Επί τρεις ημέρες όλα τα μαγαζιά εστίασης της Θεσσαλονίκης (από τα ψητοπωλεία στην Πολίχνη και τον Εύοσμο μέχρι τα φινετσάτα μπιστρό της Βογατσικού, της παραλίας και της Πατριάρχου Ιωακείμ) θα “παίζουν” τραγούδια του Βασίλη Καρρά. Εάν βιαστεί κανείς θα κάνει λόγο για μία ακόμα υπερβολή από αυτές που συνηθίζει η Σαλονίκη: την μία απαστράπτουσα και εξωστρεφής, την άλλη “βαθιά”, σκοτεινή και πνιγηρή.
Εάν το καλοσκεφτούμε, όμως, πόσες πόλεις ανά τον κόσμο θα αντιδρούσαν έτσι για την απώλεια ενός τραγουδιστή; Και πόσοι Καρράδες θα προκαλούσαν με τον θάνατό τους μηνύματα του πρωθυπουργού και πολιτικών όλου του φάσματος, από τη Ν.Δ έως τον ΣΥΡΙΖΑ (ξεχωρίζει αυτό του Νίκου Παππά) και το ΚΚΕ; Η απάντηση είναι εύκολη: δεν υπάρχουν πολλοί Καρράδες.
Δεν έχει να κάνει με τον τρόπο που μετρά κανείς την καλλιτεχνική αξία στο χρηματιστήριο της τέχνης. Προφανώς, θα υποστηρίξουν πολλοί, η απώλεια του Μητροπάνου στα 63 του, αυτές του Θάνου Μικρούτσικού και του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα αλλά και άλλων (σέρνεται το θανατικό στον χώρο του πολιτισμού τα τελευταία χρόνια) δεν συγκρίνεται με αυτή του Βασίλη Καρρά. Πλανώνται, διότι υπάρχει και το άϋλο χρηματιστήριο της ψυχής και του συναισθήματος. Κι εκεί ο βραχνός από το Κοκκινοχώρι Καβάλας είχε προλάβει να κάνει πολλά limit up.
Ο Καρράς κατόρθωσε να απογυμνώσει από βαρύγδουπα επιχειρήματα όλους εκείνους που με ευκολία και ξιπασιά αποκαλούσαν “σκυλάδες” τους τραγουδιστές που έπαιρναν φωτιά κατά τις τρεις τα ξημερώματα και ένωναν τα πίσω τραπέζια, αφήνοντας τα μπροστινά να επαίρονται πως τάχα “πήγα στον Καρρά”. Διότι τα πίσω τραπέζια συνέχιζαν να ακούνε την φωνή του και την επόμενη μέρα, στο συνεργείο αυτοκινήτων, στην βιοτεχνία, στα μπιλιάρδα και μετά το κυριακάτικο τραπέζι με το σόϊ. Ο Καρράς ήταν η παρέα στην σκοπιά και εκείνος ο δαίμονας που εξύψωνε την “καψούρα” σε μέθεξη, καθαγίαζε τον πόνο και οι στίχοι των τραγουδιών του γίνονταν μια ιδιότυπη αργκό, ένα σύνθημα και ένα νεύμα μεταξύ εκείνων που καταλάβαιναν χωρίς να μιλούν.
Σεμνός και απέρριτος, βαρύς και αυστηρός αλλά με βαθύ χαμόγελο και ψυχάρα. Απόμακρος στα μεγαλεία, απόμακρος και στην προσωπική οδύνη στην μακρά περιπέτεια της αρρώστιας. Δική του η αποθέωση στις πίστες, δικός του και ο καρκίνος. Με την οικογένεια και τους φίλους του. Δεν παραδόθηκε στο θέαμα, δεν έγινε στόρι στα σόσιαλ, παρέμεινε μέχρι τέλους ένας μετανάστης που τριγυρνούσε από τον βορρά μέχρι τον νότο. Αλλά προτίμησε πάντοτε να ζει και τελικά να πεθάνει στον βορρά.
Γι αυτό κι ο επικήδειος, αν και πανελλήνιος, κρατά εκείνα τα σκληρά χαρακτηριστικά του βορρά. Με βουητό πυρρίχιο και βαθιά υπόκλιση σεβασμού.