Μπορεί η Κεντροδεξιά και η Ακροδεξιά να αύξησαν δυνάμεις σε επίπεδο ομάδων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (με συν 10 έδρες το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, συν 4 έδρες το ακροδεξιά ECR και συν 9 το, επίσης ακροδεξιό, ID σε σχέση με το 2019) ωστόσο οι ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις κατέγραψαν στην ευρωκάλπη αποτελέσματα που αποτυπώνουν μία δυναμική, που μπορεί υπό προϋποθέσεις, να ενισχυθεί σε επόμενες εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογικές αναμετρήσεις, αποτελώντας ένα «ανάχωμα» απέναντι στη συντηρητική Ευρώπη.
Γράφει ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος, Συντονιστής Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων Ινστιτούτου ΕΝΑ, υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πειραιώς
Πιο συγκεκριμένα, στην Ευρωβουλή, η ομάδα των Σοσιαλδημοκρατών συγκέντρωσε 135 έδρες (έχασε 4 σε σχέση με το 2019) ενώ η ομάδα της Αριστεράς, 36 έδρες (έχασε μία έδρα). Τα οφέλη για το ΕΛΚ και την Ακροδεξιά προήλθαν από τις απώλειες των Φιλελευθέρων και των Πράσινων.
Σε επίπεδο χωρών, στη Γερμανία σημειώθηκε ισχυρή υποχώρηση των προοδευτικών δυνάμεων. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Καγκελάριου Σολτς κατέλαβε την τρίτη θέση πίσω από CDU/CSU και το AfD με 13,90%, ενώ οι Πράσινοι, που επίσης συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό με το SPD, υποχώρησαν στο 11,9% και την τέταρτη θέση. Το Linke έβδομο με μόλις 2,70%.
Στη Γαλλία, η Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν ήταν τέταρτη με 9,89% ακολουθώντας το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γκλουκσμάν που κατέλαβε την τρίτη θέση με 13,83%, ενώ στις προεδρικές εκλογές της χώρας το 2022, στον πρώτο γύρο, ο Μακρόν είχε λάβει 27,84%, η Λε Πεν 23,15%, ο Μελανσόν 21,95%, ενώ η Ινταλγκό με το Σοσιαλιστικό Κόμμα μόλις 1,75%.
Στην Ιταλία, το Δημοκρατικό Κόμμα κατέλαβε τη δεύτερη θέση με 24,1% (19,07% στις βουλευτικές εκλογές του 2022), έναντι 28,77% του κόμματος της Μελόνι (25,99% στις βουλευτικές εκλογές του 2022). Η περίπτωση του Ραφαέλ Γκλουκσμάν στην Ιταλία και της Έλι Σλάιν σε Γαλλία και Ιταλία αποτελούν δύο περιπτώσεις οι οποίες έδωσαν εκλογική δυναμική στα βαριά «τραυματισμένα» κεντροαριστερά κόμματα τωνχωρών
Στην Ολλανδία ο συνασπισμός Πράσινη Αριστερά – Εργατικό Κόμμα κατέλαβε την πρώτη θέση με 21,6% έναντι 17,7% του ακροδεξιού κόμματος του Βίλντερς που πριν από μερικούς μήνες πήρε την πρώτη θέση των βουλευτικών εκλογών.
Στην Ισπανία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήρθε δεύτερο με 30,19% (έναντι 34,18% της Δεξιάς), οι Podemos χαμηλά με 3,27% και το επίσης αριστερό Sumar 4,65%.
Στην Πορτογαλία, πρώτο αναδείχθηκε το Σοσιαλιστικό Κόμμα (32,1%) μπροστά από το κεντροδεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (31,12%). Το αριστερό Μπλόκο αναδείχθηκε πέμπτο με 4,25% και το Κομμουνιστικό Κόμμα έκτο με 4,12%.
Στην Κύπρο, το ΑΚΕΛ ήρθε δεύτερο με 21,49% έναντι 24,78% του ΔΗΣΥ.
Στην Αυστρία, πίσω από Ακροδεξιά (25,7%) και Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (24,7%) ακολούθησε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (23,2%), ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα έφτασε στο 2,9%.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιοχή της Σκανδιναβίας, στην οποία, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ακροδεξιά γνώρισε σημαντική υποχώρηση στα ποσοστά της. Στη Φινλανδία, η Αριστερή Συμμαχία αναδείχθηκε δεύτερη δύναμη, συγκεντρώνοντας το 17,3% των ψήφων (10,4% περισσότερο από τις ευρωεκλογές του 2019). Στη Δανία, πρώτη δύναμη αναδείχθηκε ο κοκκινοπράσινος συνασπισμός της Πράσινης Αριστεράς με 17,4% έναντι 15,6% των Σοσιαλδημοκρατών που κατέλαβαν τη δεύτερη θέση. Στη Σουηδία, πρώτοι αναδείχθηκαν οι Σοσιαλδημοκράτες με 24,9% ενώ το Αριστερό Κόμμα βγήκε πέμπτο με 10,9%.
Συμπερασματικά, η Ακροδεξιά δεν ότι προκάλεσε ανακατατάξεις στους συσχετισμούς του Ευρωκοινοβουλίου, όμως πέτυχε κομβικές «νίκες», σε χώρες που επηρεάζουν τις εξελίξεις στη ΕΕ ενόψει, μάλιστα ομοσπονδιακών και εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων, όπως στη Γερμανία (δεύτερη η Εναλλακτική για τη Γερμανία) και τη Γαλλία (πρώτο με διαφορά το κόμμα Λε Πεν), ενώ στην Ιταλία το κόμμα της Πρωθυπουργού Μελόνι εμπεδώθηκε ως σταθερή πρώτη δύναμη. Όμως, οι αριστερές και ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης, όπως αποτυπώνεται στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών διατήρησαν τις δυνάμεις τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, παρά το momentum Δεξιάς και Ακροδεξιάς. Ταυτόχρονα σε σειρά χωρών, όπως στην Ιταλία και τη Γαλλία, παρά τις αντίξοες πολιτικές συνθήκες εμφανίζουν προοπτικές να αυξήσουν τα ποσοστά τους στο άμεσο μέλλον.