Το μιντιακό τοπίο έχει αλλάξει για τα καλά και έχει μεταναστεύσει σε τεράστιο ποσοστό στο ψηφιακό
Του Μιχάλη Παναγιωτάκη
Ανοίγω τον υπολογιστή, ανοίγω το facebook, ανοίγω την εφαρμογή X, μέχρι πρότινος γνωστή ως Twitter. Η ροή των ειδήσεων περνάει από μπροστά μου. Οι δύο ροές, παρότι έχω προσεκτικά κλαδέψει όσο μπορώ τον κιτρινισμό, το κουτσομπολιό και τους ασχημονούντες, παράγουν περίσσευμα από μιντιακό χυλό, περίσπαση και αμηχανία.
Ο χυλός
Στο facebook η χωρίς καμία αξιολόγηση ή προτεραιοποίηση ροή ειδήσεων και άρθρων, συχνά -ακόμα και στα καλύτερα μαγαζιά- υπό τίτλους click bait, παρεμβάλλεται σε μια ροή αναρτήσεων φίλων και ακολούθων, κάποιες φορές προσωπική, κάποιες φορές ενδιαφέρουσα, αλλά συχνότερα καβάλα στο θέμα ή στα δυο-τρία θέματα της ημέρας, δημιουργώντας έναν εφήμερο βόμβο, ο οποίος κατακάθεται σε διάστημα μεταξύ μιας ημέρας και τριών εβδομάδων, οπότε και το θέμα ξεχνιέται. Είναι δε φτιαγμένες οι μηχανές αλγοριθμικού εθισμού και πειθάρχησης που χρησιμοποιούμε για την καθημερινή επικοινωνία με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δύσκολη η ανεύρεση οποιασδήποτε άποψης έχει κατατεθεί, αλλά έχει φύγει πια από τη χρονοροή (timeline) του χρήστη. Το φαινόμενο του χυλού περιεχομένου είναι ακόμα πιο έντονο στο TikTok, μια εφαρμογή φτιαγμένη να συρράπτει σε μια χρονοροή μικρά κομμάτια εφήμερου που δεν συνθέτουν τίποτα, παρά ένα ευχάριστο χαλί για ατέρμονο σκρολάρισμα. Είναι μια μηχανή πολτοποίησης της επικαιρότητας και εξαφάνισης του μείζονος και του πολιτικού μέσα στο εφήμερο.
Η κατακραυγή
Οι αλγόριθμοι επιλέγουν και προμοτάρουν το περιεχόμενο που προκαλεί τις περισσότερες αντιδράσεις, που σημαίνει πως τα ίδια τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ), για να λειτουργήσουν, προμοτάρουν ό,τι μπορεί να προκαλέσει κατακραυγή. Εξού και οι οπαδοί, π.χ., της επίπεδης Γης και οι νοσταλγοί του Χίτλερ κάνουν πάρτι στο νέο αυτό ψηφιακό περιβάλλον.
Και η κατακραυγή ή η αγανάκτηση είναι, μαζί με την ηθικολογία, συμπεριφορά την οποία ενθαρρύνουν και η δομή των συζητήσεων και η επιλογή των αλγορίθμων. Η προσέλκυση αναγνωστών και θεατών οδηγεί κατά κάποιον τρόπο σε καλλιέργειες και καλλιεργητές αγανάκτησης (outrage farming), οι οποίοι είναι και εκείνοι που δίνουν τον τόνο στα ΜΚΔ. Συχνότερα από το αντίθετο, η κοινωνική αντίδραση δεν αφορά κατάθεση άποψης ή διάχυση πληροφορίας, αλλά εκτόνωση που συνοδεύεται συνήθως (κρίνοντας από την πραγματική πολιτική κίνηση στον δρόμο και στην κοινωνία) από παραίτηση και αδράνεια για οτιδήποτε έξω από τον περίκλειστο κήπο των ΜΚΔ. Η παραγωγή κατακραυγής δημιουργεί ένα πολωμένο ακροατήριο πάνω σε θέματα που συχνότατα είναι τετριμμένα ή προσωπικά, τα οποία δεν συναρθρώνονται ποτέ σε ένα πολιτικό πλαίσιο και τα οποία έχουν ημερομηνία λήξης. Παράγει πολιτικό πουριτανισμό και αποϊδεολογικοποίηση.
Τα ΜΜΕ από την πίσω πόρτα
Το 2021 (και τα νούμερα αφορούν τις ΗΠΑ, αλλά δεν πρέπει να υπάρχουν σημαντικές διαφορές και εδώ) μια ανάλυση της συμπεριφοράς των χρηστών του Twitter έδειξε πως το 25% των χρηστών ήταν υπεύθυνο για το 97% των tweets και το 80% από αυτά είναι αναδημοσιεύσεις και απαντήσεις. Αυτά για τη συμμετοχικότητα. Αλλά ποιο είναι το περιεχόμενο που αναπαράγεται και ορίζει την ατζέντα; Ιδίως στο Twitter (γιατί σε άλλες πιο οπτικές πλατφόρμες υπάρχει μια διαφορετική ιεραρχία όσον αφορά τις βιοτεχνίες/βιομηχανίες των influencers, που βασικά στηρίζεται και άρα ανάγεται σε προϊοντικό μάρκετινγκ ή εκάστοτε συρμούς), μια απλή ματιά στον τρόπο που διεξάγονται οι συζητήσεις δείχνει πως τα (μεγάλα) ΜΜΕ και διάφοροι influencers είναι οι βασικοί πάροχοι. Είτε μέσα από κλιπ είτε από αναδημοσίευση ειδήσεων, άρθρων και εικόνων, κυριαρχεί η «επαγγελματική» παραγωγή περιεχομένου, η οποία είναι άλλωστε και εκείνη που θέτει την ατζέντα. Οι συζητήσεις για το πώς και με ποια κριτήρια επιλέγονται τα θέματα που θα αναδειχθούν από τον αλγόριθμο και ποια θα κοπούν περικλείουν όλη τη βαριά πολιτικοποίηση των feeds μέσω της «ουδέτερης» αλγοριθμικής επιλογής.
Η καλλιέργεια του νεοφιλελεύθερου εαυτού
«Ολα τα αγαθά που επιλέγονται από το θεαματικό σύστημα είναι επίσης τα όπλα του για τη συνεχή ισχυροποίηση των συνθηκών απομόνωσης του “μοναχικού πλήθους”». Αυτά έγραφε ο Γκι Ντεμπόρ το 1967 στην «Κοινωνία του θεάματος» και η ανάδειξη των ΜΚΔ είναι η φυσική κατάληξη του «θεματικού συστήματός» του, αλλά και το οριακό επίτευγμα απομόνωσης. Ο Μιρόφσκι είχε πει για το facebook πως διδάσκει τους χρήστες πώς να είναι «νεοφιλελεύθερα υποκείμενα» και ότι η καλλιέργεια της ιδέας του ίδιου του εαυτού μας ως συμμέτοχου σε μια αγορά επιρροής, η οποία πολύ συχνά είναι και πραγματική αγορά, είναι η τελική διείσδυση της νεοφιλελεύθερης λογικής στο υποκείμενο. Ισχύει δε στο πολλαπλάσιο για το Instagram και το TikTok, ενώ επιδρά με τρόπο καταστροφικό στην ανάπτυξη της προσωπικότητας (το κινεζικό Tiktok έχει πολλούς περιορισμούς για τη χρήση από εφήβους, ειρήσθω εν παρόδω). Θέλοντας και μη, συμμετέχεις σε ένα μάρκετινγκ διεκδίκησης της προσοχής είτε αναφορικά με την ένταξη στον κοινωνικό περίγυρο ή και επαγγελματικά. Το να μην «παράγει περιεχόμενο» κάποιος (αρθρογράφοι, δημοσιογράφοι, παραγωγοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, τραγουδιστές κ.λπ.) στα ΜΚΔ σημαίνει αναχωρητισμό από τα εγκόσμια και ατύπως αποκλεισμό από τη δημόσια σφαίρα.
Η άλλη πλευρά
Το τοπίο των ΜΚΔ, με όλους του τους πολιτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς, ορίζεται και υπερκαθορίζεται από την πολιτική τους οικονομία. Ένα de facto μονοπώλιο/ολιγοπώλιο είναι δύσκολο να ρυθμιστεί, ιδίως όταν έχει αποκτήσει εξωπραγματική οικονομική δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι όλη αυτή η βιομηχανία των αλγορίθμων της προσοχής, της επιτήρησης, της δικτύωσης έχει παραγάγει όχι μόνο τις πλουσιότερες εταιρείες στον κόσμο, με τεράστια λόμπι που υπερασπίζονται το επιχειρηματικό τους μοντέλο ανά τον κόσμο, αλλά και μερικούς από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, πρωτοπόρους σε έναν εξαιρετικά άνισο κόσμο και, συχνότερα από ό,τι το αντίθετο, «Ταλιμπάν» της αγοράς, αλλά και υποστηρικτές ακροδεξιών αφηγημάτων.
Οπως σημείωσα, η έξοδος από τα ΜΚΔ, που αποτελούν ήδη μάλλον για την πλειονότητα της ανθρωπότητας βασικό στοιχείο της καθημερινότητας και για τους εργαζομένους στους χώρους της «παραγωγής περιεχομένου» απαραίτητο στοιχείο επιβίωσης, δεν είναι εφικτή. Τα μέσα αυτά έχουν ήδη φτάσει σε ένα κρίσιμο μέγεθος που δεν μπορείς να τα αφήσεις χωρίς να αποξενωθείς από όλους και όλες με τους/τις οποίους/ες ερχόσουν σε επαφή. Η λύση, φυσικά, σε ένα πολιτικό πρόβλημα δεν είναι ποτέ κυρίαρχα τεχνική, ωστόσο αξίζει να σημειώσουμε ως αντίβαρο τις προσπάθειες για αποκεντρωμένα ΜΚΔ, για ΜΚΔ γειτονιάς και για τη δημιουργία πρωτοκόλλων για ανοιχτά ΜΚΔ. Μηχανισμοί επικοινωνίας ανάλογοι με εκείνους των ΜΚΔ θα μπορούσαν να εκπορευτούν από τους εθνικούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, από οργανώσεις και συλλογικότητες κάθε τύπου.
Ουσιωδέστερα, οι ρυθμιστικές απόπειρες είναι εκείνες που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, όμως και η ευκαιρία του ευρωπαϊκού Νόμου για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες και τις Ψηφιακές Αγορές (DSA/DMA) ενδέχεται να δημιουργήσει δυνατότητες κλονισμού της θέσης των μεγάλων ψηφιακών μονοπωλίων μέσω προβλέψεων για τη διαλειτουργικότητα και τη φορητότητα των δεδομένων από υπηρεσία σε υπηρεσία σε πραγματικό χρόνο. Μέσα σε ένα ρυθμισμένο πλαίσιο θα ήταν τουλάχιστον καταρχήν εφικτός ο έλεγχος των πρακτικών και των αλγορίθμων των ΜΚΔ, παρότι η αντίδραση των «εγκατεστημένων» ολιγοπωλιακών παικτών είναι και θα συνεχίσει να είναι σθεναρή.
Το μιντιακό τοπίο έχει αλλάξει για τα καλά και έχει μεταναστεύσει σε τεράστιο ποσοστό στο ψηφιακό. Αυτό δεν είναι μια αντιστρεπτή μεταβολή. Ο έλεγχος, όμως, στις λειτουργίες και στην ατζέντα των ψηφιακών κολοσσών είναι απαραίτητος σε μια κοινωνία όπου ο έλεγχος της πληροφόρησης δεν περνάει πια από τη λογοκρισία, αλλά από τα αλγοριθμικά φίλτρα, και μάλιστα αποτελεσματικότερα.
Ο Μιχάλης Παναγιωτάκης είναι συνεκδότης του newsletter Νήμα, αρχιτέκτονας πληροφορίας και αναλυτής Διαδικτύου