Ο Δήμος Μούτσης ήταν ένας τεράστιος τραγουδοποιός, το μέγεθος του οποίου γίνεται ολόκληρο κατανοητό μόνο αν αναλογιστούμε ότι επί της ουσίας διένυσε δύο -τουλάχιστον- διαφορετικές καριέρες, γράφει ο δημοσιογράφος Γιάννης Ανδρουλιδάκης στο Facebook.
Ολόκληρη η ανάρτησή του;
Η πρώτη ως σπουδαίος μουσικοσυνθέτης, που δουλεύει πάνω σε στίχους κορυφαίων ελληνόφωνων στιχουργών και ποιητών και συνεργαζόμενος με πολύ σπουδαίες φωνές. Η περίοδος αυτή, που αρκεί από μόνη της για να τον κατατάξει ως σπουδαίο, κρατάει χοντρικά από το 1968 έως το 1979 και έχει ως κορυφαία στιγμή τον «Άγιο Φεβρουάριο» (1972). Η δεύτερη καριέρα, είναι αυτή από το 1983 έως το 1990, στην οποία αναλαμβάνει να γράφει ο ίδιος τους στίχους και να τραγουδά επίσης, εξελίσσοντας και τη μουσική του από το λαϊκό έντεχνο σε ένα υβρίδιο που συνδύαζε ανατολικά στοιχεία με πολύ εμφανείς επιρροές από την αμερικανική φολκ. Το στιχουργικό επίπεδο σε αυτούς τους 4 προσωπικούς δίσκους είναι αδιανόητα υψηλό, κάτι εντελώς απρόσμενο για έναν μουσικό που ως τότε απλά έντυνε με μουσική τα λόγια και τις φωνές άλλων. Κατά τη γνώμη μου, οι τέσσερις αυτοί δίσκοι αποτελούν ο καθένας τους μια πολύ σημαντική στιγμή του ελληνικού τραγουδιού, με τους δύο πρώτους («Ενέχυρο» και «Να!») , να αποτελούν αριστουργήματα της τέχνης. Ανάμεσα στις δύο αυτές περιόδους, υπάρχει μία στιγμή μετάβασης, που είναι το «Φράγμα» (1981), που αποτελεί έναν από τα πιο εμβληματικά έργα της ελληνικής τραγουδοποιίας. Εκεί οι στίχοι είναι του Κώστα Τριπολίτη και όχι του Μούτση, αλλά ουσιαστικά το ύφος τους ξεφεύγει από το στυλ του Γκάτσου ή του Μάνου Ελευθερίου, και μεταστρέφεται σε μια κοινωνική και δυνάμει αντιεξουσιαστική κριτική της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης, που θα είναι στη συνέχεια και η θεματική του Μούτση. Ταυτόχρονα, ο Μούτσης ξεκινά να τραγουδά ο ίδιος, αλλά όχι μόνος: χρησιμοποιεί δίπλα του γνωστές φωνές, όπως ο Κηλαηδόνης ή η Πρωτοψάλτη, αλλά κυρίως η Σωτηρία Μπέλου, της οποίας η ανατριχιαστική ερμηνεία στο «Δε λες κουβέντα» αποτελεί μια ειδική στιγμή στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Για όλη αυτή την πορεία, η οποία χαρακτηρίζεται από την έντονη εναλλαγή και πάντα σε υψηλότατη ποιότητα, ο Δήμος Μούτσης αποχωρεί έχοντας καταθέσει ως οβολό στην τέχνη μια απροσμέτρητη προσφορά.
Από την άλλη, ο Δήμος Μούτσης ήταν μάλλον ένας δυσάρεστος άνθρωπος. Οι στάσεις του -και αυτό επιβεβαιώνεται από περισσότερες από μία μαρτυρίες- ξεκινούσαν από την αλαζονεία της ιδιοφυίας και έφταναν μέχρι την ανοιχτή κακοποίηση. Άνθρωποι που μίλησαν για αυτές, τις περιγράφουν ως ένα διαρκές τραύμα.
Είναι λογικό για την πλειονότητα των ανθρώπων, σήμερα ειδικά, να κυριαρχεί η πρώτη πλευρά του.
Αλλά θα αποτελούσε έλλειψη συναίσθησης να μην θυμόμαστε ότι για τα θύματά του, κυρίαρχη και τραυματική θα είναι πάντα η δεύτερη.
Θεός έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει. Ή μήπως «Κύριε, κατά βάθος δεν μπορείς», όπως έγραφε και ο μακαρίτης…