Σήμερα η καλοχτισμένη συμφωνία, που πολλοί αναλυτές, ποικίλων πολιτικών δογμάτων, θεωρούν ως διαπραγματευτικό και διπλωματικό πρότυπο, αποδυναμώνεται
Του Δημήτρη Σεβαστάκη
Η Συμφωνία των Πρεσπών πιθανόν θα φθαρεί περαιτέρω μετά την άνοδο του VMRO και την εθνική παρόξυνση που θα ακολουθήσει. Έχει, βέβαια, προ-φθαρεί στα πολλά χρόνια από το 2019, όπου με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης δεν κυρώθηκαν τα τρία Μνημόνια, δεν υπήρξε εμβάθυνση δηλαδή. Σήμερα, όμως, ακόμα κι αν το εθνικιστικό κόμμα βάλει νερό στο κρασί του (ελπίζω να βάλει, αφού ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός είναι μονόδρομος και λόγω τεταμένων σχέσεων με τη Βουλγαρία), η συμφωνία έχει χάσει το momentum. Μια ανόρεχτη και ανασφαλής ελληνική κυβέρνηση, με τρόμο μπροστά στο κοινό που εξέθρεψε όταν κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ για εθνική μειοδοσία, δεν τόλμησε να ολοκληρώσει κρίσιμα κεφάλαια και σήμερα θα λουστούμε όλοι την εκλεγμένη οπισθοχώρηση. Είναι σίγουρο ότι και η Γαλλία το 2019, με την κοντόφθαλμη άρνηση να προχωρήσουν οι προκαταρκτικές διαδικασίες ένταξης της μικρής χώρας, έπαιξε ρόλο στην υπονόμευση του ιδεολογικού ευρωπαϊσμού της. Αυτή η διάψευση ενίσχυσε την άνοδο του εθνικιστικού κόμματος. Όμως και μια πολύπλευρη διασταύρωση παραγόντων δεν ευνοούσε αυτή τη συμφωνία. Εκτός από την εθνικιστική πλευρά και των δύο χωρών, υπήρχαν το πρόβλημα της Βουλγαρίας που πίεζε για αναγνώριση δικής της μειονότητας λόγω και της γλωσσικής συγγένειας, η Τουρκία που επ’ ουδενί δεν ήθελε επιβεβαιωμένο τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, άρα μια χειραφετητική διαδικασία για το γειτονικό κράτος, (η Αλβανία στον βαθμό που η αλβανική μειονότητα συγκυβερνούσε μάλλον δεν είχε πρόβλημα) δεν ήθελε επίσης τη συμφωνία η ρωσική πλευρά για ευνόητους γεωπολιτικούς λόγους και οι Δυτικοί απλώς ήθελαν να ξεμπερδέψουν με τις «πολυτελείς και χρονοβόρες» κατ’ αυτούς ενστάσεις της Αθήνας. Σήμερα η καλοχτισμένη συμφωνία, που πολλοί αναλυτές, ποικίλων πολιτικών δογμάτων, θεωρούν ως διαπραγματευτικό και διπλωματικό πρότυπο, αποδυναμώνεται.
Πολλοί Θεσσαλονικείς επιχειρηματίες και μικροεπιχειρηματίες μου έχουν πει ότι η δυναμική της πόλης και ευρύτερα της περιφέρειας είναι η οικονομική, εμπορική, τουριστική διασύνδεση με τον Βορρά και όχι η περίκλειση στον Νότο. Ότι η ανάπτυξη έρχεται από την οικονομική επέκταση. Από τη συγκρότηση ενός είδους οικονομικής και πολιτιστικής «ενδοχώρας». Η συμφωνία απαντά σε ένα αναπτυξιακό πρόταγμα και όχι απλώς σε μια διακρατική εκκρεμότητα. Βέβαια, ακούς από την άλλη πλευρά αυτοσχέδιους (και το ενδιαφέρον είναι, συνήθως ήπιους) τηλεοπτικούς αναλυτές (εμπρόθετα δεν λέω όνομα γιατί με ενδιαφέρει η κατάδειξη και όχι η καταγγελία) πως πιθανόν να είναι και καλό ότι εκλέχθηκαν εθνικιστές στη βόρεια χώρα γιατί έτσι «θα απαλλαγούμε από την κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών που χάρισε γλώσσα και συνείδηση». Έτσι ακριβώς διατυπωμένο. Δηλαδή, βλέπεις σε ένα ορισμένο κοινό, όχι κατ’ ανάγκην ακροδεξιό, να είναι προτιμότερα η αδράνεια, τα στερεότυπα (η μη πολιτική, δηλαδή) από την τολμηρή ωρίμανση των διακρατικών σχέσεων μέσα από την οικονομία και την ανταλλαγή, την αμοιβαιότητα εντέλει. Ο εν λόγω μάλιστα αναλυτής, σε μεγάλο βαθμό στρατιωτικών ζητημάτων, εντέλει προτιμά (έστω ακούσια) την ερντογανική διείσδυση από την έργω εξειρήνευση, από την ανάπτυξη παραγωγικών συνάψεων που αποτελούν και ουσιώδη αντίπαλο του εθνικισμού. Υπάρχει και μια πιθανότητα, βέβαια, να έχουν διαμορφωθεί ήδη σχέσεις και οικονομικές αμοιβαιότητες που θα κρατήσουν ενεργή τη συμφωνία.
Η Ελλάδα, ούτως ή άλλως, θα πρέπει να κινηθεί ενεργητικότερα για να διευκολύνει τη δρομολόγηση των ενταξιακών διαδικασιών. Διαθέτει τα πολιτικά εργαλεία, αρκεί να μην στρουθοκαμηλίζει. Μακάρι να μην δούμε τουρκική στρατιωτική βάση στη Βόρεια Μακεδονία έναντι ελληνικών επενδύσεων και επισκεπτών.
(Αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ της Κυριακής)