Το «δημογραφικό» αναδεικνύεται σήμερα έως ένα από τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα στη χώρα μας με στόχο την προσαρμογή σε κάποιες μη αναστρέψιμες άμεσα εξελίξεις, την ανακοπή των υφιστάμενων τάσεων –ως και την άμβλυνση των όποιων αρνητικών τους επιπτώσεων.
Του Β. Κοτζαμάνη*
Μας προβληματίζει ιδιαίτερα το παρόν και ιδιαίτερα η μείωση του πληθυσμού –κυρίως αυτή των κάτω των 65 ετών-, η γήρανσή του, τα αρνητικά φυσικά και μεταναστευτικά ισοζύγια, η μείωση του αριθμού των παιδιών που έφεραν στον κόσμο οι νεότερες γενεές (και η επακόλουθη συρρίκνωση των γεννήσεων), σε μικρότερο δε βαθμό η επιβράδυνση της αύξησης των προσδόκιμου ζωής και η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού μας σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας και, τέλος, ακόμη λιγότερο, οι σημαντικές αποκλίσεις από το μέσο εθνικό όλων των δημογραφικών δεικτών σε χαμηλότερα χωρικά επίπεδα. Αρχίζουμε όμως, έστω και καθυστερημένα, να προβληματιζόμαστε και για το μέλλον καθώς οι πρόσφατες προβολές πληθυσμού (Ην. Έθνη, 2022 και Eurostat, 2023) για τις αμέσως επόμενες δεκαετίες συγκλίνουν στο ότι:
- Η αύξηση των θανάτων και η μείωση των γεννήσεων δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί στη χώρα μας, με αποτέλεσμα τα φυσικά ισοζύγια να παραμείνουν αρνητικά οδηγώντας στην περαιτέρω μείωση του πληθυσμού,
- Αν αλλάξει ριζικά το μη ιδιαίτερα ευνοϊκό σήμερα περιβάλλον για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών και, ταυτόχρονα, βελτιώσουμε και τη θνησιμότητα μας, θα περιορισθούν απλώς τα αρνητικά φυσικά μας ισοζύγια,
- Η γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί, μπορεί μόνον –υπό όρους- να επιβραδυνθεί,
- Η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στο χώρο δεν πρόκειται να αλλάξει αν δεν υπάρξει μια εθνική στρατηγική για την περιφερειακή ανάπτυξη
Με βάση τις προβολές αυτές, αν μεταναστευτικό μας ισοζύγιο είναι μηδενικό μέχρι το 2050, η μείωση του πληθυσμού θα συνεχισθεί και τις αμέσως επόμενες δεκαετίες καθώς το έλλειμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων αναμένεται να κυμανθεί από 1,5 -δυσμενές σενάριο, μη έγκαιρη λήψη αποτελεσματικών μέτρων- έως 1,15 εκατομ. -ευνοϊκότατο, με τη λήψη τους- ενώ η μείωση των 0-64 ετών, με δεδομένη την αύξηση των >65 ετών κατά 650 χιλ., θα κυμανθεί από 2,15 εκατομ. έως 1,8 εκατομ. και αυτή των 0-19 ετών από 550 έως 400 χιλ. αντίστοιχα.
Kατ’ επέκταση, το αν θα μειωθεί ο πληθυσμός μας κατά κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ή κατά 1,5 εκατομ. θα εξαρτηθεί ως ένα βαθμό μόνον από την λήψη ή μη μέτρων για την αύξηση της γονιμότητας των νεότερων γενεών και τη μείωση της θνησιμότητας. Θα εξαρτηθεί κυρίως από την μεταναστευτική μας πολιτική και το μεταναστευτικό μας ισοζύγιο (είσοδοι-έξοδοι από τη χώρα μας). Τα όποια μετρά ληφθούν επομένως οφείλουν να:
ι) Περιορίσουν τις αμέσως επόμενες δεκαετίες την αύξηση των θανάτων και ταυτόχρονα να επιτρέψουν στους μελλοντικούς ηλικιωμένους στη χώρα μας να έχουν μια υγιή και ενεργή γήρανση,
ιι) Δημιουργήσουν ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτηση από τις νεότερες γενεές του επιθυμητού –γύρω από τα δυο- αριθμού παιδιών (υπενθυμίζουμε ότι οι γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1980 έφεραν στον κόσμο αρκετά λιγότερα, λιγότερα ακόμη και από τα1,5),
ii) Επιβραδύνουν σημαντικά τη μετανάστευση νέων παραγωγικών και αναπαραγωγικών ηλικιών επιτρέποντας την επιστροφή τμήματος αυτών που έχουν φύγει,
iv) Επιτρέψουν την ενσωμάτωση και μόνιμη εγκατάσταση νέων αλλοδαπών στη χώρα μας,
v) Αναστρέψουν την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού μας στο χώρο.
Τα προαναφερθέντα μέτρα αποτελούν το κύριο αντικείμενο των δημογραφικών πολιτικών, πολιτικών που θέτουν σαν βασικό στόχο να κατευθύνουν – ή να αλλάξουν- την πορεία των βασικών συνιστωσών της ανανέωσης του πληθυσμού μιας χώρας (και, διασταλτικά να αντιμετωπίσουν τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις τους). Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι στοχευμένα και αποτελεσματικά (κόστος σε σχέση με τα αναμενόμενα αποτελέσματα), διαβαθμισμένα στον χρόνο και να υπόκεινται στην δυνατότητα της on-going και εκ ex-ante αξιολόγησής τους.
Μια δημογραφική πολιτική επομένως δεν συνίσταται στη συνάθροιση μέτρων ατάκτως ερριμμένων ενώ οι στόχοι της οφείλουν να είναι συμβατοί με αυτούς «συγγενών» πολιτικών (αναπτυξιακής, κοινωνικής, οικονομικής, κ.λπ.).
Οφείλουμε τέλος να υπενθυμίσουμε ότι:
ι)Ο «ιδανικός» πληθυσμός είναι εξωγενής της δημογραφίας μεταβλητή. Είναι μία από τις παραμέτρους που μπορούμε να επηρεάσουμε για να υλοποιήσουμε τους συλλογικούς στόχους μας και αφορά τόσο στο πλήθος, την κατανομή του στο χώρο και την ηλικιακή του δομή όσο και την «ποιότητα» του. Κατ’ επέκταση, οι επιδιώξεις μιας δημογραφικής πολιτικής προσδιορίζονται από τους γενικότερους στόχους της κοινωνίας μας και από τα συλλογικά μας οράματα για το άμεσο και το απώτερο μέλλον. Η πολιτική δε αυτή οφείλει να είναι αναπόσπαστο τμήμα μιας γενικότερης «Πολιτικής» και οι στόχοι της συγκεκριμενοποιούνται και προσδιορίζονται με βάση τους όποιους στόχους της. Τα μέτρα που λαμβάνονται οφείλουν να είναι συμβατά με το γενικότερο αυτό πλαίσιο, και η αποτελεσματικότητά τους πρέπει να αξιολογείται σε αναφορά όχι μόνον με τους ειδικούς στόχους, αλλά και με τους γενικότερους στόχους της «Πολιτικής» αυτής.
ιι)Τα όποια μέτρα ληφθούν στο πλαίσιο μιας δημογραφικής πολιτικής δεν αλλάζουν άμεσα τις μακρόχρονες τάσεις, και, οι επιδοματικές πολιτικές (τις οποίες συνηθώς προτάσσουμε στη χώρα μας) έχουν περιορισμένα αποτελέσματα εάν δεν έχει δημιουργηθεί το ευρύτερο ευνοϊκό περιβάλλον για την ανακοπή ή και αναστροφή των όποιων ανεπιθύμητων δημογραφικών μας εξελίξεων.
*Καθ. Δημογραφίας, Επιστ. υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος (ΕΛΙΔΕΚ) “Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα”, bkotz@uth.gr