Η Handelsblatt φιλοξενεί συνέντευξη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα, ενώ η Welt αναλύει τις παθογένειες που εξακολουθούν να ταλανίζουν την ελληνική οικονομία.
Στα πλαίσια της πρόσφατης συνεδρίασης της Ε.Κ.Τ. στην Αθήνα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας παραχώρησε συνέντευξη στην οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt, σχετικά με το «πάγωμα» των επιτοκίων, τις οικονομικές προεκτάσεις του πολέμου στη Μέση Ανατολή, αλλά και την ελληνική οικονομία.
Η απόφαση για την παύση της αύξησης των επιτοκίων ελήφθη λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί εξαιτίας των παρουσών συνθηκών. Όπως εξηγεί ο οικονομολόγος, «αν και η διαδικασία αποπληθωρισμού εξελίσσεται σύμφωνα με τις προσδοκίες μας, η οικονομική δραστηριότητα είναι πολύ πιο αδύναμη απ’ όσο εκτιμούσαμε τον Σεπτέμβριο, […] ενώ και οι συνθήκες χρηματοδότησης είναι περισσότερο αυστηρές απ’ όσο αναμενόταν».
Επιπλέον, «μία νέα πηγή αβεβαιότητας αποτελεί και η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή» και παρ’ ότι οι χρηματιστηριακές και ενεργειακές αγορές έχουν αντιδράσει εν μέρει, «δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς πρόκειται να συμβεί και πόσες χώρες θα εμπλακούν». Όπως έχει συμβεί και σε παλαιότερες κρίσεις, κατά το πρώτο χρονικό διάστημα «οι αγορές απλώς περιμένουν» εν αναμονή των εξελίξεων. Αυτό συμβαίνει και τώρα.
Όσον αφορά την περίπτωση της ελληνικής οικονομίας ειδικότερα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας εκτιμά πως τα σημάδια είναι ιδιαίτερα θετικά, διότι «πέραν των ευνοϊκών οικονομικών και χρηματοπιστωτικών εξελίξεων, οι Έλληνες φαίνεται πως αποφάσισαν να απομακρυνθούν από τον λαϊκισμό […] και πλέον υπάρχει ένας ξεκάθαρος πολιτικός ορίζοντας».
Ακόμη, αν και η οικονομία εξακολουθεί να απέχει σημαντικά από τα προ κρίσης επίπεδα, «τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σταθερή πρόοδος σε όλα τα μέτωπα, όπως και μία σύγκλιση προς το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ευρωζώνης, συνδυαστικά με μία ταχεία εξυγίανση των δημοσιονομικών».
Ενόψει των ανωτέρω μπορεί κανείς να πει πως η χώρα «αφήνει πίσω της την κρίση με την έννοια ότι τα θεμελιώδους σημασίας οικονομικά μεγέθη της χώρας είναι περισσότερο σταθερά και ισορροπημένα, ενώ τα σπουδαιότερα προβλήματα που οδήγησαν στην κρίση ή ήταν αποτελέσματα αυτής, έχουν επιλυθεί». Τώρα μένει να εστιάσουμε στα εναπομείναντα ζητήματα: «την αποτελεσματικότητα του κράτους, τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, την ποιότητα των υποδομών».
Welt: Η κρίση δεν έχει τελειώσει
H Welt, πάντως, αν και επαινεί τα οικονομικά άλματα που έχει κάνει η χώρα τα τελευταία χρόνια, υιοθετεί μία πιο απαισιόδοξη θέση για το μέλλον της Ελλάδας, τονίζοντας πως «η κρίση δεν έχει τελειώσει ακόμη».
Το γερμανικό μέσο εκτιμά πως «η Ελλάδα θα συνεχίσει να αγωνίζεται για δεκαετίες ώστε να διαχειριστεί το τεράστιο χρέος της. Επιπλέον, η οικονομία εξακολουθεί ουσιαστικά να αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα. Το πιο πιεστικό εξ αυτών είναι η έκρηξη των επενδύσεων. Το συγκεκριμένο φαινόμενο είναι φυσιολογικό στα πλαίσια της ανάκαμψης έπειτα από μια ύφεση και αναμένεται να ατονήσει σε λίγα χρόνια. Τότε είναι που θα φανεί το πόσο βιώσιμη είναι η αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, όπως και το εάν μπορεί αυτή να φτάσει τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης σε μόνιμη βάση.
Υπάρχουν ακόμη πολλά που πρέπει να γίνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η χώρα χρειάζεται περισσότερες μεταρρυθμίσεις για να έχει ισχυρούς και ανεξάρτητους θεσμούς, μία πιο γρήγορη και αποτελεσματική δικαιοσύνη, αμερόληπτες γραφειοκρατικές διαδικασίες και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Και σε αυτά οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν σημειώσει μονάχα εν μέρει πρόοδο κατά την τελευταία δεκαετία».
Όπως επισημαίνει η Welt, «το γεγονός ότι στην πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία δεν έγινε σχεδόν καμία συζήτηση περί μεταρρυθμίσεων είναι κακός οιωνός. Αντιθέτως, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης υποσχέθηκε περισσότερες δαπάνες για κοινωνικά μέτρα – επειδή η μακροχρόνια ύφεση και τα αυστηρά μέτρα λιτότητας έχουν ζημιώσει την κοινωνία, με την Ελλάδα να έχει πλέον ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας στην Ε.Ε., ενώ ο υψηλός πληθωρισμός συνδυαστικά με τους χαμηλούς μισθούς προκαλεί υπαρξιακές ανησυχίες ακόμη και στη μεσαία τάξη.
Οι πολίτες της Γερμανίας βιώνουν με οδυνηρό τρόπο τις συνέπειες του ότι, σε μία περίοδο οικονομικής άνθησης, οι πολιτικοί προτιμούν να καθυστερούν ορισμένες σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Το εάν η Ελλάδα μπορεί να αποφύγει ένα τέτοιο λάθος μένει να αποδειχθεί από τη νεοεκλεχθείσα κυβέρνηση», καταλήγει το γερμανικό μέσο.
Πηγή: DW