Η επικοινωνιακή κατίσχυση δεν εξηγεί όλη την Παλινόρθωση της Δεξιάς· συντρέχουν και άλλοι λόγοι
Του Νίκου Ξυδάκη
Κάθε επικοινωνία είναι εντέλει πολιτική, όπως κάθε αισθητική είναι εντέλει ηθική – διαστέλλω αυθαίρετα τον Βιτγκενστάιν. Αν λοιπόν συζητούμε για την ενδεχόμενη δυσχέρεια ή και αποτυχία τής καθ’ ημάς Αριστεράς στην επικοινωνία, τότε πρέπει να σκεφτούμε τη σύστοιχη δυστοκία στην πολιτική. Μας αναγκάζει να σκεφτούμε ριζικά, δομικά, η τρέχουσα πραγματικότητα: η εκλογική – πολιτική ήττα της μη-επικοινωνιακής Αριστεράς, η Παλινόρθωση μιας υπερεπικοινωνιακής Δεξιάς.
Η επικοινωνιακή κατίσχυση δεν εξηγεί όλη την Παλινόρθωση της Δεξιάς· συντρέχουν και άλλοι λόγοι. Εντούτοις, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ποτέ άλλοτε στη Μεταπολίτευση μια κυβέρνηση και μια παράταξη, θα έλεγα και μια εξουσιαστική ελίτ, δεν είχαν τέτοια κυριαρχία στα Μέσα, τουλάχιστον στα συμβατικά, αλλά και σε μεγάλο μέρος των Νέων Μέσων.
Τα αποτελέσματα είναι ορατά: πρωτοφανής, σχεδόν ολοκληρωτική διάδοση των κυρίαρχων απόψεων, αποκλεισμός ή επιλεκτικές φανερώσεις όχι μόνο άλλων απόψεων, αλλά συμβάντων και τεκμηρίων· ένα θλιβερό οικοσύστημα που διαστρεβλώνει, παραπληροφορεί, συνωμοσιολογεί, εμποτίζει εγκεφάλους με στερεοτυπικά ψέματα, υποθάλπει φασίζουσες νοοτροπίες.
Αυτά εν πολλοίς συγκροτούνται από τις πρακτικές της ποικίλης Δεξιάς, από το Ακραίο Κέντρο έως την Άκρα Δεξιά, και από τις πρακτικές των λεγόμενων «συστημικών Μέσων». Αυτή είναι η στρατηγική απάντηση των ολιγαρχικών ελίτ, η δική τους ανασυγκρότηση, μετά τη συστημική και θεσμική κατάρρευση που προκάλεσαν η χρεοκοπία και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Είναι, ήταν και θα είναι απέναντι στην Αριστερά· μάλιστα, τώρα πια, τοποθετούμενοι με όρους σμιτιανού Εχθρού.
Εμείς τι κάνουμε;
Το θέμα είναι τι πράττει η Αριστερά. Πώς κατανοεί αυτές τις πρακτικές αποκλεισμού και εχθροπραξίας, πώς συγκροτεί τις απαντήσεις και τα όπλα της.
Σε πρώτη ματιά, η Αριστερά, σε μεγάλο βαθμό, δεν αντιδρά δομικά, δυναμικά, δημιουργικά. Απλώς, γκρινιάζει, μεμψιμοιρεί, πετροβολάει ή βδελύσσεται τα συστημικά Μέσα και τα ΑΡΔάκια. Δεν έχει στρατηγική απαντήσεων και ανατροπών. Φέρεται λες κι έχει εσωτερικεύσει μια διαρκή ήττα στο πεδίο της επικοινωνίας (άρα και της πολιτικής), με μελαγχολική μειονεξία.
Κι όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Οφείλουμε να θυμηθούμε την περίοδο 2008-2015, όταν η Αριστερά έλαμπε δημιουργική και ηγεμονική στα Νέα Μέσα. Εκείνη η υπεροχή οφειλόταν εν πολλοίς στην άφθονη δημιουργική εργασία νέων ανθρώπων, σχεδόν όλη εθελοντική – κινηματική, και βέβαια στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της θερμής περιόδου από τον Δεκέμβριο του 2008 έως τον Ιανουάριο του 2015.
Μετά το 2015 αυτή η δημιουργική αλλά και ποσοτική υπεροχή φθίνει απότομα και χάνεται. Μαζί με ανθρώπους που την παρήγαγαν. Η Αριστερά σταδιακά εξαφανίζεται από τα Νέα Μέσα (όπου πλέον συγκροτείται η προπαγάνδα της Δεξιάς) και η επικοινωνία της παίρνει χαρακτηριστικά οιονεί επαγγελματικά, συμβατικά. Παράλληλα, ο ανελέητος πόλεμος των Μέσων οδηγεί σε αμυντική αναδίπλωση, σε εσωστρέφεια και εύλογη καχυποψία.
Υπό πίεση, χωρίς χώρο, χωρίς χρόνο, αλλά και χωρίς βούληση για διαφοροποίηση, η κυβερνώσα Αριστερά δεν κατορθώνει να κατανοήσει εν τω βάθει και εν εκτάσει τους μηχανισμούς της επικοινωνίας, αλλά και τους μηχανισμούς της Δεξιάς, τους αρμούς της εξουσίας. Δεν προλαβαίνει όχι μόνο να χτίσει χρονοανθεκτικές συμμαχίες και να ορίσει ουδέτερα πεδία, μη συγκρουσιακά, αλλά ούτε καν να χαρτογραφήσει αναλυτικά το μιντιακό τοπίο, κυρίως προς τα κάτω και προς την περιφέρεια, να χαρτογραφήσει τα οικοσυστήματα των μικρών και των αναδυόμενων Μέσων. Το βλέμμα έμεινε στα μεγάλα, τα συμβατικά μίντια, τα εχθρικά· άρα και στις κυρίαρχες αφηγήσεις τους, στον λόγο τους, στο συντακτικό τους, στη λογική τους. Εξ ου και το καφενειακό θυμόσοφο «άμα δεν έχεις δικό σου κανάλι…».
Δεν θέλω να μειώσω τη σφοδρότητα ή τη σημασία της μιντιακής καταιγίδας, που υφίσταται ακόμη. Είπαμε, όμως, το θέμα είναι τι κάνεις εσύ. Ε, λοιπόν, όσο το βλέμμα και ο νους παρέμεναν στο υλικό – εννοιολογικό πλαίσιο των «συστημικών» εχθρών, ο λόγος τής τότε κυβερνώσας Αριστεράς γινόταν όλο και περισσότερο πολιτικά συμβατικός, οιονεί αυτάρκης, εννοιολογικά ρικνός, χωρίς λαϊκούς χυμούς, με πλήθος στερεότυπα, ένας λόγος κατ’ ουσίαν αμυντικός. Ένα παράδειγμα: το στερεότυπο «κανονικότητα». Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από το 2018, παραμονές εξόδου από το Μνημόνιο, διακήρυττε την επιστροφή στην «κανονικότητα». Ποια κανονικότητα; Το ίδιο έλεγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εννοώντας την κανονικότητα του Ancien Régime, το ίδιο έλεγε το Ακραίο Κέντρο από την αρχή της κρίσης: Να γίνουμε κανονική χώρα χωρίς συντάξεις και δημόσια σχολεία… Ο ΣΥΡΙΖΑ, υιοθετώντας το λεκτικό τού αντιπάλου, ήταν σαν να υιοθετούσε την «κανονικότητα» που οδήγησε στη χρεοκοπία και τη φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων, υιοθετούσε τον κυρίαρχο λόγο του Ακραίου Κέντρου και της Δεξιάς, απέναντι στη διακριτή πολιτική του ταυτότητα, απέναντι στον λόγο ύπαρξής του.
Ε, τι να κάνουμε;
Η εκλογική ήττα του 2019 επιδείνωσε την επικοινωνιακή αμηχανία. Το σοκ της πανδημίας αποτέλειωσε. Ενόσω εμαίνετο η επικοινωνιακή καταιγίδα και το θεσμικό – πολιτικό Blitzkrieg της νεο-ΕΡΕ, η Αριστερά δεν κατόρθωνε να χαρτογραφήσει, να αναγνώσει και να ερμηνεύσει το νέο κοινωνικό μωσαϊκό της «permacrisis», τις νέες ταξικότητες, τη βιοπολιτική διαχείριση της ανασφάλειας και του φόβου, τη διάδοση των Νέων Μέσων και των Δικτύων σε κάθε ηλικία και τάξη – κι όλα αυτά να τα κάνει επικοινωνιακές πρακτικές καινοφανείς και δραστικές. Έμεινε στο καβούκι της συμβατικότητας, των μικροδιευθετήσεων, χωρίς να χτίζει εν κινήσει, μες στις δυσκολίες της πανδημίας, νέα εργαλεία, γλώσσες, αισθητική, πρακτικές. Δεν υπήρξαν αστερισμοί πόντκαστ, καναλιών YouTube, καναλιών εναλλακτικής πληροφόρησης και αισθητικής. Ου μην αλλά και όταν γίνονταν, γίνονταν με χαμηλό επαγγελματισμό και τσαπατσούλικα, στο και πέντε.
Κάποτε και με προθυμία, αλλά και μη συγγνωστή αθωότητα: Οι Zoom τηλεδιασκέψεις των οργανώσεων ήταν ανοιχτές, και οι Ομάδες Αλήθειας της Δεξιάς κανιβάλιζαν ομιλίες, πρόσωπα και πολιτικές. Κάπως έτσι φτάσαμε στο 2023. Η λαϊκή, μαζική επικοινωνία διεξάγεται, αφενός, με δημόσιους εκφωνητές λοιδορούμενους, αφετέρου και κυρίως, με δεκάδες ομάδες Facebook «Φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ – Αλέξη», και ποστάκια στελεχών με πολλά θαυμαστικά και κεφαλαία.
Ευχόμαστε και προσευχόμαστε στην επόμενη κρισιμότατη φάση επικοινωνίας (άρα και πολιτικής) να υπάρξει επίγνωση των ευθυνών και των προκλήσεων, σοβαρότητα και δημιουργικότητα.
Ο Νίκος Ξυδάκης είναι δημοσιογράφος, πρώην υπουργός
Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη ΑΥΓΗ