Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Προσπάθησαν να αυτό-παρουσιαστούν ως νικητές από την πρώτη στιγμή. Ο ένας μίλησε για πέμπτη συνεχόμενη εκλογική νίκη σε πέντε χρόνια. Ο άλλος μίλησε για μείωση της διαφοράς από τον πρώτο κατά δέκα ολόκληρες μονάδες μέσα σε έναν χρόνο. Και ο τρίτος για μια ακόμα αύξηση του ποσοστού του σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη επίδοση.
Οι συνεχιζόμενες αναταράξεις στο εσωτερικό των κομμάτων τους όμως τους διέψευσαν από την αμέσως επόμενη στιγμή.
Τι κοινό υπάρχει αλήθεια πίσω από την αμφισβήτηση της ηγεσίας του Κυριάκου Μητσοτάκη -προφανώς πιο έμμεσα λόγω της ενοποιητικής ισχύος της εξουσίας για κάθε κόμμα- και φυσικά των Στέφανου Κασσελάκη και Νίκου Ανδρουλάκη εμφανώς πιο άμεσα;
Η προσωποποίηση των σύγχρονων κομμάτων, το λεγόμενο φαινόμενο της «αμερικανοποίησης» των εκλογών. Κεντρικά στοιχεία του φαινομένου είναι η αγωνία στελεχών και απλών ψηφοφόρων για την εκλογική επίδοση κάθε κόμματος, η οποία αγωνία τους οδηγεί αφενός στην αναζήτηση των πλέον δημοφιλών προσώπων της κάθε στιγμής, αφετέρου στην τάχιστη αντικατάστασή τους μόλις υπάρξει η υπόνοια αστοχίας επιλογής ή φθοράς της δημοφιλίας που κάποτε είχε καταγραφεί αντικειμενικά.
Στην εποχή της «αμερικανοποίησης», οι ηγεσίες είναι αναλώσιμες και οι πολιτικές ταυτότητες είναι προσχήματα.
Οι ενστάσεις εκείνων που πρωτοστατούν στην εσωτερική αμφισβήτηση της τρέχουσας περιόδου στην παραπάνω θεώρηση είναι προφανείς.
Πώς είναι δυνατόν να είναι πρόσχημα η «προδοσία της δεξιάς ψυχής» την οποία καταλογίζουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη οι πρώην πρωθυπουργοί της ΝΔ;
Πώς είναι δυνατόν να είναι πρόσχημα ο «ιδεολογικά ασυνάρτητος λόγος» και η «εργαλειοποίηση συμβόλων της αριστεράς» την οποία καταλογίζουν στον Στέφανο Κασσελάκη οι εναπομείναντες διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ;
Ακόμα και στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ως κεντρώο κόμμα είναι εκ φύσεως πιο ευάλωτο στη μίξη πολιτικών παραδόσεων και συνεπώς προσλαμβάνεται συχνότερα ως ιδεολογικά ευέλικτο, πώς είναι δυνατόν να είναι πρόσχημα η «ελλιπής επεξεργασία των τομεακών θέσεων» την οποία καταλογίζουν στον Νίκο Ανδρουλάκη οι υποψήφιοι για την ηγεσία στις εκλογές του Οκτωβρίου;
Η απάντηση και στις τρεις ερωτήσεις είναι εύκολη. Κάθε διεκδίκηση της ηγεσίας καθαγιάζεται μέσα από μια ιδεολογική αντιπαράθεση. Στα χρόνια της «αμερικανοποίησης» ωστόσο, για τον εξωτερικό παρατηρητή είναι εύκολο να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για ένα πρόσχημα.
Πώς αλλιώς άλλωστε να εξηγήσει κανείς την αμέριστη στήριξη στα πρόσωπα των σημερινών υπό αμφισβήτηση αρχηγών από τους περισσότερους από εκείνους που τους στήριξαν τη στιγμή της εκλογής τους;
Ακόμα και στην περίπτωση του Στέφανου Κασσελάκη, για τον οποίο η αμφισβήτηση υπήρξε διάχυτη στο εσωτερικό του κόμματος και εκδηλώθηκε πολύ νωρίς χρονικά, η αλλαγή στάσης της λεγόμενης «φρουράς του πρώην αρχηγού» είναι εμφανής.
Οι παραπάνω ισχυρισμοί δεν ενέχουν μομφή σε βάρος όσων αμφισβητούν τις σημερινές ηγεσίες της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΣΟΚ, αλλά επιχειρούν να παρουσιάσουν μια ολοκληρωμένη ερμηνεία των κρίσεων που εκδηλώθηκαν ταυτοχρόνως στα τρία κόμματα μετά από τις τρεις αντίστοιχες εκλογικές ήττες τους στις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου.
Οι αμφισβητήσεις αυτές είναι απολύτως αναμενόμενες στους καιρούς μας και απολύτως ευθυγραμμισμένες με αντίστοιχες στις χώρες της Δύσης. Από την εντεινόμενη συζήτηση για αντικατάσταση του Προέδρου Biden από τους Δημοκρατικούς έως τις αλλεπάλληλες αλλαγές ηγετών των Συντηρητικών -που βρίσκονταν μάλιστα και στον πρωθυπουργικό θώκο της Βρετανίας, στελέχη και ψηφοφόροι επιχειρούν τη διάσωση καταγγέλλοντας την ηγεσία των κομμάτων τους ως ανεπαρκή.
Οι τάσεις αυτές περιγράφονται συχνά από αναλυτές ως «μάχη για τον κεντρώο χώρο», τον οποίο μπορεί καλύτερα να εκπροσωπήσει ο τάδε ή ο δείνα. Ας είμαστε όμως πιο κυνικοί.
Ο μέσος πολίτης σήμερα δεν είναι κεντρώος, ίσως δεν ήταν και ποτέ, αν λάβουμε υπόψη μας τη δυσκολία ορισμού της έννοιας του κέντρου από μελετητές του πολιτικού φαινομένου, πολύ δε περισσότερο από τους απλούς πολίτες στους οποίους οι αναλυτές αποδίδουν την ικανότητα να επιλέγουν να ισαπέχουν από πολιτικές της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης.
Ο μέσος πολίτης αναζητά προσωπικά χαρακτηριστικά των ηγετών των κομμάτων τα οποία θα του εξασφαλίσουν την επιθυμητή για αυτόν οικειότητα ή αξιοπιστία από τις κυβερνήσεις που θα σχηματίσουν οι ηγέτες αυτοί.
Τόσο απλά, τόσο ρεαλιστικά.
*Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με ειδίκευση σε θέματα Πολιτικής Συμπεριφοράς και Μεθοδολογίας Πολιτικής Έρευνας. Έχει σπουδάσει Εφαρμοσμένη Πληροφορική, Ποσοτικές Μεθόδους και Πολιτική Επιστήμη στην Ελλάδα και στη Βρετανία.