Η μάνα μου πέθανε το είκοσι από κόβιντ. Το φάντασμά της είδα. Την είχαμε δύο μήνες στην εντατική στο Ρίο. Δεν έλεγε να πεθάνει. Πηγαινοερχόμασταν κατακαλόκαιρο, ούτε ένα μπάνιο δεν κάναμε. Πόσες βενζίνες, για να μας πουν μια μέρα ότι τα κακάρωσε.
Μόλις έμαθα ότι πέθανε –στο νοσοκομείο ήμασταν–, άφησα τη Θάλεια να τα βγάλει πέρα με τους γιατρούς κι έτρεξα κάπου να κλάψω. Πήγα στο μηχάνημα του καφέ, δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω του κι άρχισα να κλαίω. Όσο έκλαιγα, άκουγα κάτι χτύπους από μέσα. Σαν να βαρούσε κάποιος με το χέρι. Τότε ήρθε η Θάλεια και με κράτησε από τον σβέρκο. Όταν ήμουν μικρός, πνιγόμουν με το σάλιο μου. Μ’ έπιανε πάντοτε όταν έπεφτα για ύπνο. Για να μου περάσει, ερχόταν η μάνα μου και μου έκανε μαλάξεις στον σβέρκο. Πρωτοξεκίνησε όταν ο παππούς, ο πατέρας του πατέρα μου, ερχόταν μέσα στη χαμοκέλα για να καπνίσει ένα τσιγάρο κρυφά από τους άλλους.
«Θα παίξουμε ένα παιχνίδι τώρα, αλλά δεν θα φωνάξεις», μου είπε την πρώτη φορά που έγινε.
Κάπνισε το τσιγάρο κι έψαχνε κάπου να το σβήσει. Τότε του ήρθε. Μου ζήτησε ν’ ανοίξω την παλάμη μου.
«Έτσι μου κάνανε στον πόλεμο όταν με πιάσανε αιχμάλωτο, αλλά εμένα μ’ άρεσε. Είμαι σίγουρος ότι θα σου αρέσει κι εσένα αφού είσαι αίμα μου».
Δεν είχα καταλάβει τι παιχνίδι ήταν αυτό, αλλά με είχε φάει η περιέργεια. Άπλωσα το χέρι μου και περίμενα να δω τι θα γίνει. Τα αστέρια τρεμόπαιζαν σαν λαμπάκια. Ο παππούς στην τελευταία τζούρα έκαψε κατά λάθος το φίλτρο. Κράτησε τη γόπα μέσα στα νεύρα, στόχευσε στο κέντρο της παλάμης μου και την πάτησε να σβήσει μ’ όλη του τη δύναμη. Μετά έκλεισε την παλάμη μου με τα χέρια του. Μερικά αστέρια έσβησαν μόνα τους.
«Κιχ μη βγάλεις», μούγκρισε σαν σκύλος.
Κρατήθηκα να μην ουρλιάξω και μου κόπηκε η ανάσα. Τότε ήταν η πρώτη φορά που πνίγηκα με το σάλιο μου. Από τότε και μετά δεν ένιωθα κανέναν πόνο όταν με έκαιγε ο παππούς, το αντίθετο, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πότε θα έρθει η επόμενη φορά. Το πνίξιμο συνεχίστηκε στον ύπνο μου για χρόνια. Να με τρέχει η μάνα μου στους γιατρούς και να μη μου βρίσκουν τίποτα. Στον ξύπνιο δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ο παππούς είχε δίκιο. Κάτι στο αίμα μας ήταν. Την τελευταία φορά στη χαμοκέλα είχε ντέρτια. Μου έσβησε δύο απανωτά τσιγάρα στην παλάμη.
Είχε θέματα με την καρδιά του και δεν τον άφηναν να καπνίζει. Θυμάμαι τον πατέρα μου να ψάχνει τα συρτάρια του και να πετάει τα πακέτα βρίζοντας. Ο παππούς ερχόταν πάντοτε πίσω από τη χαμοκέλα στη μεριά με τα ντανιασμένα ξύλα για τον χειμώνα. Πήγαινα και καθόμουν πάνω στα κούτσουρα για να βλέπω ήσυχος τ’ αστέρια, όταν δεν είχε συννεφιά, και στην πορεία για να περιμένω τον παππού να έρθει με το τσιγάρο του.
«Δεν θα το ξανακάνουμε, θα πεθάνω γρήγορα, λένε», μου είπε την τελευταία φορά.
Άρχισα να κλαίω. Μου έκλεισε το στόμα με τη χούφτα του. Μύριζε σκόρδο και φρέσκια πίσσα. Ο παππούς τελικά πέθανε από καρκίνο.
Η μάνα μου είχε δει τα χέρια μου που ήταν μέσα στα σημάδια. Και τις παλάμες μου είχε δει, αλλά ποτέ δεν μου είπε κάτι. Μπορεί να νόμιζε ότι έπαιζα. Το πιο πιθανό είναι να μου έκρυβε πράγματα. Ό,τι και να ήταν, το πήρε μαζί της.
Τη μέρα που πέθανε η μάνα μου, σ’ εκείνο το μηχάνημα του καφέ με ξανάπιασε το πνίξιμο. Δεν ξέρω άμα θυμήθηκα κάτι από τα παλιά ή αν έφταιξε το χέρι της Θάλειας, άρχισα να βήχω και τελειωμό δεν είχα.
Η Θάλεια μού είπε ότι ήταν τυχαίο, αλλά η Θάλεια δεν ξέρει για τα καψίματα του παππού, ούτε για τις γόπες από τα ξαδέρφια μου ξέρει. Τώρα που το σκέφτομαι, τίποτα δεν ξέρει η κακομοίρα η Θάλεια. Για τα σκυλιά αναγκάστηκα να της πω, γιατί αλλιώς θα το μάθαινε από το χωριό. Δεν της αρέσει που τα σκοτώνω, αλλά δεν λέει κάτι, γιατί ξέρει ότι, άμα μπορούσα, θα το σταμάταγα.
Το πνίξιμο μπροστά στο μηχάνημα του καφέ σταμάτησε μόνο του και μέχρι σήμερα που μιλάμε δεν έχω ξαναπνιγεί. Από τότε έχω να κλάψω. Ούτε στην κηδεία της μάνας μου, που έγινε εξ αποστάσεως σ’ ένα χωράφι με πεθαμένους από κόβιντ, κατάφερα να κλάψω. Ένα ολόισιο χωράφι, ούτε σταυρούς ούτε τίποτα. Είπαν πως θα φυτέψουν από ένα κυπαρίσσι για κάθε πεθαμένο. Έχουν περάσει τρία χρόνια. Κυπαρίσσια δεν έχουμε δει ακόμη.
Απόσπασμα από το διήγημα “Τα Φαντάσματα” από τη συλλογή διηγημάτων “Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας” του Φώτη Μανίκα, Εκδόσεις Loggia.
Περισσότερα: https://loggiabooks.com/den_thumamai_na_upirhe