Τίτλοι τέλους ή αρχή ενός νέου κεφαλαίου για τον ΣΥΡΙΖΑ; Την απάντηση ίσως την δώσει η εκλεγμένη από το τελευταίο Συνέδριο του κόμματος, Κεντρική Επιτροπή η οποία συνεδριάζει σήμερα και αύριο, με τις περισσότερες πιθανότητες να συγκεντρώνει η πρώτη εκδοχή, αυτή του τέλους.
Πώς όμως έφτασε σε αυτό το σημείο το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς στην Ευρώπη;
Η απάντηση κρύβεται πίσω από αυτό που έδειχναν πολλές δημοσκοπήσεις, έγραφαν οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές και επιβεβαίωνε η πλειοψηφία των μελών, των ψηφοφόρων αλλά και των αντιπάλων: «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Τσίπρας». Έτσι λοιπόν μετά την απομάκρυνση του πρώην αρχηγού από το κόμμα το οποίο είχε ήδη υποστεί μία συντριπτική εκλογική ήττα, αυτό μπήκε αυτόματα σε μία πορεία εξαέρωσης καθώς δεν υπήρχε άλλος συνεκτικός παράγοντας που να μπορεί να αποτρέψει τις εσωτερικές συγκρούσεις.
Η ταύτιση του ΣΥΡΙΖΑ με τον αρχηγό του υπήρξε, από το 2015 , το πλεονέκτημα, αυτό που τον κράτησε στο 32% το 2019 αλλά και η αχίλλειος πτέρνα, αυτή που τον οδήγησε στη συντριβή το 2023. Πλεονέκτημα γιατί η λάμψη του χαρισματικού πολιτικού ηγέτη υποκατέστησε τις οργανωτικές αδυναμίες του κόμματος που είχε σχεδόν πλήρως αδρανοποιηθεί και εγκαταλειφθεί στην τύχη του κατά την περίοδο της διακυβέρνησης 2015-2019. Η πρώτη εκλογική ήττα μετέτρεψε το πλεονέκτημα σε μειονέκτημα καθώς, παρά τις εξαγγελίες Τσίπρα αμέσως μετά τις εκλογές, το κόμμα καθυστέρησε να μπει σε μία πορεία αναστοχασμού, αυτοκριτικής, εντοπισμού λαθών και ανασυγκρότησης ενώ η περίφημη διεύρυνση έγινε ανοργάνωτα και έμεινε ημιτελής.
Τεράστια ευθύνη για αυτή την εξέλιξη και πορεία προς τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικού οργανισμού φέρει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας ο οποίος ασχολήθηκε ελάχιστα με το κόμμα του όσο ήταν πρωθυπουργός, αφήνοντας την ευθύνη της διαχείρισής του σε «υπολοχαγούς» που ούτε τη διάθεση, ούτε την ικανότητα είχαν να τον ανασυγκροτήσουν και οργανώσουν. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας αυτοαπομονώθηκε με μία μικρή, άτυπη, ηγετική ομάδα η οποία λειτουργούσε ερήμην του κόμματος και των οργάνων του. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως αποδείχθηκε, καταστροφικό. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχασε τη γείωση με την κοινωνία αλλά και με το ίδιο το κόμμα αλλά και την ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί και να επιλέξει έναν νέο στρατηγικό προσανατολισμό για την επόμενη ημέρα. Έτσι απόμεινε να πλέει σε δύο βάρκες. Οργανωτικά, εκείνη ενός προσωποπαγούς κόμματος με πυρήνα της την “ομάδα Τσίπρα” και από την άλλη ενός συνασπισμού -έστω και άτυπων- τάσεων, ομάδων, γενεών, προσωπικοτήτων και… εγωισμών. Πολιτικά δε, μεταξύ της στροφής προς τον άνοιγμα στην κεντροαριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία και από την άλλη, στην υπεράσπιση του αριστερού ριζοσπαστισμού. Χωρίς καμιά “βάρκα” να έχει συγκρότηση, σχέδιο και προσανατολισμό το αποτέλεσμα ήταν η μία να τρώει τις σάρκες της άλλης και η δύο μαζί του ΣΥΡΙΖΑ.
Τι μπορούσε να κάνει ο Αλέξης Τσίπρας για να αποτρέψει αυτή την πορεία προς την καταστροφή; Αυτό που επιχειρεί να κάνει σήμερα ο Κασσελάκης: Να επιταχύνει τις εξελίξεις, να θέσει το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων, να συγκρουστεί πολιτικά με την εσωκομματική αντιπολίτευση, να χαράξει νέα πορεία αμέσως όμως μετά τις εκλογές του ’19, τότε που “στη βράση κολλούσε το σίδερο” και όχι με μία ανάπαυλα τριών ετών. Η ηγετική ομάδα δεν κατάφερε να βρει ένα νέο αφήγημα και επικεντρώθηκε στην αντιπολιτευτική γραμμή απέναντι στο Μητσοτάκη επαναπαυόμενη ταυτόχρονα στην προσδοκία του “πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι”. Το “παράθυρο” ευκαιρίας για την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε πια οριστικά κλείσει μέχρι τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Άνοιξε και πάλι αμέσως μετά από αυτές αν και από πιο μειονεκτική πλέον θέση για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. Κι εκεί ήταν που αντί να το εκμεταλλευτεί αξιοποιώντας το «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Τσίπρας» για να τα αλλάξει όλα, από το όνομα μέχρι και τον πολιτικό προσανατολισμό του κόμματος. Ήταν τότε η στιγμή για να υποστηρίξει και να επιβάλει αυτό που είχε ήδη συμβεί, πως, δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν πλέον ούτε “Συνασπισμός” ούτε “Ριζοσπαστικός” αλλά ούτε και αμιγώς κόμμα της Αριστεράς, όλα δηλαδή όσα συνθέτουν ακόμη και τώρα το όνομά του. Η στιγμή που θα έπρεπε να (ανα)γεννηθεί ένα νέο κόμμα της Κεντροαριστεράς, αυτό που δειλά υποδήλωνε η “Προοδευτική Συμμαχία” και που δεν έγινε ποτέ πράξη. Θα “χυνόταν αίμα”; Αναμφίβολα ναι όμως δεν θα διαλύονταν τα πάντα.
Αντίθετα, ο πρώην πρωθυπουργός επέλεξε να αποχωρήσει αφήνοντας πίσω του συντρίμμια. Το έκανε επειδή διέβλεψε ότι ήταν πλέον να μάταιη κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης; Το έκανε με βάση κάποιο σχέδιο το οποίο όμως “στράβωσε” στο δρόμο με την αναπάντεχη (;) έλευση του Στέφανου Κασσελάκη ή μήπως ο Κασσελάκης είναι μέρος του σχεδίου Τσίπρα που βρίσκεται σε εξέλιξη; Απάντηση δεν υπάρχει προς το παρόν.
Από την άλλη πλευρά -στην άλλη “βάρκα”- οι ευθύνες είναι εξίσου μεγάλες για την πορεία προς τη φθορά καθώς επίσης δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για τη μελλοντική πορεία του κόμματος παρά μόνο εσωτερικές διαμάχες και συγκρούσεις χαρακωμάτων και τηλεοπτικών πάνελ μεταξύ υποτιθέμενων τάσεων και αναρίθμητων ομάδων και προσώπων με προεξάρχουσες τις αντίπαλες ομάδες των “προεδρικών” και της “ομπρέλας”. Και οι δύο καθώς και άλλες μικρότερες ομάδες αποδείχτηκαν ασύνταχτα, “ξυπόλητα τάγματα” χωρίς ηγετικές μορφές και στελέχη ικανά είτε να υπερασπιστούν τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ είτε να του προσδώσουν νέα χαρακτηριστικά καθώς ετεροπροσδιορίζονταν σε σχέση με τον Τσίπρα, κάτι που αποδείχτηκε και από τις εσωκομματικές εκλογές για την εκλογή προέδρου όταν σαρώθηκαν από τον “τυφώνα Κασσελάκη” σαν ξερόκλαδα τ’ ανέμου αλλά και την ασύνταχτη αποχώρηση κάποιων από το κόμμα. Έτσι, η αποχώρηση Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε καταστροφική και για τους εσωκομματικούς αντιπάλους του εκείνων που υποτίθεται θα υπερασπιζόντουσαν την αριστερή πορεία του κόμματος κι ας είχαν, και αυτοί, δύο ευκαιρίες να το κάνουν: η πρώτη στο Συνέδριο του 2022 όταν θα μπορούσαν, τότε, να αποχωρήσουν συντεταγμένα από το “δεξιόστροφο”, “προσωποκεντρικό” κόμμα και η δεύτερη στις εσωκομματικές εκλογές όταν θα μπορούσαν να έχουν έναν/μία κοινό/ή υποψήφιο/α. Αν μάλιστα είχαν τη στοιχειώδη οξυδέρκεια θα είχαν επιλέξει ένας πρόσωπο όπως τον Σωκράτη Φάμελλο και όχι έναν/μία εκ των ομάδων τους. Δεν το έπραξαν και τώρα “Τσίπρα” λένε και κλαίνε.
Θα μπορούσαν να γραφτούν και θα γραφτούν σελίδες επί σελίδων για την άνοδο και την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, εκείνο όμως που προς τα παρόν μένει ως συμπέρασμα είναι πως θα μπορούσε να επιλεγεί είτε ο δρόμος της σύνθεσης και ανασυγκρότησης είτε εκείνος της “βελούδινης” διάσπασης και της δημιουργίας δύο νέων κομμάτων, ένα της Κεντροαριστεράς και ένα της Αριστεράς – και τα δύο αναγκαία για την πολιτική σκηνή. Τελικά επιλέχθηκε ο δρόμος της αυτοκαταστροφής κι εκείνο που απομένει είναι το αν θα αποδειχθεί, για μία ακόμη φορά, το ότι “στη φύση και στην πολιτική δεν υπάρχουν κενά”.
Προς το παρόν βιώνουμε αυτό ακριβώς το κενό με απρόβλεπτες συνέπειες όχι μόνο για την Κεντροαριστερά και της Αριστερά αλλά για την ίδια τη Δημοκρατία.