Λιγότερο ψωμί στο τραπέζι βάζουν οι ελληνικές οικογένειες, καθώς η τιμή του ανεβαίνει διαρκώς.
Πριν ακόμα ο καύσωνας πιέσει την παραγωγή σιταριού σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, φυσικά και στη χώρα μας, η πρώτη ύλη του ψωμιού, το αλεύρι, αυξήθηκε από 7 έως 10%, δίνοντας ώθηση προς τα πάνω σε όλα τα αρτοσκευάσματα.
Το ψωμί και τα δημητριακά στα ράφια των σούπερ μάρκετ αυξήθηκαν τον Ιούλιο κατά 0,6%. Είχαν προηγηθεί οι αυξήσεις του Ιουνίου κατά 9,5%, του Μαΐου κατά 11,1%, του Απριλίου κατά 13,8%, του Μαρτίου κατά 0,4% και του Φεβρουαρίου κατά 16,8%.
Από την πλευρά τους οι αρτοποιοί δηλώνουν ότι για λίγο καιρό ακόμα θα συγκρατήσουν την τιμή σε χαμηλά επίπεδα.
Όπως λένε οι αρτοποιοί, απορροφούν το υψηλό λειτουργικό κόστος που έχει παραμείνει στα επίπεδα του Φεβρουαρίου του 2022, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, για να διατηρήσουν την πελατεία τους.
Έτσι, από τον Μάρτιο του 2022 η φρατζόλα των 350 γρ. κοστίζει από 90 λεπτά έως 1 ευρώ και του μισού κιλού από 1,10 ευρώ έως 1,30 ευρώ.
Ότι ανεβαίνει δεν κατεβαίνει
Η τελευταία φορά που τα αρτοποιεία έκαναν αύξηση στο ψωμί ήταν τον Μάρτιο του 2022, όπως αναφέρει ο ίδιος, ενώ οι φούρνοι πληρώνουν το αλεύρι 80% ακριβότερα σε σχέση με τις αρχές του 2022 πριν ξεκινήσει ο ρωσοουκρανικός πόλεμος.
Κι αυτό γιατί παρά την πτώση των διεθνών τιμών στο σιτάρι το 2022 και το 2023 (σ.σ. μέχρι την ανατροπή της συμφωνίας της Μαύρης Θάλασσας στις 17 Ιουλίου εφέτος), οι τιμές των αλεύρων έχουν μειωθεί μόλις κατά 10% σε σύγκριση με πέρυσι τον Μάρτιο, επισημαίνει.
Υπενθυμίζεται ότι αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η τιμή του μαλακού σιταριού στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων στο Παρίσι ξεπέρασε τα 400 ευρώ/τόνο, ενώ μέσα στους επόμενους μήνες υποχώρησε σημαντικά, φθάνοντας ακόμη και στο επίπεδο των 220 ευρώ/τόνο.
«Δεν είναι μόνο το αλεύρι, που η τιμή του έχει σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα από τον περασμένο Μάρτιο. Είναι ζάχαρη, οι αυξημένες τιμές στα βούτυρα, η άνοδος στα τυροκομικά και στα κρέατα και τόσα άλλα», τονίζει ο κος Μούσιος.
Την ίδια ώρα τα ενεργειακά κόστη παραμένουν υψηλά για τις επιχειρήσεις, καθώς πληρώνουν διπλάσιες τιμές συγκριτικά με την περίοδο προ ενεργειακής κρίσης, με αποτέλεσμα η βιωσιμότητα αρκετών δεκάδων να βρίσκεται σε κίνδυνο.