Μπλέξαμε. Μπλέξαμε εμείς, έμπλεξαν αυτοί και κατά πως δείχνει να μπλέξουμε όλοι χειρότερα.
Μιλάμε για την προαναγγελθείσα και εν πολλοίς αναμενόμενη αμφισβήτηση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το εθνικιστικό VMRO το οποίο θριάμβευσε στις τελευταίες διπλές, προεδρικές και βουλευτικές εκλογές της Βόρειας Μακεδονίας με τη νέα πρόεδρο να επιμένει να ορκιστεί στο… σκέτη “Μακεδονία”.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μέχρι σήμερα, το λεγόμενο “Μακεδονικό” παραμένει ένα ζήτημα που προκαλεί σεισμικές δονήσεις στο πολιτικό σκηνικό της χώρας και έχει κοστίσει την απώλεια της εξουσίας σε δύο Έλληνες πρωθυπουργούς. Ο πρώτος ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που παρά το ότι πίστευε πως “σε δέκα χρόνια δεν θα το θυμάται κανείς” ανατράπηκε από τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Αντώνη Σαμαρά. Ο δεύτερος ήταν ο Αλέξης Τσίπρας ο οποίος πιστώνεται μεν, μαζί με τον Νίκο Κοτζιά και τον ομόλογό του Ζόραν Ζάεφ, τη Συμφωνία των Πρεσπών, δέχτηκε όμως μία άνευ προηγουμένου επίθεση από την τότε αντιπολίτευση, τον μέχρι τότε κυβερνητικό του εταίρο, Πάνο Καμμένο και εθνικιστικούς κύκλους, πράγμα που επέτεινε τη φθορά της κυβέρνησής του και οδήγησε στην ήττα του 2019.
Και στις δύο περιπτώσεις οι πολιτικές δυνάμεις της τότε, εκάστοτε αντιπολίτευσης όχι μόνο δεν επέδειξαν στοιχειώδη συναίνεση ώστε να επιλυθεί το κακοφορμισμένο πρόβλημα στα βόρεια σύνορά μας αλλά, αντίθετα, το εργαλειοποίησαν για το κομματικό τους όφελος αδιαφορώντας ακόμη και για τον διχασμό που προκαλούσαν στην κοινωνία αλλά και τα οφέλη των ακραίων εθνικιστικών κύκλων. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και όπως όλα δείχνουν, συμβαίνει και σήμερα στη γείτονα χώρα με τους εθνικιστές του VMRO να καταγγέλουν ως “προδοτική” τη Συμφωνία των Πρεσπών. Να θυμίσουμε ωστόσο ότι αυτή ήταν το “κλειδί” για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ όπως τους είχαν υποσχεθεί οι Ευρωπαίοι και κυρίως οι Γερμανοί. Μόνο που υπόσχεση τηρήθηκε μόνο κατά το ήμισυ, δηλαδή ως προς το πρώτο της σκέλος και παραπέμφθηκε στις καλένδες ως προς το δεύτερο και ουσιαστικότερο, για τους βορειομακεδόνες, με ευθύνη αυτή τη φορά της Γαλλίας.
Τώρα ζούμε την τρίτη πράξη του δράματος και γι αυτό μέρος της ευθύνης έχει η εκλεκτή του VMRO, νέα πρόεδρος Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, ένα άλλο μέρος όμως το φέρει η σημερινή κυβέρνηση η οποία δεν πέρασε προς έγκριση στη Βουλή τις ενδιάμεσες συμφωνίες κάτι που τώρα θα το βρει μπροστά της παρά το ότι καταγγέλλει τη στάση της Σιλιάνοφσκα. Κι εδώ βέβαια έχουμε το εξόχως τραγελαφικό φαινόμενο ενός κόμματος που ως αντιπολίτευση χαρακτήριζε “προδοτική” τη Συμφωνία των Πρεσπών, σήμερα, ως κυβέρνηση να την υπερασπίζεται. Το ρίσκο σήμερα είναι διπλό. Εάν επιλέξει σκληρή στάση τότε ενδέχεται να δημιουργηθεί πρόβλημα εντός του ΝΑΤΟ αλλά και ένα ακόμη σημείο τριβής στα βόρεια σύνορά μας με δεδομένη την όξυνση των σχέσεών μας με την Αλβανία λόγω της υπόθεσης Μπελέρη. Αν πάλι σπεύσει να ψηφίσει να μνημόνια που επιβάλλει η ολοκλήρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, τότε κινδυνεύει να υποστεί όσα και ο ΣΥΡΙΖΑ από τους εθνικιστικούς και ακροδεξιούς κύκλους.
Θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ο τρίτος πρωθυπουργός μετά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα που θα πληρώσει ακριβά το “μακεδονικό”; Δεν μπορεί κανείς να το πει τη δεδομένη στιγμή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το θέμα θα μας απασχολεί, και εμάς και τους γείτονες, για τουλάχιστον μία ακόμη δεκαετία. Κι ας ελπίσουμε πως θα μπλεχτεί ακόμη περισσότερο με παρέμβαση και άλλων ενδιαφερόμενων όπως η Βουλγαρία αλλά και η Τουρκία και η Ρωσία που πάντοτε έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή. Μην ξεχνάμε πως στα Βαλκάνια αρκεί μία σπίθα για να ανάψουν μεγάλες φωτιές, κάτι που έχει αποδειχθεί ιστορικά ακόμη και στα πρόσφατα χρόνια…