Την ιστορική διαδρομή προς την Ελληνική Ανεξαρτησία παρουσιάζει, μέσα από σημαντικά τεκμήρια και πολύτιμα έγγραφα, ο επιστημονικός και ταυτόχρονα χρηστικός τόμος με τίτλο: «Η Ελλάδα Ελεύθερη: Αναγνώριση και σύναψη διπλωματικών και προξενικών σχέσεων», που αποτελεί τη νέα έκδοση της υπηρεσίας του Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου (ΥΔΙΑ) του υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ).
Ο τόμος που επιμελήθηκε ο Εμπειρογνώμονας Πρεσβευτής – Σύμβουλος Β’ κ. Γεώργιος Πολυδωράκης, προϊστάμενος της ΥΔΙΑ/ΥΠΕΞ, αποτελεί ουσιαστικά τον κατάλογο της πετυχημένης έκθεσης που διοργάνωσε η ΥΔΙΑ του ΥΠΕΞ με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Ήταν το αποτέλεσμα μιας ενδελεχούς έρευνας της ΥΔΙΑ για την ολοκληρωμένη καταγραφή και τεκμηρίωση της σύναψης διπλωματικών και προξενικών σχέσεων του ελληνικού κράτους με τα υπόλοιπα κράτη της εποχής αμέσως μετά την ίδρυσή του.
Η έκθεση αποτέλεσε σταθμό στις δράσεις του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, προσφέροντας την ευκαιρία σε Έλληνες και ξένους να παρακολουθήσουν την πορεία ανεξαρτησίας της Ελλάδας σε διπλωματικό επίπεδο μετά τις νίκες στο στρατιωτικό πεδίο. Για πρώτη φορά ο επισκέπτης μπορούσε να δει από κοντά ανεκτίμητης ιστορικής αξίας επιστολές, πρωτόκολλα, συνθήκες, διατάγματα των αρχών του 19ου αιώνα που φέρουν τις υπογραφές σημαντικών προσωπικοτήτων που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο ώστε η πατρίδα μας να εξελιχθεί σε ένα ανεξάρτητο και αυτόνομο κράτος.
Στην εισαγωγή της έκδοσης «Η Ελλάδα Ελεύθερη: Αναγνώριση και σύναψη διπλωματικών και προξενικών αρχών» ο κ. Πολυδωράκης κάνει μια αναλυτική παρουσίαση των διακοσίων από τα σημαντικότερα έγγραφα τα οποία αρχικά συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση και εν συνεχεία μεταφέρθηκαν στις σελίδες του βιβλίου. Όπως τονίζει ο ίδιος τα έγγραφα της έκθεσης και του τόμου προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την αρχειακή συλλογή της ΥΔΙΑ με ελάχιστες εξαιρέσεις οι οποίες και καταγράφονται.
Την γραφιστική επεξεργασία και σελιδοποίηση του τόμου που αριθμεί 210 σελίδες ανέλαβε το ΙΣΝ Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Simon Fraser University του Βανκούβερ του Καναδά. Την εκτύπωση του τόμου και την τελική επιμέλειά του ανέλαβε το Εθνικό Τυπογραφείο.
Η συνθήκη του Λονδίνου και το Πρωτόκολλο του 1829
Ο τόμος χωρίζεται σε συνολικά πέντε ενότητες, δυο εισαγωγικές και τρεις κύριες, κάνοντας ευκολότερη την μελέτη των εγγράφων και των ερμηνευτικών σχολίων που τα συνοδεύουν.
Στην πρώτη ενότητα, παρουσιάζονται αντίγραφα των βασικών διεθνών συνθηκών και πρωτοκόλλων με την υπογραφή των οποίων επετεύχθη η ανεξαρτησία της Ελλάδας, ξεκινώντας από τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1827 έως τον Διακανονισμό της Κωνσταντινούπολης τον Ιούλιο του 1832.
Η Συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία ανοίγει ο τόμος, υπογράφηκε από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Ρωσία) και προέβλεπε αυτονομία της Ελλάδας με καταβολή φόρου στον Σουλτάνο. Τα εδαφικά όρια του νέου κράτους δεν προσδιορίζονταν αλλά αφέθηκαν να λυθούν στο πλαίσιο επί μέρους διαπραγματεύσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Με αυτό το πρωτόκολλο δίνονταν διορία στην Υψηλή Πύλη να αποδεχθεί τους όρους της συνθήκης μετά την πάροδο της οποίας οι πολεμικοί στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων θα είχαν το δικαίωμα να επιβάλουν την εφαρμογή της.
Τρία χρόνια αργότερα στις 6/18 Μαΐου 1829, ο Βρετανός αντιπρεσβευτής στην ελληνική κυβέρνηση Edward DawKins αποστέλλει στον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια αντίγραφο του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 22ας Μαρτίου 1829 με το οποίο επεξηγεί τους βασικούς όρους και τους στόχους του όσον αφορά το ζήτημα της Ελλάδας. Η Ελλάδα θα τελούσε υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης προς την οποία θα κατέβαζε ετήσιο φόρο 1.500.000 γρόσια. Τα σύνορα ορίζονταν στην γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου και προβλέπονταν η ύπαρξη χριστιανού κληρονομικού ηγεμόνα της Ελλάδας.
Ο Φαναριώτης Θεόδωρος Νέγρης ο πρώτος Έλληνας ΥΠΕΞ
Στη δεύτερη ενότητα, περιλαμβάνονται ορισμένα βασικά έγγραφα που παρουσιάζουν στοιχεία από την ιστορία της ίδρυσης και λειτουργίας του υπουργείου Εξωτερικών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξάρτητης Ελλάδας. Στη συγκεκριμένη ενότητα παρουσιάζεται μεταξύ άλλων και το πρώτο, ίσως, έγγραφο που έχει διασωθεί με κεφαλίδα «Ministère des Affaires Etrangères» / Υπουργείο Εξωτερικών με ημερομηνία 4 Μαΐου 1822. Με το έγγραφο αυτό ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Νέγρης καλούσε τους προξενικούς και διπλωματικούς αντιπροσώπους ξένων κυβερνήσεων που βρίσκονταν στα απελευθερωμένα ελληνικά εδάφη να διαπιστευθούν στην ελληνική προσωρινή κυβέρνηση.Στον τόμο υπάρχει αναλυτικός κατάλογος των δέκα πρώτων ΥΠΕΞ της Ελλάδας από το 1822 έως και το 1840 με τους επίσημους τίτλους τους.
Ο πρόεδρος της Αϊτής πρώτος υποστηρικτής της Ελληνικής Επανάστασης
Η τρίτη ενότητα, περιλαμβάνει τις δύο πρώτες αναγνωρίσεις της Ελληνικής Επανάστασης, το 1822 και 1823. Πρόκειται για τη γνωστή αναγνώριση της Επανάστασης από τον πρόεδρο της Αϊτής Jean-Pierre Boyer στις 15 Ιανουαρίου 1822, όπως αυτή δημοσιεύθηκε, σε μετάφραση, στον τέταρτο τόμο του βιβλίου του Ιωάννη Φιλήμονος «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» το 1861.
Στις 15 Ιανουαρίου 1822, ο πρόεδρος της Αϊτής Jean – Pierre Boyer απαντά προς το διευθυντήριο της Ελληνικής Επιτροπή των Παρισίων Αδαμάντιο Κοραή, Κωνσταντίνο Πολυχρονιάδη και Χριστόφορο Κλωνάρη οι οποίοι με έγγραφό τους στις 20 Αυγούστου 1821 ζητούσαν βοήθεια για την ενίσχυση της Ελληνικής Επανάστασης. Ο πρόεδρος Boyer εκφράζει τον ενθουσιασμό του Αϊτινού λαού για το ξέσπασμα της επανάστασης αλλά δηλώνει αδυναμία να βοηθήσει οικονομικά τον αγώνα, ευχόμενος ωστόσο νίκες ανάλογες με αυτές του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας.
Η δεύτερη αναγνώριση που παρουσιάζεται στην έκδοση, είναι εκείνη του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, η οποία ανακοινώθηκε τον Αύγουστο του 1823.
Η τέταρτη ενότητα, περιλαμβάνει τις αναγνωρίσεις του νέου ελληνικού κράτους από τα υπόλοιπα ανεξάρτητα κράτη της εποχής προς το τέλος της Επανάστασης και κυρίως αμέσως μετά την Ανεξαρτησία, και η σύναψη μαζί τους προξενικών και διπλωματικών σχέσεων.
Η αναγνώριση του Όθωνα ως πρώτου βασιλιά
Η πέμπτη και τελευταία ενότητα, αναφέρεται στις, προξενικές κυρίως, σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στο νέο ελληνικό κράτος και μη ανεξάρτητα κράτη και περιοχές, που είτε ήταν υπό την πλήρη κυριαρχία αυτοκρατοριών της εποχής, είτε είχαν ένα καθεστώς αυτονομίας. Από τα οκτώ μη ανεξάρτητα κράτη και περιοχές που περιλαμβάνονται στον τόμο, αξίζει να αναφερθεί το Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων, με το οποίο οι επαφές της ελληνικής Κυβέρνησης είχαν ήδη αρχίσει, κατά την περίοδο της Επανάστασης, ενώ στην Κέρκυρα ιδρύθηκε προξενείο τον Μάιο του 1833, αλλά και την Ηγεμονία της Σάμου, όπου διορίστηκε υποπρόξενος το 1834. Στην ενότητα αυτή περιλαμβάνεται η Κύπρος, στην οποία η ίδρυση προξενικής αρχής ολοκληρώθηκε το 1846.
«Στις περισσότερες περιπτώσεις», σημειώνει στο εισαγωγικό σημείωμα του τόμου ο προϊστάμενος της υπηρεσίας του Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του ΥΠΕΞ Γιώργος Πολυδωράκης, «η αναγνώριση της ανεξαρτησίας συνέπιπτε με τον διορισμό προξενικών, κατά κύριο λόγο, ή διπλωματικών αντιπροσώπων. Αμέσως μετά την ανεξαρτησία, και πριν από την έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα στις αρχές του 1833, εκτός από τις Μεγάλες Δυνάμεις, την ανεξαρτησία της χώρας αναγνώρισαν μόνο η Αυστρία, το Βασίλειο της Σουηδίας και της Νορβηγίας και βέβαια η Βαυαρία (λόγω της επιλογής του Όθωνα). Οι υπόλοιπες Δυνάμεις της εποχής περίμεναν την άφιξη του νέου βασιλιά στη χώρα, ταυτίζοντας σε μεγάλο βαθμό την αναγνώριση της ανεξαρτησίας με την αναγνώριση του νέου μονάρχη».