Σε ηλικία 73 ετών πέθανε σήμερα ο Βαγγέλης Ρωχάμης, ένας από τους πιο γνωστούς ληστές που είχε απασχολήσει στο πέρασμα των χρόνων τις ελληνικές αρχές τόσο για τη δράση όσο και για τις αποδράσεις του.
Από την αποφυλάκισή του, το 2000, ζούσε στο Λευκαντί της Εύβοιας. Σύμφωνα με πληροφορίες τις τελευταίες ημέρες νοσηλευόταν στο νοσοκομείο της Χαλκίδας, ενώ σήμερα άφησε την τελευταία του πνοή στις 12 το μεσημέρι, κατά τη διαδικασία της αιμοκάθαρσης.
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης, που γεννήθηκε το 1951 κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 απασχόλησε την κοινή γνώμη με την παράνομη δράση του.
Το 1976 φυλακίστηκε για την κλοπή που πραγματοποίησε στο ταχυδρομείο του χωριού του. Λίγα χρόνια μετά, το 1980 συνελήφθη για απόπειρα πώλησης κλεμμένων τηλεοράσεων και φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό.
Το Δεκέμβριο του 1981 συμμετείχε στην πρώτη στάση κρατουμένων στις φυλακές αναπτύσσοντας διεκδικητικό ρόλο. Για τη δράση του δικάστηκε το 1986 και καταδικάστηκε σε 27 μήνες φυλακή.
Καταδικάστηκε για ληστείες, κλοπές, φθορές ξένης ιδιοκτησίας, οπλοφορίες, οπλοχρησίες.
Είχε πραγματοποιήσει πάνω από δέκα αποδράσεις από τις φυλακές Κορυδαλλού, της Χαλκίδας, της Κέρκυρας και Αλικαρνασού.
Ο Ρωχάμης αποφυλακίστηκε με βούλευμα τον Απρίλιο του 2000 και έκτοτε ζούσε στο Λευκαντί της Εύβοιας.
Δεκαέξι χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, το 2016, ο Βαγγέλης Ρωχάμης είχε μιλήσει για όλους και για όλα στην εκπομπή «Βράδυ» και στον Πέτρο Κωστόπουλο. Εξιστόρησε την ιστορία της ζωής του χωρίς ενοχές για όσα έκανε και έζησε.
«Δεν μετανιώνω τίποτα» απάντησε στην ερώτηση για το τι θα άλλαζε αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. «Από μικρό παιδί έβλεπα γουέστερν και μου άρεσαν οι “κακοί”, τα παλικάρια».
Όταν η κουβέντα πήγε στις αποδράσεις του και ο Βαγγέλης Ρωχάμης θυμήθηκε ότι έφυγε ως… δικηγόρος από τον Κορυδαλλό, κάτι που θυμίζει Hollywood, όπως επεσήμανε ο Πέτρος Κωστόπουλος, είπε: «Για να πάμε στο επισκεπτήριο περνούσαμε τουλάχιστον δέκα πόρτες. Άλλες ήθελαν κλειδιά και άλλες όχι. Όταν περνούσαμε από τη γραμματεία, είδα ότι τα κλειδιά ήταν περασμένα σε ένα ταμπλό. Όταν τα είδα την πρώτη φορά, φρόντισα να έχω ένα κομμάτι πλαστελίνης μαζί μου. Όταν πέρναγα από εκεί -συνήθως όταν επέστρεφε από τα δικαστήρια- και είχα χρόνο δέκα λεπτά μέχρι να έρθει η σειρά μου, έπαιρνα ένα κλειδί και μπαμ (το έβαζε πάνω στην πλαστελίνη). Πέρασαν δέκα μήνες, ίσως και χρόνος, για να πάρω τα 5-6 κλειδιά που χρειαζόμουν. Τα έδινα σε κάποιον έξω και μου τα έφτιαχνε. Το να ανοίξεις όλες τις πόρτες ήταν θέμα υπομονής. Τις δύο τελευταίες τις άνοιξαν μόνοι τους, από εκεί που έφευγαν οι δικηγόροι, γιατί έτσι έφυγα. Είχα ντυθεί σαν δικηγόρος». Επίσης, παραδέχεται ότι είχε βοήθεια από κάποιον φίλο, ο οποίος του είχε ανοίξει την πόρτα πριν από την κεντρική.