. Βοηθούν τη σκέψη οι τρεις έκτακτες καταστάσεις που ζούμε. Κάθε μία εκπροσωπεί μία πλευρά του κακού. Η οικονομική κρίση του 2010 και τα μνημόνια ήταν δουλειά των δομικών ανισοτήτων του ύστερου καπιταλισμού, αλλά και της πλήρους εξάρτησης των ελληνικών και ευρωπαϊκών ελίτ από τις στρατηγικές επιλογές του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Αν δείχνει κάτι η κρίση είναι ότι το οικονομικό σύστημα του νεοφιλελευθερισμού φτάνει στα όριά του, γίνεται ασύμφορο ακόμη και για τους σπόνσορές του, αλλά εξακολουθεί να επικρατεί. Η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση είναι άμεσο αποτέλεσμα των διαρκών πολέμων, της κλιματικής καταστροφής και της αυξανόμενης φτώχειας που επιτείνεται από την παγκόσμια ανισότητα.
Τέλος, η πανδημία και η παγκόσμια κατάσταση εξαίρεσης που επιβλήθηκε μετέφεραν την κρίση από το πρώτο στο μετά-επίπεδο. Τα κράτη επέτειναν την καταστολή και την παρακολούθηση, τις έκαναν καθολικές και μόνιμες και προετοίμασαν το οπλοστάσιό τους απέναντι στις μεγάλες αντιστάσεις που έρχονται.
Και οι τρεις έκτακτες καταστάσεις αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της κλιματικής καταστροφής που είναι εν μέρει και η αιτία τους. Η νεωτερικότητα διαχώρισε την ανθρωπότητα από τον εξωτερικό κόσμο, το υποκείμενο από το αντικείμενο. «Απομάγευσε» τον κόσμο και άνοιξε ριζικό χάσμα μεταξύ κοινωνίας και φύσης. Η φύση έγινε εργαλείο για την ανάπτυξη οδηγώντας στην άμετρη εκμετάλλευσή της. Ετσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την κλιματική καταστροφή.
Οι πληγές για τις οποίες διαβάζουμε κάθε μέρα –οι καύσωνες, οι πυρκαγιές, η υπερθέρμανση των πόλων και το λιώσιμο των πάγων, οι πλημμύρες, η έλλειψη νερού– αποτελούν σημάδια της ανθρωπογενούς καταστροφής. Οι γεωλόγοι ονόμασαν την εποχή μας «Ανθρωπόκαινο»: είναι η πρώτη περίοδος στην ιστορία στην οποία οι ανθρώπινες επεμβάσεις αλλάζουν ριζικά το φυσικό περιβάλλον. Η ανθρωπότητα που αντικατέστησε τον Θεό ως causa sui, ως δημιουργός και αρχή αξίας και νοήματος, έχει αρχίσει να προετοιμάζει το δικό της τέλος.
Ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, που προετοίμασε την ατομική βόμβα, δήλωσε όταν έγινε η πρώτη πειραματική έκρηξη «Now I am become Death, the destroyer of worlds» («Τώρα έγινα ο θάνατος, ο καταστροφέας των κόσμων»). Είναι συμβολικό ότι η ζωή του έγινε το πιο πετυχημένο φιλμ του καλοκαιριού, καθώς ο πυρηνικός όλεθρος χτυπάει ξανά την πόρτα της ανθρωπότητας.
Ολα αυτά μάς δίνουν την εντύπωση ότι έχει επικρατήσει η ιδεολογία που ο Μαρκ Φίσερ ονόμασε «καπιταλιστικό ρεαλισμό»· η πίστη ότι ο καπιταλισμός είναι το μόνο βιώσιμο πολιτικό και οικονομικό σύστημα που κάνει αδύνατο ακόμα και να φανταστούμε μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση. Σύμφωνα με ένα απόφθεγμα που αποδίδεται στον Φρέντρικ Τζέιμσον, «είναι ευκολότερο να φανταστεί κανείς το τέλος του κόσμου πάρα το τέλος του καπιταλισμού».
Αυτή η αποπνικτική κατάσταση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «νίκη του θανάτου και διαγραφή του μέλλοντος». Μετά τους θανάτους από κορονοϊό, τα Τέμπη, η Πύλος, οι συνεχείς θάνατοι μεταναστών στο Αιγαίο, στον Εβρο, αλλά και οι γυναικοκτονίες μάς φέρνουν μπροστά στον θάνατο. Η σκέψη του θανάτου μπορεί να είναι λογισμός ελευθερίας, λέει ο Μοντέν, γιατί μας ελευθερώνει από τον φόβο του. «Να ζεις δίπλα στον θάνατο» για να ξεφύγεις τον αποπνικτικό φόβο του, μας λέει ο Ζαν-Λικ Νανσί.
Αλλά η αδιαφορία για τις μαζικές ανθρωποκτονίες είναι σύμπτωμα της επικράτησης της «θανατοπολιτικής». Ο θάνατος γίνεται εργαλείο της εξουσίας. Οταν η συγκατοίκηση με τον φόβο του οδηγεί στην επιβολή συνόρων, ελέγχων και επιτηρήσεων έχουμε την «αποκτήνωση της πολιτικής», όπως λέει εύστοχα ο Μιχάλης Μπαρτσίδης. Κάθε στοιχείο ενσυναίσθησης εξαφανίζεται, η διάχυτη βία γίνεται αποδεκτή ρουτίνα και χρησιμοποιείται για να καλλιεργεί την πολιτική του φόβου και να νομιμοποιεί την κρατική σκληρότητα.
Ο καπιταλιστικός ρεαλισμός και η βαναυσότητα της εξουσίας θέλουν να πιστέψουμε ότι η μόνη λύση είναι «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», ο καθένας θα τα καταφέρει μόνος του. Ετσι υποσκάπτονται και καταστρέφονται οι δεσμοί συνύπαρξης, αλληλοϋποστήριξης και αμοιβαιότητας. Φτάνουμε στον εαυτό-σκαντζόχοιρο για τον οποίο ο άλλος είναι είτε εργαλείο στους σκοπούς του ή εμπόδιο που πρέπει να εξοντωθεί.
Ο καπιταλιστικός ρεαλισμός αλλάζει τη σχέση με τον χρόνο, αποκλείοντας τον σχηματισμό μιας παράστασης του μέλλοντος. Ζούμε σε ένα διαρκές και αμετάβλητο παρόν. Αυτή η μόνιμη αναστολή του μέλλοντος δεν βιώνεται με άμεσο τρόπο. Δεν πέφτει ένας κεραυνός του Δία κάποια στιγμή που αναγγέλλει το τέλος της ιστορίας. «This is the way the time ends. Not with a bang but a whimper», παραφράζουμε τον Τ.Σ. Ελιοτ. «Ετσι τελειώνει ο χρόνος. Οχι με πάταγο αλλά με ψιθύρους».
Ο κόσμος υποχωρεί, ξηλώνεται, αποσυντίθεται σταδιακά. Ενα «αρνητικό θαύμα», χαμένο κάπου στο παρελθόν, διέγραψε το μέλλον και προκάλεσε την καταστροφή. Γιατί δεν υπάρχει κόσμος δίχως το καινούργιο. Δεν υπάρχει (αριστερή) πολιτική, όταν οι νέοι δεν μπορούν να δημιουργήσουν εκπλήξεις. Οταν το business as usual γίνεται το λογότυπο της ζωής, υποψιαζόμαστε ότι το τέλος έχει συντελεστεί, το μέλλον κρύβει μόνο επαναλήψεις και ανασχηματισμούς. Δεν θα υπάρξει ξανά το «σοκ του καινούργιου».
Ο Ελιοτ υποστήριζε ότι η εξάντληση του μέλλοντος δεν μας επιτρέπει να συντηρήσουμε ούτε το παρελθόν. Η παράδοση χάνει κάθε αξία όταν δεν προκαλείται, δεν τροποποιείται, δεν παραμορφώνεται. Ενας πολιτισμός στο μουσείο δεν είναι πια πολιτισμός. Μία Επίδαυρος χωρίς τη «Μήδεια» του Κάστορφ και τα «Βατράχια» της Μπίρμπα είναι μια αρχαιολατρία που ούτε εμπνέει ούτε πείθει. Η διαγραφή του μέλλοντος απαιτεί να «ειδωλολατρεύσουμε» το παρελθόν, όμηροι ενός αρχαϊσμού που δεν υπήρξε ποτέ.
Το κακό μπορεί να επιβληθεί για κάποιο διάστημα αλλά αργά ή γρήγορα οι άνθρωποι ξεσηκώνονται. Η αντίσταση είναι νόμος της φύσης, εσωτερική και εμμενής αντι-δύναμη στη δύναμη της εξουσίας. Κάθε φορά που το κοινωνικό είναι μορφoποιείται και οι ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας σταθεροποιούνται αντιμετωπίζουν αμέσως αντιστάσεις που τις παραμορφώνουν, τις διασπούν, τις πηγαίνουν αλλού. Αυτό συμβαίνει απαράβατα σε κάθε οικογένεια, σε κάθε μικρή ή μεγάλη συλλογικότητα, σε κάθε κόμμα ή σωματείο, σε κάθε κοινωνία και κράτος. Η αντίσταση είναι γεγονός, όχι υποχρέωση, ον, όχι δέον. Αυτή είναι η μεγάλη ελπίδα, μια ρεαλιστική ουτοπία.
* Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πρόεδρος του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»
Πηγή: Εφημερίδα Των Συντακτών