της Anne-Françoise Hivert*
Μερικοί ίσως να θυμούνται τη λεγόμενη υπόθεση Toblerone. Το 1995, η τότε υπουργός Εργασίας Μόνα Σάλιν, που ήταν φαβορί για την ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν μια εφημερίδα αποκάλυψε ότι είχε χρησιμοποιήσει την πιστωτική κάρτα του υπουργείου της για να πληρώσει τα ψώνια της – ανάμεσα στα οποία και μια σοκολάτα. Για πολύ καιρό, αυτό το επεισόδιο τροφοδότησε στο εξωτερικό την ιδέα ότι η Σουηδία είχε μηδενική ανοχή απέναντι σε οτιδήποτε μπορούσε να μοιάζει με διαφθορά.
Οι Σουηδοί πίστεψαν κι αυτοί αυτό το αφήγημα, το οποίο άλλωστε επιβεβαιωνόταν τακτικά από την οργάνωση “Διεθνής Διαφάνεια”, σύμφωνα με την οποία το βασίλειο ήταν από τις λιγότερο διεφθαρμένες χώρες της Ευρώπης. «Το πρόβλημα είναι ότι η διαφθορά δεν αποτελεί μέρος της εικόνας που έχουμε για τον εαυτό μας», λέει ο Όλε Λούντιν, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα. «Δεν χαρακτηρίζουμε, έτσι, διαφθορά πράγματα που συνιστούν διαφθορά και κάνουμε σαν να μην υπάρχει».
Ένα σκάνδαλο μονοπωλεί τον τελευταίο καιρό την επικαιρότητα. Η πρώην ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος Άνα Κίνμπεργκ Μπάτρα, που διορίστηκε τον Μάρτιο του 2023 κυβερνήτης της κομητείας της Στοκχόλμης, κατηγορείται ότι προσέλαβε με υψηλούς μισθούς τουλάχιστον τρία οικεία της πρόσωπα χωρίς να αναζητήσει άλλους υποψηφίους. «Εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι ότι έκανα λάθος», απαντά σε όσους της ζητούν να παραιτηθεί.
Τρεις εβδομάδες μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου, η Κίνμπεργκ Μπάτρα παραμένει στη θέση της. «Σε μερικές εβδομάδες, όλοι θα έχουν ξεχάσει αυτή την υπόθεση», εκτιμά ο Λούντιν, προσθέτοντας ότι η διαφθορά είναι πολύ εκτεταμένη στη χώρα.
Και οι Σουηδοί αρχίζουν να το καταλαβαίνουν. Τον περασμένο Ιανουάριο, η Σουηδία κατρακύλησε στον πίνακα της Διεθνούς Διαφάνειας: μπορεί η έκτη θέση να μην είναι τραγική, η χώρα βρέθηκε όμως ξαφνικά πίσω από τη Φινλανδία, τη Δανία και τη Νορβηγία. Η συνειδητοποίηση αυτή έχει φέρει αποτελέσματα: σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Καταπολέμησης της Διαφθοράς (ΙΚΔ), οι συλλήψεις για διαφθορά στη Σουηδία έχουν τριπλασιαστεί τα τρία τελευταία χρόνια. Παραμένουν βέβαια λίγες, μόλις 96, από τις οποίες το 77% οδήγησε σε καταδίκες.
«Ο νεποτισμός είναι πολύ εκτεταμένος στη χώρα», τονίζει η Πάρουλ Σάρμα, γενική γραμματέας του ΙΚΔ. «Οι νέοι μαθαίνουν πολύ νωρίς ότι πρέπει να συγκροτήσουν ένα δίκτυο για να προχωρήσουν. Είναι πιο σημαντικό ακόμη κι από την εκπαίδευση και τις αξίες».
Ήδη από το 2014, σε ένα βιβλίο της με τίτλο “Ο υποκριτής Σουηδός”, η πρώην πρόεδρος του σουηδικού τμήματος της Διεθνούς Διαφάνειας Λουίζ Μπράουν επισήμαινε την έκταση της διαφθοράς. Έκτοτε, το φαινόμενο δεν έπαψε να επεκτείνεται. «Σήμερα», σημειώνει, «βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια διαφθορά ενός νέου είδους, πολύ επιθετική, που συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα, και αγγίζει όλους τους τομείς, από την υγεία μέχρι την εκπαίδευση, περνώντας από τον τεχνικό έλεγχο των αυτοκινήτων, τη διαχείριση των απορριμμάτων, ακόμη και τη Δικαιοσύνη».
Η Αν-Φρανσουάζ Ιβέρ είναι ανταποκρίτρια της Monde στη Σουηδία.
(Πηγή: Le Monde)