Είμαστε άραγε ένας λαός που, με θολωμένη κρίση, εκκρεμεί συνεχώς ανάμεσα στην απόλυτη αρετή και στην ακρότατη κακία; Ανάμεσα στην αυτοθυσιαστική δοτικότητα και στον κανιβαλικό ατομικισμό; Ανάμεσα στην έμπρακτη έγνοια για τη μοίρα του τόπου και στην αμοραλιστική περιφρόνηση για ό,τι τον ταλανίζει και τον καθηλώνει, ενόσω μάλιστα οι διαχειριστές του, πεισματάρηδες αρνητές της λογοδοσίας, καυχώνται ότι τον οδηγούν στον επί γης παράδεισο;
Του Παντελή Μπουκάλα
Στ’ αλήθεια, μετεωριζόμαστε μονίμως ανάμεσα στον πόλο της υπερδιογκωμένης εθνικής υπερηφάνειας, που περιφρονεί τους άλλους λαούς, και στον πόλο της κατεδαφιστικής απαξίωσης της ίδιας της ιστορίας μας; Ανάμεσα στην αφοσίωση σε ιδέες και στην εύκολη λιποταξία μπροστά στην πρώτη απειλή ή την πρώτη ευκαιρία προσωπικού κέρδους;
Εντάξει, δεν έχουμε όλοι μαζί κι ο καθένας χώρια τη δύναμη να σπάσουμε τα βρόχια της σαγηνευτικής Κακίας ή Ευδαιμονίας και να διαλέξουμε την ατραπό της Αρετής, όπως ο Ηρακλής. Δεν έχουμε, όμως, ούτε την ωριμότητα, έπειτα από δύο αιώνες ελεύθερου εθνικού βίου και προικισμένοι με τρισχιλιετή κληρονομιά, να ακολουθήσουμε την οδό κάποιας μεσότητας, ώστε να ευχαριστήσουμε και τον Αριστοτέλη; Τελικά, τρίτος δρόμος δεν υπάρχει πουθενά; Πάντα στην «άκρια των ακρών» θα βρίσκεται η σκηνή του βίου μας;
Δεν είναι λίγοι οι ιστορικοί, οι εθνολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, οι ανθρωπολόγοι που καταθέτουν πορίσματα ολικού χαρακτήρα και απόλυτης ισχύος. Αποδίδουν, δηλαδή, στο εκάστοτε εθνικό όλον σωρεία κοινών γνωρισμάτων, φρονώντας ότι ισχύουν για κάθε μέλος του. Οπωσδήποτε, κάθε λαός πορεύεται έχοντας κοινά στοιχεία (τη γλώσσα, τη θρησκεία, την άυλη παράδοση), που τον ενοποιούν, αφομοιώνοντας ή αποσιωπώντας τις μειονοτικές φωνές. Οταν όμως δίνουμε ισχύ αναμφίλεκτου νόμου της Ιστορίας σε απόψεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος του αναγωγικού δογματισμού: αναγωγή του μερικού στο συνολικό, του περιστασιακού στο διαχρονικό, του αυστηρά εντοπισμένου στο εξαπλωμένο προς κάθε κατεύθυνση.
Γυρνώντας και ξαναγυρνώντας στην κοινή μας γενέτειρα, το 1821, βρίσκει κανείς αρκετές γενικευτικές αποτιμήσεις για τη νοοτροπία των Ελλήνων, με την υπογραφή ιστοριογράφων αλλά και αγωνιστών της Επανάστασης. Αίφνης, σύμφωνα με όσα καταγράφει ο Γεώργιος Γαζής στη «Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη» (Αίγινα, 1828), ο Γιος της Καλογριάς δεν είχε και την καλύτερη άποψη για τους Ελληνες. Λαϊκά θα μίλησε βέβαια ο Καραϊσκάκης, ο Γαζής όμως, που στο εξώφυλλο δηλώνει «πρώην γραμματεύς, μυστικός σύμβουλος και χιλίαρχος του στρατηγού Καραϊσκάκη», μεταφέρει σε μια επιπολής καθαρεύουσα όσα λέει ο καπετάνιος:
Τα γκάλοπ για τις αυτοδιοικητικές εκλογές επιβεβαιώνουν την άποψη του Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ (1837-1897) για τους Ελληνες.
«Ερωτηθείς: πώς ημπορεί να εξουσιάζη τις καλώς τους Ελληνας, είπεν: όποιος θέλει να εξουσιάζη τους Ελληνας καλά, πρέπει να έχη στην πλάτην του εν δισάκιον, το οποίον να είναι γεμάτον διαβόλους οπίσω, και ο Χριστός μπροστά, ο δε χρυσός εις την μέσην». Πόσο πιο κοντά στη λαλιά του Καραϊσκάκη βρίσκεται η φράση, όπως την αναμετέφρασε ο Γιάννης Βλαχογιάννης στην «Ιστορική ανθολογία» του (επιμέλεια Αλκης Αγγέλου, Εστία, 2000): «Οποιος θέλει να κουμαντάρη (κυβερνάη) τους Ελληνες, πρέπει να βαστάη ένα δισάκι γεμάτο, ομπρός το Χριστό, πίσω τους διαόλους και στη μέση το χρυσάφι».
Τον Καραϊσκάκη δεν τον γνώρισε, φυσικά, ο Γερμανός ιστορικός Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ (1837-1897), γιος του μουσουργού Φέλιξ, μέλος δηλαδή μιας οικογένειας Εβραίων που μεταστράφηκαν στον χριστιανισμό μήπως σωθούν από τον αντισημιτισμό. Στα ταξίδια του, πάντως, στην Ελλάδα γνωρίστηκε με πολλούς «φύλακες της μνήμης», με Ελληνες δηλαδή που είχαν συμμετάσχει στον Αγώνα. Ετσι τα πολύτιμα γραπτά του, πρωτίστως η «Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» και κατόπιν «Οι περί ελευθερίας της Κρήτης αγώνες», που απέχουν από οποιοδήποτε εξιδανικευτικό σχήμα, ριζώνουν και σε πρωτογενείς μαρτυρίες. Ιστορεί λοιπόν ο Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, στη μετάφραση του Αγγελου Βλάχου, των ετών 1873-1876, αφού, δυστυχώς, η «Ιστορία» δεν ξαναμεταφράστηκε.
«Οσον ευχερή και αγρίαν έχει την οργήν ο Ελλην, τόσω ταχέως πάλιν και ευχαρίστως παρέχει την συγγνώμην, και ρίπτεται δακρύων εις τας αγκάλας του πταίστου, ον εκατηγόρησεν επί μικρά τινα ελλείψει. Τα προσωπικά των πάθη και την τροπήν των φρονημάτων αυτών μεταφέρουσιν οι Ελληνες και εις την πολιτικήν. Ουχί μόνον δε η φανατική του λαού μερίς, το κόμμα των βραδύτερον κληθέντων ναπαίων, θα απεκάλουν τον μεν Κυβερνήτην σωτήρα, εαυτούς δε καλούς χριστιανούς, αλλά και το έθνος ολόκληρον θα εχαιρέτα και θα ηγάπα τον Καποδίστριαν ως πολιτικόν σωτήρα της Ελλάδος. Ομόθυμος κραυγή αγανακτήσεως θ’ απεκρίνετο ες το πρωτόκολλον του Λονδίνου, όπερ ήθελε να επιβάλη οιονδήποτε ξένον πρίγκηπα εις τον ελληνικόν λαόν, αντί του πατρικού του ευεργέτου, του Κυβερνήτου Καποδιστρίου.
»Αντί όμως τούτου, κατώρθωσεν ο κόμης διά προληπτικών μέτρων αστυνομικής δεσποτείας να καταπνίξη την διάτορον κραυγήν της αγαλλιάσεως, δ’ ης υπεδέχθησαν οι Ελληνες την εκλογήν του Λεοπόλδου του Κοβούργου. Ητο δε αύτη ψήφος πάνδημος δυσπιστίας κατά της διοικήσεως του ανδρός, ον είχε καλέσει επί επταετίαν προς την διοίκησιν αυτού το έθνος, και ούτινος την άφιξιν είχε πανηγυρίσει ως εθνικήν χαρμόσυνον εορτήν· πλην ήτο συνάμα, εννοείται, και αναγκαία συμβολή εις την περί ευγνωμοσύνης των λαών διδασκαλίαν, και αναπόφευκτος επικύρωσις του πόσω δύσκολον είναι να διοικηθή ευχαρίστως λαός, έχων τας αξιώσεις των Ελλήνων».
Κόμμα των Ναπαίων, του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, του Κίτσου Τζαβέλλα, του Ανδρέα Μεταξά, είναι το Ρωσικό, από κάποιον Κερκυραίο ονόματι Νάπα, φανατικό οπαδό του Καποδίστρια. Ο πρίγκιπας Λεοπόλδος του Κοβούργου, της Σαξονίας-Κόμπουργκ, είχε επιλεγεί ως πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας από τις τρεις Δυνάμεις, Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία, βάσει του Πρωτοκόλλου που συνυπέγραψαν στις 30.2.1830. Μετά την αρχική αποδοχή, ο Λεοπόλδος απέρριψε την πρόταση και ένα χρόνο αργότερα έγινε ο πρώτος βασιλιάς του Βελγίου.
Υπερβάλλει άραγε ο Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, όταν καταλογίζει στους Ελληνες ότι περνούν ταχύτατα, άκριτα δηλαδή, από την οργή στη συγγνώμη; Τα γκάλοπ για τις αυτοδιοικητικές εκλογές επιμένουν ότι θα επανεκλεγούν όλοι οι άρχοντες που με την παταγώδη αποτυχία τους προκάλεσαν μαζική οργή και αγανάκτηση, Αγοραστοί, Μπέηδες κ.ο.κ. Αν επαληθευτούν, θα σιγουρευτούμε πια για το πού βρίσκεται η Χώρα των Λωτοφάγων. Δεν είναι λίγο.
(Πρώτη δημοσίευση στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 8/10/23)
- Έξι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης μιλούν στο libre για τον Γιάννη Μπουτάρη
- Ο Κόναν Ο’ Μπράιεν θα είναι οικοδεσπότης της 97ης τελετής απονομής των Όσκαρ
- Ο Ρίνγκο Σταρ και ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ αναπολούν τη Beatlemania
- Σκέρτσος: Η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι οι ακραίες διακυμάνσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα δεν θα περάσουν στον καταναλωτή
- Το τέλος ενός θρύλου: Ο 27χρονος YouTuber Τζέικ Πολ νίκησε τον Μάικ Τάισον