Η κλιματική αλλαγή θέτει τους υδάτινους πόρους της Ευρώπης υπό τεράστια πίεση. Πάνω από 25 χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, χρησιμοποιούν πάνω από το 80% των ανανεώσιμων πηγών νερού κάθε χρόνο. Ο όρος κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί πλέον μια θεωρητική έννοια αλλά μια πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι πολίτες του κόσμου…
Σύμφωνα με μελέτη του Παγκόσμιου Ινστιτούτου Πόρων (WRI) που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 2023, το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκεται αντιμέτωπο με ακραίο υδατικό στρες. Το υδατικό στρες είναι μια μέτρηση σχετικά με το πόσο από το διαθέσιμο νερό πρέπει να χρησιμοποιήσει μια χώρα για να καλύψει τη ζήτηση.
Οι χώρες που διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο χρησιμοποιούν τακτικά το 80% των ανανεώσιμων πηγών νερού για τις καλλιέργειες, την κτηνοτροφία, τη βιομηχανία και τις οικιακές ανάγκες. Ακόμη και μια βραχυπρόθεσμη ξηρασία μπορεί να τις θέσει σε κίνδυνο. Χωρίς καλύτερη διαχείριση των αποθεμάτων νερού, η αύξηση του πληθυσμού, η οικονομική ανάπτυξη και η κλιματική αλλαγή θα επιδεινώσουν την κατάσταση. Οι επιστήμονες αναμένουν ότι οι έντονες βροχοπτώσεις και οι περίοδοι ξηρασίας θα συμβαίνουν συχνότερα, θα είναι πιο έντονες και θα διαρκούν περισσότερο.
Ενώ υπάρχουν φορείς διεθνούς συνεργασίας, νόμοι και σχέδια δράσης, η πολιτική της ΕΕ για την προσαρμογή των υδάτινων πόρων στην κλιματική αλλαγή συχνά βρίσκει εμπόδια στην εφαρμογή της ή στη διασυνοριακή χρηματοδότηση. Όταν το νερό πρέπει να μοιραστεί σε περιόδους ξηρασίας, ποιανού η προμήθεια έχει προτεραιότητα και ποιος δέχεται το πρώτο πλήγμα; Πώς θα επιλυθούν οι συγκρούσεις; Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να διευθετηθούν καθώς οι ολοένα και πιο καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θέτουν τους ευρωπαϊκούς υδάτινους πόρους υπό αυξανόμενη πίεση.
Το ertnews.gr μίλησε με τη Liz Saccoccia, ερευνήτρια του WRI, σχετικά με την κατάσταση των υδάτινων πόρων στην Ευρώπη.
«Προβλέπουμε ότι μέχρι το 2050 ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι θα ζουν σε μέρη με ακραίο υδατικό στρες, ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο», εξηγεί η Saccoccia.
«Βλέπουμε ότι 25 χώρες, δηλαδή το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού, αντιμετωπίζουν προβλήματα λειψυδρίας, οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται στη Μέση Ανατολή, αλλά τελευταία βλέπουμε και κάποιες ευρωπαϊκές χώρες στη λίστα. Για παράδειγμα, η Ελλάδα χρησιμοποιεί το 80% των ανανεώσιμων πηγών νερού. Το ποσοστό αυτό είναι επίσης υψηλό στην Ιταλία, την Ισπανία και το Βέλγιο. Η Ισπανία χρησιμοποιεί μεταξύ 40-80% των ανανεώσιμων πηγών νερού», λέει η Saccoccia.
Στην κορυφή της λίστας του WRI με τις χώρες που βιώνουν ακραίο υδατικό στρες βρίσκεται το Μπαχρέιν ενώ η Κύπρος βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Δύο άλλες ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται επίσης στη λίστα: το Βέλγιο (18) και η Ελλάδα (19). Οι χειρότερα πληγείσες περιοχές του κόσμου είναι η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική, όπου το 83% των ανθρώπων είναι εκτεθειμένοι σε εξαιρετικά υψηλό υδατικό στρες. Το ποσοστό αυτό αναμένεται να φτάσει το 100% μέχρι το 2050.
Γιατί αποτελεί πρόβλημα το υδατικό στρες;
Το υψηλό υδατικό στρες αποτελεί πρόβλημα όχι μόνο για τους καταναλωτές και τις βιομηχανίες που εξαρτώνται από το νερό, αλλά και για την πολιτική σταθερότητα. Σύμφωνα με την έκθεση του WRI, το νερό είναι απαραίτητο για την προώθηση μιας δίκαιης κοινωνίας, την καλλιέργεια τροφίμων, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη διατήρηση της υγείας και την επίτευξη των παγκόσμιων κλιματικών στόχων.
«Αυτό το επίπεδο υδατικού στρες θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των ανθρώπων, τις θέσεις εργασίας, την επισιτιστική και την ενεργειακή ασφάλεια», αναφέρει η έκθεση.
Το WRI αναφέρει επίσης ότι περίπου το 60% της αρδευόμενης γεωργίας στον κόσμο αντιμετωπίζει ήδη εξαιρετικά υψηλό υδατικό στρες και ιδιαίτερα καλλιέργειες όπως το ζαχαροκάλαμο, το σιτάρι, το ρύζι και ο αραβόσιτος.
Σε όλο τον κόσμο, η ζήτηση του νερού υπερβαίνει τη διαθέσιμη παροχή και συγκεκριμένα έχει υπερδιπλασιαστεί από το 1960. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί κατά 20- 25% έως το 2050. Παρόλο που σήμερα οι περισσότερες χώρες στην υποσαχάρια Αφρική δεν αντιμετωπίζουν ακραίο υδατικό στρες, η ζήτηση εκεί αυξάνεται ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη περιοχή στον κόσμο.
Το WRI συνεργάζεται με κυβερνήσεις, κοινότητες και εταιρείες για την αντιμετώπιση των απειλών που αντιμετωπίζει το παγκόσμιο σύστημα γλυκού νερού – όπως η ανεπαρκής διαχείριση των υδάτων, η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και η κλιματική αλλαγή. Διαθέτει εργαλεία όπως το Aqueduct το οποίο εντοπίζει και χαρτογραφεί κινδύνους, όπως πλημμύρες, ξηρασία και υδατικό στρες.
«Χρησιμοποιούμε την τεχνητή νοημοσύνη για να κάνουμε μαθηματικούς υπολογισμούς και για να βρίσκουμε μοτίβα γρηγορότερα από ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε στο παρελθόν. Το χρησιμοποιούμε για να προβλέψουμε συγκρούσεις και για να δούμε σε περιοχές θα μπορούσαν να μειωθούν οι εντάσεις και να υπάρξει περισσότερη συνεργασία. Είναι ένα εργαλείο πρόβλεψης αλλά και έγκαιρης προειδοποίησης. Στη συνέχεια ερευνούμε το θέμα, μιλάμε με πολλούς ανθρώπους και εξετάζουμε τα παγκόσμια δεδομένα προκειμένου να κατανοήσουμε την κατάσταση. Πρέπει να βεβαιωθούμε επίσης ότι υπάρχει εμπλοκή της κοινότητας για κάθε είδους παρέμβαση στο νερό», εξηγεί η επιστήμονας.
«Εξετάζουμε επίσης τις χώρες και τις περιφέρειές τους. Για παράδειγμα, εξετάζουμε πώς η βιομηχανία συμβάλλει στο υδατικό στρες. Στην Ελλάδα το υδατικό στρες είναι απίστευτα υψηλό. Χρησιμοποιεί το 80% των υδάτινων αποθεμάτων της και οι βαθμολογίες στην Κρήτη και το Αιγαίο είναι πολύ υψηλές. Η κατάσταση είναι δύσκολη αλλά αν υπάρχει καλή διακυβέρνηση του νερού το πρόβλημα είναι επιλύσιμο. Ξέρετε, πράγματα όπως η επεξεργασία και η επαναχρησιμοποίηση του νερού, η επένδυση σε ενεργειακά συστήματα που δεν βασίζονται στο νερό για ψύξη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό σε μέρη όπου πρέπει να κλείσουν τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας επειδή δεν υπάρχει αρκετό νερό. Η καλή διαχείριση του νερού μπορεί να λύσει τόσα πολλά προβλήματα», δηλώνει η Saccoccia.
Οι προβλέψεις για την «επέλαση» της ξηρασίας
Ηπεριοχή της Μεσογείου και βέβαια και η Ελλάδα θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα λόγω της ξηρασίας που φέρνει η κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με τις επιστημονικές προγνώσεις που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο Ατλαντας Κινδύνου Λειψυδρίας, τον οποίο παρουσίασε, αφορά κυρίως την αγροτική παραγωγή αλλά και τη διαθεσιμότητα του πόσιμου νερού, την κατάσταση των λιμνών και των ποταμών, αλλά και τη δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από υδροηλεκτρικά εργοστάσια, που εξαρτάται από την ποσότητα του διαθέσιμου νερού.
Ο Ατλαντας είναι στην πράξη ένα εργαλείο για την εκτίμηση των συνεπειών όσον αφορά την έλλειψη νερού ανάλογα με τα τρία σενάρια ανόδου της θερμοκρασίας τις επόμενες δεκαετίες, κατά 1,5 ή 2 ή 3 βαθμούς Κελσίου. Οπως εκτιμάται, όμως, ήδη έχουν καταγραφεί σοβαρές μειώσεις στις αποδόσεις των καλλιεργειών σε σχέση με τα «κανονικά επίπεδα» των προηγούμενων δεκαετιών για τις οποίες υπάρχουν καταγεγραμμένα συγκεκριμένα δεδομένα (τις δεκαετίες μετά το 1977). Με τις σημερινές συνθήκες, η ετήσια παραγωγή σιταριού στην Ελλάδα εκτιμάται ότι είναι μειωμένη κατά 2,5 έως 7,5% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της συγκεκριμένης περιόδου, ενώ μείωση υπάρχει επίσης στο κριθάρι αλλά και στο ρύζι.
Ακόμη, όπως αναφέρεται στον Ατλαντα, η Ελλάδα είναι πιθανό να αντιμετωπίσει απώλειες έως και 50% της παραγωγής στο πλαίσιο πολύ μεγάλων επεισοδίων ξηρασίας, από αυτά που εκδηλώνονται μία φορά κάθε πενήντα χρόνια, σύμφωνα με τα έως τώρα ισχύοντα.
Εφόσον η μέση θερμοκρασία του πλανήτη ανέβει κατά 1,5 βαθμό Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, οι απώλειες για την παραγωγή σιταριού στην Ελλάδα θα είναι 10% περισσότερες συγκριτικά με αυτές που ήδη έχουν καταγραφεί. Αν όμως η αύξηση της θερμοκρασίας τελικά φτάσει στους 3 βαθμούς Κελσίου, οι απώλειες θα ανέλθουν στο 20%. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι με τα δεδομένα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή το σενάριο της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό Κελσίου έως το τέλος του αιώνα, που ήταν ο στόχος, έχει ήδη ξεπεραστεί και βαδίζουμε προς αύξηση 2 βαθμούς, τουλάχιστον.
Στην καλλιέργεια κριθαριού, οι χώρες που, με βάση τα έως τώρα καταγεγραμμένα στοιχεία, φαίνεται να έχουν τις μεγαλύτερες απώλειες είναι η Ρουμανία και η Ιταλία, ωστόσο και οι απώλειες για την Ελλάδα ετησίως φτάνουν στο 7,5%. Εφόσον η θερμοκρασία αυξηθεί κατά 3 βαθμούς, οι απώλειες της παραγωγής αναμένεται να διπλασιαστούν. Οσον αφορά το ρύζι, η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις πέντε χώρες που θα πληγούν περισσότερο λόγω της ξηρασίας, ενώ ήδη καταγράφεται μια πτώση της παραγωγής σε ποσοστό 10%. Υπενθυμίζεται πως η παραγωγή ρυζιού χρειάζεται περιοχές με πολύ νερό και υγρασία, οπότε πρόκειται για μια καλλιέργεια που θα πληγεί ιδιαίτερα από την ξηρασία.
Η γη που χρησιμοποιείται από τον αγροτικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ενωση αντιστοιχεί περίπου στο 38% της συνολικής έκτασης της Ευρώπης και είναι κατανεμημένη σε περίπου 10,3 εκατομμύρια αγροκτήματα. Το μερίδιο της γεωργικής γης που αρδεύεται ανέρχεται στο 6%, περίπου, του συνόλου και βρίσκεται κυρίως σε χώρες της νότιας Ευρώπης. Σε αυτές τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, το 80% του διαθέσιμου νερού χρησιμοποιείται για τις ανάγκες της γεωργικής παραγωγής. Στην Ελλάδα, οι μεγαλύτερες ποσότητες νερού που χρησιμοποιούνται έρχονται από το υπέδαφος, καθώς δεν υπάρχουν μεγάλες λίμνες και ποτάμια. Σύμφωνα με την κλίμακα της UNESCO, οι ξηρότερες περιοχές της χώρας είναι η νοτιοανατολική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου όπως και η Κρήτη.
Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις πέντε χώρες που θα πληγούν περισσότερο στην παραγωγή ρυζιού λόγω της ξηρασίας, ενώ ήδη καταγράφεται μια μείωση 10%.
Η αγροτική παραγωγή (καλλιέργειες και κτηνοτροφία) είναι ένας από τους τομείς που πλήττονται περισσότερο από την ξηρασία. Η έλλειψη νερού μπορεί να επηρεάσει όλα τα στάδια ανάπτυξης των φυτών και τελικά να μειώσει σημαντικά την απόδοση των καλλιεργειών. Κατά τη διάρκεια της ξηρασίας του 2015, για παράδειγμα, σημειώθηκαν απώλειες καλλιεργειών έως και 50% σε πολλές περιοχές της Ευρώπης.
Το 2022, οι ευρωπαϊκές καλλιέργειες επηρεάστηκαν ξανά από την ξηρασία, με συνέπεια να μειωθούν οι αποδόσεις των καλλιεργειών έως και 21% σε σύγκριση με τον μέσο όρο πέντε ετών σε επίπεδο Ε.Ε.
Ωστόσο, οι ανάγκες νερού και για άλλες χρήσεις αναμένεται να αυξηθούν λόγω της ξηρασίας. Οι προβολές που κάνουν οι επιστήμονες με βάση τα μαθηματικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται για τον Ατλαντα δείχνουν ότι εφόσον η θερμοκρασία ανέβει 1,5 βαθμό η άντληση νερού σε περιόδους ξηρασίας αυξάνεται από 10% έως και 100% ανάλογα με την περιοχή. Οι ανάγκες για άντληση νερού εάν η άνοδος της θερμοκρασίας φτάσει στους 3 βαθμούς Κελσίου μπορεί να αυξηθούν έως και 300%. Ο Ατλαντας αναφέρει ότι είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί διακοπή της υδροδότησης σε πολλές περιοχές τις περιόδους ξηρασίας.
Τέλος, η Ελλάδα είναι μία από τις έξι χώρες που με βάση τις σημερινές κλιματικές συνθήκες αναμένεται να αντιμετωπίσει σοβαρή μείωση της δυνατότητας να παράγει ηλεκτρική ενέργεια από υδροηλεκτρικά εργοστάσια.
Στο πλαίσιο του Ατλαντα εξετάζονται οι συγκεκριμένες καλλιέργειες όπως επίσης και το καλαμπόκι και η πατάτα, ωστόσο η ελληνική παραγωγή φέτος αναμένεται να καταγράψει χαμηλά ρεκόρ σε πολλά προϊόντα όπως το βαμβάκι, τα οινοποιήσιμα και τα βρώσιμα σταφύλια, οι επιτραπέζιες ελιές και το ελαιόλαδο, συνεπεία των αλλοπρόσαλλων μεταβολών των καιρικών συνθηκών σε άκαιρες για την παραγωγή στιγμές.
Ενδεικτικά η ακαρπία των ελαιοδένδρων στη Χαλκιδική για τις βρώσιμες ελιές δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στους παραγωγούς, που είδαν την παραγωγή τους να μειώνεται σε ποσοστά που φτάνουν και στο 90%. Λόγω των ήπιων χειμώνων τα ελαιόδεντρα ξεγελιούνται και δεν ξεκουράζονται, οπότε όταν πρέπει να δώσουν καρπό δεν έχουν πλέον δύναμη.
Είναι οι εταιρείες πρόθυμες να προβούν σε δραστικές αλλαγές στη λειτουργία τους;
Καθώς η Ευρώπη βιώνει όλο και πιο συχνά ελλείψεις νερού – ιδίως στην περιοχή της Μεσογείου – ο ανταγωνισμός για τους κοινούς υδάτινους πόρους αυξάνεται. Περιβαλλοντικοί ακτιβιστές και αγρότες έχουν συγκρουστεί στη Γαλλία και την Ισπανία, με τις πλευρές να διαφωνούν για το πώς θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στον πόρο.
«Η πρόκληση λοιπόν είναι η εξής: το νερό χρησιμοποιείται για τρόφιμα που όλοι χρειαζόμαστε. Οπότε υπάρχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες εταιρείες που προσπαθούν να κάνουν το σωστό και να διαχειριστούν αποτελεσματικά την κατανάλωση νερού και τους πόρους τους. Ωστόσο, πριν εγκριθεί ένα έργο θα πρέπει να υπάρξει διαβούλευση με φορείς που ασχολούνται με τη διαχείριση των υδάτων. Όλοι πρέπει να καταλάβουν πού πηγαίνει το νερό και να βεβαιωθούν ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Σε τελική ανάλυση, το νερό είναι ανθρώπινο δικαίωμα, οπότε οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αυτό. Οι χώρες πρέπει να βελτιώσουν τη διακυβέρνηση των υδάτων τους, να δώσουν κίνητρα για την αποδοτική χρήση του νερού στη γεωργία, να εργαστούν για την ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων και να δημιουργήσουν πράσινες υποδομές. Οι λύσεις υπάρχουν, είναι έτοιμες, αλλά χρειαζόμαστε απλώς αυτή την ώθηση για να γίνουν πράξη», λέει η Saccoccia.
Ποιες λύσεις υπάρχουν;
Χρειάζεται πολιτική βούληση και οικονομική βοήθεια για την αντιμετώπιση της κρίσης του νερού, σύμφωνα με τους ερευνητές της έκθεσης.
«Σίγουρα μπορούμε και πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις για να εξοικονομήσουμε νερό, αλλά όταν εξετάζουμε την ποσότητα νερού που χρησιμοποιούν η βιομηχανία και η γεωργία, εκεί είναι που πρέπει να γίνει η κύρια αλλαγή. Η γεωργία είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής νερού και σε ορισμένες περιοχές της νότιας Ευρώπης απορροφά ποσοστό μεγαλύτερο από 80 % των αντληθέντων υδάτων. Μπορούμε να μειώσουμε την κατανάλωση προϊόντων όπως το βόειο κρέας, το οποίο χρησιμοποιεί τόνους νερού. Οι αποδοτικές μέθοδοι άρδευσης είναι επίσης ζωτικής σημασίας» εξηγεί η ερευνήτρια.
«Ορισμένες από τις λύσεις που αναπτύσσονται είναι κάπως ακριβές, αλλά δεν είναι δύσκολες. Προηγούμενη μας ανάλυση έδειξε ότι η βιώσιμη χρήση και πρόσβαση στο πόσιμο νερό κοστίζει το 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η αποκατάσταση των υποδομών νερού είναι μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία. Η καλύτερη συντήρηση των σωλήνων νερού αποτελεί επίσης απαραίτητο μέτρο που συχνά παραμελείται», τονίζει η ερευνήτρια.
Κατά μέσο όρο το 1/4 του πόσιμου νερού στην ΕΕ χάνεται κατά τη μεταφορά λόγω διαρροών σε σημεία όπου οι σωλήνες έχουν υποστεί σημαντική φθορά ή έχουν τρυπήσει.
Μια μελέτη της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF που δημοσιεύθηκε το 2023 διαπίστωσε ότι η Ευρώπη υποφέρει όλο και περισσότερο από «έλλειψη νερού λόγω δεκαετιών κακής διαχείρισης των υδάτων και υποβάθμισης των οικοσυστημάτων γλυκού νερού». Η μελέτη αναφέρει ότι η κλιματική αλλαγή συμβάλλει σε αυτό, αλλά τονίζει ότι η «κύρια ευθύνη έγκειται στον τρόπο με τον οποίο καταναλώνουμε, ρυθμίζουμε και χρησιμοποιούμε το νερό».
Η νομοθεσία θεσπίστηκε όταν το νερό ήταν άφθονο
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εργάζεται εδώ και δεκαετίες για την προστασία των υδάτινων πόρων της με νομοθεσία όπως η οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2000. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), το μπλοκ έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στη ρύθμιση της ποιότητας των υδάτων, την επεξεργασία των λυμάτων, τη διαχείριση του κινδύνου πλημμύρας και την προστασία των οικοτόπων και των ειδών του γλυκού νερού.
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή πολιτική για τα ύδατα αναπτύχθηκε σε μια εποχή που τα αποθέματα ήταν άφθονα και ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα ήταν η διασυνοριακή ρύπανση, πράγμα που σημαίνει ότι η έμφαση δόθηκε κυρίως στην ποιότητα των υδάτων και σε οικολογικές εκτιμήσεις.
Η νομοθεσία της ΕΕ για τα ύδατα και πολυάριθμες συνθήκες «αγνοούν σχεδόν ολοκληρωτικά» τις προκλήσεις που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, όπως το πόσο νερό θα πρέπει να ρέει διασυνοριακά. Αυτό συμβαίνει παρά την προβλεπόμενη μαζική μελλοντική διακύμανση των ροών των ποταμών, σύμφωνα με έκθεση του 2019 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Water Policy». Μια ξεχωριστή έκθεση του 2020 που ερεύνησε την ανθεκτικότητα της διασυνοριακής διακυβέρνησης της ΕΕ στον τομέα των υδάτων διαπίστωσε ότι το νομικό πλαίσιο είναι ακατάλληλο να διαχειριστεί τον διεθνή ανταγωνισμό για το νερό σε περιοχές όπου η κλιματική αλλαγή εντείνει τη σπανιότητά του.
ΠΗΓΗ: Euronews, Clean Energy Wire, kathimerini.gr