Ενίοτε διαμφισβητούμενος, αλλά εμβληματική μορφή της συντηρητικής παράταξης στη Γερμανία, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πρώην πρόεδρος της βουλής, “έφυγε” χθες από τη ζωή.
Ακόμη και οι πολιτικοί αντίπαλοι αναγνώριζαν τα πεπραγμένα του. «Για 50 χρόνια δίνετε το παρών στο Κοινοβούλιο, έχετε εκλεγεί σε 14 εκλογικές αναμετρήσεις, πρόκειται για ένα μοναδικό επίτευγμα», επισήμαινε η πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής Μπέρμπελ Μπας, στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Τα εύσημα απευθύνονταν στον προκάτοχό της, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ηγετική μορφή των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), ο οποίος πέθανε χθες σε ηλικία 81 ετών.
«Απεχθάνομαι τους βετεράνους της πολιτικής που ανακατεύονται παντού» είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung. Ήθελε να λέει τη γνώμη του, αλλά μόνο όταν του το ζητούσαν. Κάτι που βέβαια συνέβη πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, γιατί ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θεωρούνταν πλέον ένας «elder statesman», ένας διανοούμενος της συντηρητικής παράταξης με διορατικότητα και στρατηγική σκέψη.
Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς
Εξελέγη στην Ομοσπονδιακή Βουλή για πρώτη φορά το 1972. Είχε κάνει τα πάντα: Επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας, διευθυντής της καγκελαρίας, πρόεδρος της CDU, υπουργός Εσωτερικών και Οικονομικών, πρόεδρος της Βουλής. Για τους Γερμανούς η μεγάλη στιγμή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σήμανε στις 31 Αυγούστου 1990. Την ημέρα εκείνη, ως υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Χέλμουτ Κολ, o Σόιμπλε συνυπέγραψε τη Συνθήκη για την Επανένωση της Γερμανίας με τον Ανατολικογερμανό ομόλογό του Γκίντερ Κράουζε. Τον Ιούνιο του 1991, η αγόρευση του Σόιμπλε στη Βουλή έπεισε και τους τελευταίους αναποφάσιστους να υπερψηφίσουν τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Βόννη στη Βερολίνο. «Εδώ δεν μιλάμε για έναν ανταγωνισμό μεταξύ δύο πόλεων», έλεγε. «Με όλον τον σεβασμό, το ζήτημα δεν είναι οι θέσεις εργασίας ή το κόστος της μετακόμισης. Εδώ μιλάμε για το μέλλον της Γερμανίας».
Πολλοί πίστευαν ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θα γινόταν ο διάδοχος του Χέλμουτ Κολ στην καγκελαρία. Αλλά τα χτυπήματα που δέχθηκε ήταν σκληρά και διαδοχικά. Τον Οκτώβριο του 1990, στη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης, ένας ψυχοπαθής του επιτέθηκε με κυνηγετικό όπλο. Οι γιατροί θα σώσουν τη ζωή του, αλλά έκτοτε παρέμεινε καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Δεν το έβαλε κάτω, γρήγορα επέστρεψε στο υπουργείο Εσωτερικών και το 1991 ορίστηκε επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
Τον Νοέμβριο του 1999 αποκαλύφθηκαν τα «μαύρα ταμεία» του Χέλμουτ Κολ. Ο καγκελάριος αρνήθηκε να κατονομάσει τους κρυφούς χρηματοδότες του. Δεν υπήρχαν στοιχεία για ανάμειξη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά λίγο αργότερα μία νέα δωρεά 100.000 ευρώ έφερε και τον ίδιο σε δύσκολη θέση. Ο Σόιμπλε πίστευε ότι ενώ ο ίδιος στήριζε τον Κολ, εκείνος δεν του ανταπέδιδε την υποστήριξη. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα η Άνγκελα Μέρκελ με άρθρο-παρέμβαση στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) ζητούσε μία «νέα αρχή» για την CDU. Δεν είχε ενημερώσει τον Σόιμπλε για το άρθρο και όταν εκείνος ζήτησε εξηγήσεις, του έδωσε την αφοπλιστική απάντηση: «Εάν σας ζητούσα έγκριση, δεν θα μου τη δίνατε».
Δημοσιονομική πειθαρχία για την Ευρώπη
Υπό το βάρος των εξελίξεων τον Φεβρουάριο του 2000 ο Σόιμπλε παραιτήθηκε από την ηγεσία της CDU. Άρχιζε η εποχή της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία πάντως όχι μόνο δεν παραμέρισε τον Σόιμπλε, αλλά του ανέθεσε πολύ σημαντικά χαρτοφυλάκια, αρχικά το υπουργείο Εσωτερικών και από το 2009 το υπουργείο Οικονομικών. Για πρώτη φορά μετά από 45 χρόνια ο Σόιμπλε κατάρτισε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Απαιτούσε δημοσιονομική πειθαρχία στη Γερμανία, αλλά και στην Ευρώπη. Την εποχή εκείνη ο Γιοχάνες Καρς, εκπρόσωπος των συγκυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών (SPD) για θέματα προϋπολογισμού, δήλωνε στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF) για τον υπουργό Οικονομικών: «Ξέρει να ελέγχει τις αντιδράσεις του, ξέρει καλά τι θέλει και πώς θα το αποκτήσει, όχι απαραίτητα με φιλικό τρόπο».
Την ώρα της ευρω-κρίσης ο κήρυκας της δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν μπορούσε παρά να αποκτήσει φανατικούς φίλους, αλλά και αντιπάλους. Η πρότασή του για «προσωρινή» έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν πέρασε. Πολλά χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 2022, ο Σόιμπλε θα δηλώσει στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ότι «δεν ήθελε να βλάψει την Ελλάδα» και ότι την ιδέα του προσωρινού Grexit «είχε υποστηρίξει η μεγάλη πλειοψηφία των υπουργών Οικονομικών στο Γιούρογκρουπ». Επισήμαινε βέβαια και ο ίδιος ότι ο δρόμος της «εσωτερικής υποτίμησης» που επελέγη τελικά είχε μεγάλο κόστος για τους Έλληνες. Δεν θα είχε όμως (τουλάχιστον) το ίδιο κόστος και ο δρόμος της «άλλης» υποτίμησης;
Όσοι πιστεύουν ότι ο Σόιμπλε δεν έχει «όραμα για την Ευρώπη» μάλλον κάνουν λάθος. Μόνο που το όραμα αυτό προέβλεπε αυστηρά κριτήρια για τη συμμετοχή στο «κλαμπ» της ΕΕ. Η πρότασή Σόιμπλε για μία «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων», την οποία παρουσίασε για πρώτη φορά το 1994 από κοινού με τον συνάδελφό του Καρλ Λάμερς, έχει εν μέρει υλοποιηθεί, παρά τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε την εποχή εκείνη. Την υπογραφή του Σόιμπλε φέρει και η πρόταση για «προνομιακή συνεργασία» με την Τουρκία, αντί για πλήρη ένταξη στην ΕΕ. Τα τελευταία χρόνια ο Σόιμπλε στήριζε την πρόταση για κατάργηση της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ. Πολλές φορές δίχαζε, αλλά ο λόγος του μετρούσε. Άλλωστε δεν υπήρξαν πολλοί Γερμανοί πολιτικοί που μίλησαν στη Σορβόνη, στα γαλλικά, για το μέλλον της Ευρώπης και είδαν το ακροατήριο να χειροκροτεί όρθιο. Το είχε καταφέρει και αυτό ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Γιάννης Παπαδημητρίου Νομικός και δημοσιογράφος στην DW.
Πηγή: DW