“Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν είχαν αυταπάτες για τον πληθωρισμό. Η απειλή του παραμένει και οι προοπτικές περιπλέκονται από τις διαρθρωτικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία. Στόχος η απαραίτητη προσαρμογή της πολιτικής από τη μείωση του πληθωρισμού έως τη διατήρησή του υπό έλεγχο. Ο ρυθμός αύξησης των τιμών έχει επιβραδυνθεί απότομα στις ΗΠΑ και μετριάζεται στην Ευρώπη, αλλά ο επικεφαλής της Federal Reserve και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήταν ξεκάθαροι ότι είναι πολύ νωρίς για πανηγύρια”.
Του Κώστα Μελά*
1. Η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων και ο συγκεκριμένος τρόπος αντιμετώπισης από τις Κεντρικές Τράπεζες (αύξηση των επιτοκίων) είναι τα κεντρικά σημεία από τα οποία πρέπει να ξεκινήσουμε για να αντιληφθούμε την κατάσταση που επικρατεί στην παγκόσμια οικονομία τόσο στον πραγματικό όσο και στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Μάλιστα η μεγάλη αναστάτωση που επικρατεί τελευταία στην αγορά ομολόγων κτυπά δυνατά το καμπανάκι του κινδύνου, όχι μόνο για τον συγκεκριμένο τομέα ούτε για τον χρηματοπιστωτικό τομέα γενικά, αλλά, για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, αν σκεφτούμε τη θέση και το ρόλο του τελευταίου στην αναπαραγωγή του συστήματος.
Τα χρόνια της Παγκοσμιοποίησης έχει συντελεστεί ένας δομικός μετασχηματισμός στην ίδια τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, με την έννοια ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας συμμετέχει με βαρύνοντα ρόλο στην προσπάθεια της διευρυμένης αναπαραγωγής του (κεφαλαίου). Αυτός ο ρόλος εμπεριέχει και στοιχεία αυτονόμησής του από την παραγωγή και από κυριαρχούμενος να έχει μετατραπεί σε κυρίαρχο. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη νέα συγκρότηση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης υπό την καθοδήγηση του νέου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το οποίο έχει επιβληθεί στον πραγματικό τομέα της οικονομίας, δηλαδή στην παραγωγή, στην απασχόληση, στους μισθούς και στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου, καθορίζοντας σε μεγάλο ποσοστό τη λειτουργία τους.
Επομένως, η όποια βαθιά κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν μπορεί παρά να έχει σοβαρότατες επιπτώσεις γενικότερα σε όλους τους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας.
2. Ο μέσος ετήσιος παγκόσμιος πληθωρισμός εκτιμάται ότι από 8,7% το 2022 θα μειωθεί στο 6,8% το 2023 και στο 5,2% το 2024, υψηλότερος από τον αντίστοιχο της περιόδου (2017-19) κατά 3,5%. Η «στενή» νομισματική πολιτική (άνοδος των επιτοκίων) που ασκείται τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια αναμένεται να πιέσει περαιτέρω τις πληθωριστικές πιέσεις μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος του 2,0% προς τα τέλη του 2025(;). Οι Κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων χωρών είναι αποφασισμένες να συνεχίσουν την αντιπληθωριστική νομισματική, όπως προκύπτει από τη σύνοδο των Κεντρικών Τραπεζιτών στις 24 Αυγούστου στο Jackson Hole Economic Policy Symposium.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν είχαν αυταπάτες για τον πληθωρισμό. Η απειλή του παραμένει και οι προοπτικές περιπλέκονται από τις διαρθρωτικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία. Στόχος η απαραίτητη προσαρμογή της πολιτικής από τη μείωση του πληθωρισμού έως τη διατήρησή του υπό έλεγχο. Ο ρυθμός αύξησης των τιμών έχει επιβραδυνθεί απότομα στις ΗΠΑ και μετριάζεται στην Ευρώπη, αλλά ο επικεφαλής της Federal Reserve και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήταν ξεκάθαροι ότι είναι πολύ νωρίς για πανηγύρια.
Μάλιστα η πρόσφατη άνοδος των τιμών του πετρελαίου και οι εκτιμήσεις για άνοδό του πάνω από τα 100 δολάρια αποτελεί δείγμα για νέες πληθωριστικές πιέσεις. 3.
Οι αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων που άρχισαν εδώ και περισσότερο από ενάμιση χρόνο η Federal Reserve, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Αγγλίας και τις ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες μεγάλων και μικρών οικονομιών, έχουν οδηγήσει σε άνοδο τις αποδόσεις των ομολόγων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι ΚΤ των αναπτυγμένων χωρών από τη στιγμή που ασκούν και θα συνεχίσουν να ασκούν στενή νομισματική πολιτική, καθίστανται καθαροί πωλητές ομολόγων.
Οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου και του γερμανικού δημοσίου κλείνουν τον Σεπτέμβριο με τη μεγαλύτερη άνοδο που έχει καταγραφεί σε χρονικό διάστημα τριμήνου εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο. Απογοητεύουν, έτσι, τους επενδυτές που έχουν υποστεί σημαντικές ζημίες στη διάρκεια του περασμένου έτους. Κι αυτό γιατί οι κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη προϊδεάσει τις αγορές ότι θα διατηρήσουν τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα για αρκετό καιρό. Συνεπώς οι προσδοκίες των «επενδυτών» είναι πολύ χαμηλές για τη μείωση των επιτοκίων.
Επομένως οι αποδόσεις των ομολόγων που είχαν εκδοθεί σε παρελθόντα χρόνο με χαμηλότερες αποδόσεις σε σχέση με το επικρατούν στη σημερινή συγκυρία «επιτόκιο ισορροπίας», για το ύψος του οποίου η νομισματική πολιτική των ΚΤ είναι καθοριστική (δίνει τον τόνο), θα πρέπει να ανέβουν. Αυτό γίνεται μόνο με την αυξημένη πώληση των ομολόγων (αύξηση της προσφοράς) που σηματοδοτεί μείωση της τρέχουσας τιμής τους επιτρέποντας την αύξηση της απόδοσης στο επίπεδο της σημερινής κατάστασης ισορροπίας. Αυτό σηματοδοτεί την παρατηρούμενη απόσυρσης των κατόχων ομολόγων από την αγορά, δεδομένου ότι το σύνολο των χρηματοπιστωτικών αγορών λειτουργεί , όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά in real time, προκειμένου να αποκομίσει άμεσα κέρδη.
Επίσης οι εκδόσεις των νέων ομολόγων πραγματοποιούνται στο ύψος του θεωρουμένου «επιτοκίου ισορροπίας» άρα με υψηλά επιτόκια στην ονομαστική τιμή έκδοσης. Άρα αυξάνεται το κόστος δανεισμού για όλες τις επιχειρηματικές ή κρατικές δράσεις που θέλουν να χρηματοδοτηθούν μέσω νέας έκδοσης ομολόγων.
Επειδή οι διάφορες χρηματοπιστωτικές αγορές είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους και αλληλεξαρτώμενες, η αποχώρηση των «επενδυτών» από την αγορά ομολόγων, τη συγκεκριμένη περίοδο, κατευθύνονται στην αγορά μετοχών. Το αποτέλεσμα είναι η αγορά μετοχών να παρουσιάζεται περισσότερο σταθερή μέχρι σήμερα παρά την πτώση περίπου 5% του δείκτη S&P 500 τους τελευταίους τρεις μήνες. Υπάρχει επομένως, ο ορατός κίνδυνος, να υπάρξει και μια δραστική ανατιμολόγηση των μετοχικών περιουσιακών στοιχείων στο προσεχές μέλλον εμβαθύνοντας περαιτέρω την υπάρχουσα αναταραχή (κρίση) στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
3. Οι αρνητικές επιπτώσεις στη μεγέθυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ είναι επίσης εμφανείς. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ[1], η παγκόσμια μεγέθυνση του ΑΕΠ θα μειωθεί από 3,5% το 2022 σε 3,0% το 2023 και το 2024 σε μέση ετήσια βάση. Οι προβλέψεις της μεγέθυνσης για την περίοδο 2023-24 παραμένουν κάτω από το ιστορικό ετήσιο μέσο όρο της περιόδου 2000-2019, 3,8%. Αντίστοιχα και το κατά κεφαλή ΑΕΠ παραμένει κάτω από το μέσο όρο της περιόδου 2000-2019. Οι αναπτυγμένες οικονομίες συνεχίζουν να οδηγούν την πτωτική πορεία του ΑΕΠ, κυρίως λόγω των ασθενέστερων επιδόσεων της μεταποίησης που αντισταθμίζουν την όποια αύξηση του τομέα των υπηρεσιών. Η αστάθεια στο ευρύτερο περιβάλλον και οι χαμηλοί ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας, μαζί με τις πιέσεις από την αύξηση των επιτοκίων έχουν περιορίσει τις πιο παραγωγικές επενδύσεις. Μάλιστα, το ΔΝΤ επισημαίνει ότι ο σχηματισμός ακαθάριστου κεφαλαίου και η βιομηχανική παραγωγή έχουν επιβραδυνθεί ή ακόμη και υποχωρήσει σε αρκετές αναπτυγμένες οικονομίες. Για το 2023 η Ευρωζώνη είναι η περιοχή που εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει το μικρότερο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2023 (0,9%) σε σχέση με το 2022 (3,5%).
Ο ρυθμός μεγέθυνσης του παγκοσμίου εμπορίου αναμένεται να υποχωρήσει από 5,2% το 2022 σε 2,0% το 2023 και να αυξηθεί στο 3,7% το 2024, αρκετά χαμηλότερα από τον ετήσιο μέσο όρο της περιόδου 2000-2019 που ήταν 4,9%. Η παρατηρούμενη μείωση οφείλεται στους εξής παράγοντες: στη μειωμένη παγκόσμια ζήτηση, στη υψηλότερη κατανάλωση εγχωρίως παραγόμενων υπηρεσιών, στην ανατίμηση του αμερικανικού δολαρίου αλλά και στην αύξηση των προστατευτικών μέτρων από πολλές χώρες.
Αναφερθήκαμε μόνο στις «στενές» διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, και καθόλου στις γεωπολιτικές οι οποίες όμως καθορίζουν in ultima istanza, τις πρώτες. Το μόνο που σημειώνουμε είναι ότι η αντιπαλότητα και εχθρότητα ΗΠΑ-Κίνας είναι μακράν των άλλων γεγονότων το κύριο που χαρακτηρίζει το σύνολο των πλανητικών εξελίξεων.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας
[1] IMF, World Economic Outlook Update, July 2023