Μια νέα μελέτη, υπό τoν συντονισμό του Πολυτεχνείου του Βερολίνου (TU Berlin), σε συνεργασία με το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) και άλλα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα, ρίχνει φως στη σοβαρή περιβαλλοντική αδικία που σχετίζεται με τη θερμική καταπόνηση σε 14 μεγάλες Ευρωπαϊκές πόλεις.
Το σχετικό άρθρο στην έγκυρη επιστημονική επιθεώρηση “Nature Cities”, δείχνει ότι οι κίνδυνοι για την υγεία που σχετίζονται με τη θερμότητα κατανέμονται άνισα στον πληθυσμό, με τις ευάλωτες ομάδες να είναι σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση.
Η καθηγήτρια Birgit Kleinschmit και η ομάδα της από το Πολυτεχνείο του Βερολίνου, μαζί με άλλους Ευρωπαίους επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένου του Δρ. Νεκτάριου Χρυσουλάκη από το Ινστιτούτο Υπολογιστικών Μαθηματικών του ΙΤΕ, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, σε όλες τις Ευρωπαϊκές πόλεις που μελετήθηκαν, οι κάτοικοι χαμηλού εισοδήματος, ενοικιαστές, μετανάστες και άνεργοι, έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους αστικού πρασίνου με φυσικό δροσισμό, καθώς συνήθως διαμένουν σε παλιές κατοικίες υποβαθμισμένων περιοχών του κέντρου (και όχι σε περι – αστικές περιοχές όπως εικάζεται). Αντίθετα, οι κάτοικοι με μεγαλύτερα εισοδήματα, ντόπιοι και ιδιοκτήτες κατοικιών, ωφελούνται δυσανάλογα από την ευεργετική επίδραση των αστικών πράσινων χώρων, οι οποίοι προσφέρουν φυσική ψύξη μέσω της σκίασης και της εξατμισοδιαπνοής, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της θερμικής καταπόνησης.
Η θερμική καταπόνηση αποτελεί την κύρια αιτία θανάτων που αποδίδονται σε παράγοντες σχετικούς με το κλίμα στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη έχει πληγεί από σοβαρούς καύσωνες, ενώ οι κλιματικές προσομοιώσεις προβλέπουν μια αύξηση της συχνότητας και της έντασής τους στο μέλλον. Οι μεγάλες πόλεις επηρεάζονται περισσότερο, όπου η αστική δομή και λειτουργία εντείνουν την αύξηση της θερμοκρασίας. Έτσι,ο κίνδυνος θερμοπληξίας σε περιπτώσεις καυσώνων για τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες είναι αυξημένος, καθώς συχνά δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν το κόστος παθητικών ή ενεργητικών μέσων ψύξης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης υπογραμμίζουν την ανάγκη για μέτρα πολιτικής τα οποία θα δημιουργήσουν και θα κατανείμουν πιο δίκαια τους χώρους πρασίνου στις αστικές περιοχές. Οι επενδύσεις στους αστικούς πράσινους χώρους, σε συνδυασμό με τη στοχευμένη υποστήριξη των ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών της θερμικής καταπόνησης στην υγεία.
Στη μεγαλύτερη έρευνα που έχει γίνει μέχρι σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο, για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ ακραίων θερμοκρασιών και θανάτου από εγκεφαλικά επεισόδια, μια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τη Σχολή Δημόσιας Υγείας T.H.Chan του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ εντόπισε ότι σε κάθε 1.000 θανάτους από ισχαιμικό ή αιμορραγικό εγκεφαλικό, περίπου οι έντεκα αποδίδονται στο ακραίο κρύο ή την ακραία ζέστη.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από την παγκόσμια κοινοπραξία περιβαλλοντικής υγείας «Multi-Country Multi-City Network». Κατά την περίοδο 1979-2019, στη βάση δεδομένων καταγράφονταν περισσότεροι από 3,4 εκατομμύρια θανάτους από ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια και περισσότεροι από 2,4 εκατομμύρια θανάτους από αιμορραγικά εγκεφαλικά επεισόδια σε 522 πόλεις σε 25 χώρες όλου του κόσμου.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μπαράκ Αλαχμάντ (Barrak Alahmad), ερευνητής στο Τμήμα Περιβαλλοντικής Υγείας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Stroke», κάθε περιοχή είχε τον δικό της ορισμό του ποια θεωρείται ακραία θερμοκρασία, ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν. «Σε κάθε πόλη ορίσαμε ως ημέρες με ακραίες θερμοκρασίες το 2,5% των πιο ζεστών και πιο κρύων ημερών», διευκρινίζει.
Η ερευνητική ομάδα εντόπισε λοιπόν ότι σε κάθε 1.000 θανάτους από ισχαιμικό ή αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, το 2,5% των ημερών με ακραίες θερμοκρασίες κατά την περίοδο αυτή που μελετήθηκε, συνέβαλε σε 9,1 επιπλέον θανάτους λόγω κρύου και 2,2 θανάτους λόγω ζέστης.
«Τα εγκεφαλικά είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου παγκοσμίως και αυτή η επιβάρυνση που προκαλείται από τις ακραίες θερμοκρασίες είναι πολύ σημαντική σε όρους παγκόσμιας υγείας. Η ιδέα πίσω από αυτή την έρευνα, ήταν να απευθυνθούμε στους επαγγελματίες υγείας και να τους πούμε ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι μια μάχη για τους περιβαλλοντολόγους, είναι μια μάχη και για εκείνους και τους ασθενείς τους», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Αλαχμάντ.
Παρόλο που μελετήθηκαν πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, οι ερευνητές δεν εντόπισαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα ευρήματά τους ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες ανά χώρα. Εντόπισαν, όμως, ότι οι χώρες χαμηλού εισοδήματος είχαν μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας από αιμορραγικά εγκεφαλικά επεισόδια που σχετίζονται με τη ζέστη από ό,τι οι χώρες υψηλού εισοδήματος και ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη θνησιμότητα αιμορραγικών εγκεφαλικών επεισοδίων που σχετίζονται με το κρύο, αν και τα στοιχεία στην περίπτωση αυτή δεν ήταν οριστικά. Οι ερευνητές κάνουν την υπόθεση ότι οι καλές υποδομές και συστήματα ελέγχου της θερμοκρασίας στους εσωτερικούς χώρους και τα χαμηλότερα ποσοστά εργασίας σε εξωτερικούς χώρους στις χώρες υψηλού εισοδήματος, καθώς και η χειρότερη ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης στις χώρες χαμηλού εισοδήματος θα μπορούσαν να εξηγήσουν τις διαφορές.
Ο κ. Αλαχμάντ τονίζει ότι «καθώς οι θερμοκρασίες γίνονται πιο ακραίες, προβλέπουμε αύξηση των θανατηφόρων εγκεφαλικών επεισοδίων και διεύρυνση της ανισότητας στη θνησιμότητα από εγκεφαλικά επεισόδια μεταξύ των χωρών υψηλού και χαμηλού εισοδήματος, καθώς οι τελευταίες είναι πιθανό να επωμιστούν το μεγαλύτερο βάρος της κλιματικής αλλαγής».
Στη μελέτη συμμετείχε και ο Έλληνας καθηγητής Επιστημών Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Πέτρος Κουτράκης. Δεν είναι μόνο τα εγκεφαλικά που επηρεάζονται από τις ακραίες θερμοκρασίες, τονίζει ο κ. Κουτράκης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Από τις έρευνες καταδεικνύεται ότι «πέρα από τις καρδιαγγειακές επιπτώσεις που έχουν οι υψηλές θερμοκρασίες, πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει αύξηση αυτοκτονιών και έκτακτων επισκέψεων σε νοσοκομεία για ψυχικές ασθένειες».
Η Ελλάδα δεν συμπεριλήφθηκε στη μελέτη (υπάρχουν μόνο στοιχεία για την Κύπρο, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία από τις χώρες της νότιας Ευρώπης). Ωστόσο, σε πρόσφατη ομιλία του στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, ο κ. Κουτράκης είχε υπογραμμίσει ότι η Ελλάδα θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την κλιματική αλλαγή και οι κλιματικές επιπτώσεις θα οδηγήσουν σε αύξηση των πυρκαγιών, περισσότερους καύσωνες, περισσότερες πλημμύρες, λιγότερα χιόνια στα βουνά, έλλειψη νερού, καταστροφή της γεωργίας, αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, μείωση της παραγωγικότητας, λιγότερα έσοδα από τον τουρισμό και περισσότερη θνησιμότητα και νοσηρότητα.
Όπως επεσήμανε επιπλέον, η κλιματική κρίση θα πλήξει κυρίως ανθρώπους με προβλήματα υγείας. «Λαμβάνοντας υπόψη τη μέτρια κατάσταση της υγείας του ελληνικού πληθυσμού, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα είναι δραματικές. Πρέπει να αλλάξουμε πολλές κακές συνήθειες, αν θέλουμε να αποτρέψουμε μια περαιτέρω κρίση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης: να μειώσουμε το κάπνισμα και το αλκοόλ, να τρώμε λιγότερο κρέας, να μην χρησιμοποιούμε φυτοφάρμακα και να προστατεύουμε το περιβάλλον μας», παρατήρησε.
Στους περιορισμούς της μελέτης, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι αγροτικές περιοχές και οι χώρες της νότιας Ασίας, της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής υποεκπροσωπούνται. Επίσης, διευκρινίζουν ότι δεν συλλέχθηκαν ή δεν εξετάστηκαν δημογραφικά στοιχεία σε ατομικό επίπεδο, αλλά και ότι η μελέτη επικεντρώθηκε μόνο στους θανάτους από εγκεφαλικά επεισόδια και πρόσθετη έρευνα σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης μη θανατηφόρων εγκεφαλικών επεισοδίων θα παρείχε περαιτέρω κατανόηση της πραγματικής επιβάρυνσης από τη θερμοκρασία. Ο κ. Αλαχμάντ τονίζει, εξάλλου, ότι στοχεύει στη διερεύνηση της επιβάρυνσης του ακραίου κλίματος στην υγεία και μέσω άλλων ασθενειών, όπως οι ασθένειες των πνευμόνων ή η πνευμονική εμβολή.