ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΤΣΙΚΑ*
Η πρόσφατη πυραυλική επίθεση του Ιράν εναντίον του Ισραήλ έφερε στην επιφάνεια ένα γεγονός που υπάρχει εδώ και χρόνια. Ισραήλ και πολλές μετριοπαθείς αραβικές χώρες έχουν από κοινού την αίσθηση ότι απειλούνται από το Ιράν.
Αυτό οδήγησε σε ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα: για την απόκρουση της ιρανικής επίθεσης, συνεργάστηκαν όχι μόνο οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία, αλλά και η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αυτές οι αραβικές χώρες, μαζί με την Αίγυπτο, θα μπορούσαν να είναι ο κορμός των «εγγυητριών δυνάμεων» για την Γάζα, αφού τελειώσουν οι εχθροπραξίες εκεί.
Η εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για να υποστηριχθεί η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή και να αντιμετωπιστεί μακροπρόθεσμα η επιβλαβής επιρροή του Ιράν.
Η επίτευξη αυτής της ομαλοποίησης απαιτεί πιο αποτελεσματικά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα σχέδια για την παροχή διακυβέρνησης και ασφάλειας στη Γάζα, ανοίγοντας το δρόμο για μεταβάσεις ηγεσίας τόσο στα Παλαιστινιακά Εδάφη, όσο και στο Ισραήλ. Αφενός, με τον εκσυγχρονισμό της Παλαιστινιακής Αρχής του προέδρου Μαχμούντ Αμπάς. Και αφετέρου, με την ανάδειξη μετριοπαθών ισραηλινών δυνάμεων.
Η ηγεσία του Τζο Μπάϊντεν στις ΗΠΑ, η οποία πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις αυτές, προσπαθεί παράλληλα να διασφαλίσει ότι η ανθρωπιστική βοήθεια φτάνει στους απελπισμένους Παλαιστίνιους αμάχους και να σκιαγραφήσει μια πορεία προς ένα μεταπολεμικό μέλλον ειρήνης και σταθερότητας, τόσο για τους Ισραηλινούς όσο και για τους Παλαιστίνιους.
Για να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητο να παρακαμφθούν τα εμπόδια που θέτει ο εθνικιστής πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, και οι ακροδεξιοί κυβερνητικοί εταίροι του. Όχι μόνο με την παύση των αδιάκριτων χτυπημάτων κατά αμάχων και μη στρατιωτικών στόχων στη Γάζα. Αλλά και με την αποδοχή της επανέναρξης διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, δίπλα στο Ισραήλ το οποίο θα έχει εγγυήσεις για την ασφάλεια των συνόρων του.
Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο Νετανιάχου είναι πιθανό να επιμηκύνει τις εχθροπραξίες, χωρίς να συναινεί σε κατάπαυση πυρός, αναμένοντας τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου, ελπίζοντας ότι θα εκλεγεί ο αντίπαλος του Μπάϊντεν, υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, Ντόναλντ Τραμπ.
Οι στενές σχέσεις και η ιδεολογική συγγένεια του Τραμπ με τον Μπένιαμιν Νετανιάχου, έχουν αποδειχθεί από τις προηγούμενες θητείες τους στις ηγεσίες των χωρών τους. Όταν ο Τραμπ ήταν για πρώτη φορά υποψήφιος πρόεδρος, με αντίπαλο την τότε υποψήφια των Δημοκρατικών, Χίλαρυ Κλίντον, ο Νετανιάχου ως επικεφαλής του δεξιού εθνικιστικού κόμματος Λικούντ, είχε παρευρεθεί στο εκλογικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικανών για τον υποστηρίξει.
Μετά την εκλογή του ο Τραμπ είχε δώσει «το ελεύθερο» στον Νετανιάχου να κινηθεί όπως ο τελευταίος ήθελε. Τότε ξανάρχισαν οι παράνομοι εβραϊκοί εποικισμοί στην Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, που αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα των Παλαιστινιακών Εδαφών. Έτσι αποδυναμώθηκε η Παλαιστινιακή Αρχή του μετριοπαθούς προέδρου Μαχμούντ Αμπάς, και δόθηκε ακόμα μεγαλύτερος χώρος για να αναπτυχθούν οι εξτρεμιστικές πρακτικές της ισλαμο-φασιστικής Χαμάς.
Η κυβέρνηση Τραμπ «έσπασε» την κοινή στάση της διεθνούς κοινότητας, που αναγνωρίζει το Τελ Αβίβ -και όχι την Ιερουσαλήμ- ως πρωτεύουσα του Ισραήλ μέχρι να επιλυθεί το θέμα της αραβικής Ανατολικής Ιερουσαλήμ, η οποία θεωρείται διεθνώς ως κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος από τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1967. Η κορυφαία στιγμή ήταν η μετακίνηση της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ, όπου βρίσκονται οι πρεσβείες όλων των χωρών, στην Ιερουσαλήμ.
Πρέπει όμως εδώ να διατυπώσουμε δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα εκλεγεί ο Τραμπ. Η εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει και αυτή την στιγμή οι πιθανότητες για νίκη μοιράζονται σχεδόν εξίσου στους δύο κύριους αντιπάλους.
Δεύτερον, ακόμα κι εάν εκλεγεί ο Τραμπ στις αρχές Νοεμβρίου, ο κάθε νέος πρόεδρος αναλαμβάνει την εξουσία στις 20 Ιανουαρίου της επόμενης χρονιάς, δηλαδή το 2025. Δεν μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς ότι η σημερινή σύγκρουση στη Γάζα είναι δυνατόν να διαρκέσει ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι πιέσεις της διεθνούς κοινότητας, τόσο επί της ηγεσίας της Χαμάς όσο και επί της κυβέρνησης του Ισραήλ, για μια κατάπαυση του πυρός ή/και εκεχειρία είναι πολύ ισχυρές.
Την ίδια στιγμή, στο Ισραήλ οι διαδηλώσεις κατά του Νετανιάχου είναι συνεχείς, με αίτημα την παραίτηση του. Ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, ο κεντρώος Μπένυ Γκαντς, έχει ήδη ζητήσει διενέργεια εκλογών το αργότερο μέχρι το φθινόπωρο.
Ο μετριοπαθέστερος Μπένυ Γκαντς αυτή τη στιγμή είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός στο Ισραήλ, προηγούμενος κατά πολύ του Νετανιάχου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ίδιος πραγματοποίησε ταξίδι στις ΗΠΑ, όπου είχε επαφές με την κυβέρνηση Μπάϊντεν, δείγμα των διεργασιών για αναζήτηση ηγετικών σχημάτων στο Ισραήλ, που ευνοούν τον διάλογο και πιο ήπια στάση στο Μεσανατολικό.
Φυσικά, ο Νετανιάχου γνωρίζει ότι -με τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον- αν τελειώσει ο πόλεμος, το πολιτικό μέλλον του είναι πολύ αβέβαιο. Και αυτό κάνει την κατάσταση ιδιαιτέρως ρευστή και επικίνδυνη.
*Ο Θόδωρος Τσίκας είναι Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης – ΕΕνΟΕ